ΜΠΑΙΝΕΙ –ΣΧΕΔΟΝ ΠΗΔΑΕΙ– στο ασανσέρ του σούπερ μάρκετ με ένα αποφασιστικό και υπερβολικά ανάλαφρο για την ηλικία της βήμα, τη στιγμή που ήδη έχει αρχίσει να κλείνει η συρόμενη πόρτα. Κρατάει στο χέρι μόνο το πορτοφόλι και τη λίστα με τα ψώνια. Το κόκκινο πλαστικό καλάθι της, αυτή η άγνωστή μου γυναίκα το έχει παρατήσει γεμάτο στο πάτωμα του ορόφου που αφήνουμε. «Ξέχασα τα γάλατα!» λέει περισσότερο στον εαυτό της, παρά σε μένα.
Σε μένα, που έναν μήνα πριν θα της είχα ζητήσει ήρεμα και ευγενικά να βγει και να περιμένει να πάρει το επόμενο ή θα είχα προσφερθεί να βγω εγώ. Γιατί η επιγραφή τότε το έλεγε ακόμα καθαρά: Ο ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΑΣ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΑΠΟ 1 ΑΤΟΜΟ ΤΗ ΦΟΡΑ.
Όσο κι αν έχουμε χαλαρώσει σε σχέση με τον κορωνοϊό, όσο και αν αφηνόμαστε να χαρούμε αγκαλιές φίλων και γνωστών, το ασανσέρ παραμένει μια ιδιαίτερη περίπτωση. Μπορεί να είναι θέμα συνήθειας και αντίδραση παβλοφικού τύπου, αλλά, αν υπάρχει ένας χώρος όπου μετά την πανδημία δεν νιώθουμε και πολύ άνετα με την παρουσία άλλων και χωρίς μάσκα, αυτός είναι τα λίγα κυβικά μέτρα των ανελκυστήρων της πόλης.
Σέλφι, πολλές σέλφι ανθρώπων που σκέφτονται να αξιοποιήσουν τους καθρέφτες και τη σκηνογραφία των θαλαμίσκων για να σκηνοθετήσουν και να ανεβάσουν στα σόσιαλ τη στιγμιαία εικόνα τους.
Ενώ η καθημερινότητα αλλά και η ευρέως εμπεδωμένη κινηματογραφική φιλολογία ήθελε τον ανελκυστήρα να συνδέεται με δυσάρεστες εξελίξεις όταν για οποιαδήποτε απρόβλεπτη αιτία (βλάβη, διακοπή ρεύματος ή σεναριακή ανατροπή) σταματούσε ξαφνικά, τώρα είναι η συνύπαρξη εντός του περισσότερων του ενός ανθρώπων που γεννά την αμφιβολία, την υποψία κι εκείνη τη φευγαλέα ενόραση του κινδύνου. Πάνω από τα κεφάλια που αποφεύγουν (περισσότερο ή λιγότερο αμήχανα) το eye-contact και κάτω από τις γαλακτώδεις φωτισμένες οροφές περνούν σκέψεις και καρφώνονται ιδέες: τι θα γινόταν π.χ. αν αυτή η συμπαθής κυρία απέναντί μου φέρει, εκτός από το ορατό πορτοφόλι της, και έναν αόρατο ιό;
Όμως, από την άλλη, τι θα γινόταν αν στο «Ασανσέρ για δολοφόνους», μία από τις αγαπημένες ταινίες των θερινών σινεμά, ο θυρωρός δεν είχε κατεβάσει τον διακόπτη λειτουργίας του ανελκυστήρα, ο Julien δεν παγιδευόταν εκεί, αλλά αποχωρούσε κανονικά από το κτίριο, έχοντας διαπράξει τον φόνο και εξαφανίσει το τελευταίο τεκμήριο της ενοχής του; Δεν θα έδενε η πλοκή. Δεν θα υπήρχε ταινία. Τα αλλεπάλληλα παθιασμένα «Je t’aime» σε γκρο πλαν της Ζαν Μορό στο ζενερίκ δεν θα έβρισκαν λόγο να συναντηθούν με την τρομπέτα του Mάιλς Ντέιβις. Και η τρομπέτα του Mάιλς δεν θα είχε δώσει, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, εκείνη την ανελέητη πνοή διαρκείας σε μία, την ίδια, μοναδική νότα.
