1. Χαμός στην Πουλχερίας: Νεκροί και τραυματίες σε κάθε κεφάλαιο. Βία και πίκρα και χιούμορ σε κάθε σελίδα. Καταιγιστικός ρυθμός σε κάθε παράγραφο. Σπιρτάδα και κλείσιμο του ματιού σε κάθε πρόταση. Κάνεις μια έτσι, φραπ, και αρχίζεις να διαβάζεις κι έχεις ταξιδέψει απ' τα Εξάρχεια στη Βέροια, και από το πατατράκ σε μια εκ νέου εύθραυστη γαλήνη μέσα σε μερικές ημέρες και σε 129 σελίδες. Μεσολαβούν ακρωτηριασμοί, μπουνίδια, πιστολίδια, απειλές, εκβιασμοί, κυνηγητά, έρωτες που σβήνουν την αυγή, ένας τρελός τραχύς και ταχύς χαμός.
2. Slow Emotion: Όλα γίνονται με τη βραδύτητα μιας μνήμης, που είτε λειτουργεί είτε όχι δεν προκαλούνται κοσμοϊστορικά πράγματα. Όλα γίνονται σε αργή κίνηση, σε slow motion, διότι αργή είναι