Και τι θα γινόταν αν ο Μάρκος δεν είχε τρέξει να προλάβει, προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου, να μπει στο ασανσέρ και να εισέλθει έτσι στο μυθιστόρημα «Στη σκιά της πεταλούδας» του Ισίδωρου Ζουργού; «"Μισό λεπτό" φώναξε και τάχυνε το βήμα. Ο διάδρομος ήταν στενός, με μια σειρά γραμματοκιβώτια, δυο τρία ήταν χωρίς κλειδαριές, με πορτάκια γερμένα, κι έχασκαν ορθάνοιχτα. (...) Δρασκέλισε δυο σκαλοπάτια κι ανέβηκε επίπεδο. Το φως του ασανσέρ ξεχώριζε στο βάθος, ένα χέρι έβγαινε από το εσωτερικό του και κρατούσε την πόρτα ανοιχτή. "Μισό λεπτό", είπε πάλι και πήγε κάπως να τρέξει· ήταν μια απόφαση βιαστική με περίσσιο φιλότιμο, μέρες αργότερα θα τη λογάριαζε δόκανο της μοίρας».*
Δεν θα υπήρχε Μάρκος, δεν θα στηνόταν κανένα στόρι, κανένα «δόκανο». Ούτε εκείνος ούτε εμείς θα γνωρίζαμε ποτέ την Ελένη, δεν θα κλείνονταν μαζί στον θαλαμίσκο μεταξύ 2ου και 3ου ορόφου και όλος ο πυκνοϋφασμένος καμβάς της ιστορίας τους θα έμενε στην αφάνεια.
Πηγή έμπνευσης και άκρη του μίτου πολλών αφηγήσεων τα ασανσέρ, λοιπόν. Τώρα όμως, στη μετά-Covid εποχή, στερημένα από τη συνύπαρξη, μήπως χάνουν όλο το προηγούμενο δραματικό και κοινωνικό τους ενδιαφέρον; Κάθε άλλο! Γιατί μέσα τους εξακολουθούν να «γίνονται πράγματα».
Πρώτα πρώτα, σέλφι, πολλές σέλφι, ανθρώπων που σκέφτονται να αξιοποιήσουν τους καθρέφτες και τη σκηνογραφία των θαλαμίσκων για να σκηνοθετήσουν και να ανεβάσουν στα σόσιαλ τη στιγμιαία εικόνα τους. Μια φίλη στυλίστρια π.χ. «ανεβάζει» τα πρωινά ευφάνταστα προσωπικά της outfit, παρέχοντάς μας δωρεάν ιδέες. Εφηβάκια βρίσκουν το σκηνικό ιδανικό για να επιδείξουν ένα μακιγιάζ. Και μικροί-μεγάλοι στέκονται εδώ με το κινητό στο χέρι, φωτογραφίζοντας καπέλα ή αξιοπερίεργα αξεσουάρ.
Έπειτα, είναι και η σιωπηλή, ανεξάντλητη γραπτή επικοινωνία των ανακοινώσεων. Κατάλογοι κοινοχρήστων, παραινέσεις, ειδοποιήσεις, προσκλήσεις, χειρόγραφα και πρόχειρα εκτυπωμένα σημειώματα αναρτώνται στο ασανσέρ, καθώς έχουν εξασφαλισμένη την προσοχή μας, έστω για μερικά δευτερόλεπτα. Το σημείωμα της Χάιντι, του κοριτσιού που ζητούσε από τους ενοίκους της πολυκατοικίας της να αποφύγουν τα πάρτι, ώστε να μπορεί να διαβάσει για τις Πανελλαδικές, έγινε viral φέτος τον Μάιο. Και πριν από μερικούς μήνες ένας φίλος που διοργάνωνε πάρτι γενεθλίων ανάρτησε στο ασανσέρ ένα λακωνικό, αλλά υπέροχο κείμενο, ζητώντας εκ των προτέρων κατανόηση για την ενδεχόμενη ενόχληση, συμπυκνώνοντας σε αυτό τη συναισθηματική ευφυΐα των 60 του χρόνων.
Ανάμεσα σε όλα αυτά δεν λείπουν, βέβαια, και οι γνωστές χοντράδες. Τα στιλό που μουτζουρώνουν, χυδαιολογούν, βρίζουν, βανδαλίζουν, ανωνύμως εννοείται. Όμως έτσι δεν γίνεσαι «Χάιντι», δεν κερδίζεις την προσοχή, πολλώ δε μάλλον το ενδιαφέρον κανενός.
Μπαίνοντας πια στον ανελκυστήρα «1 ΑΤΟΜΟ ΤΗ ΦΟΡΑ», έχουμε λίγο παραπάνω χρόνο και τον διαθέτουμε για δημιουργία, παρατήρηση, επικοινωνία. Καθώς τακτοποιούμε τη φράντζα στον καθρέφτη, επανεφευρίσκουμε τον κοινωνικό μας εαυτό και παίρνουμε ανάσα για να πάμε παρακάτω (ή παραπάνω). Χτίζουμε δικές μας ιστορίες και τις θέλουμε ουσιαστικές, ωραίες και μοιραίες, ακόμα και αν δεν συνοδεύονται από την τρομπέτα του Mάιλς. Είναι, βλέπετε, νέα, αλλά ιδιαίτερα απαιτητική συνθήκη το «Ασανσέρ για μόνους».
*Ισίδωρος Ζουργός, «Στη σκιά της πεταλούδας», Πατάκης, 2005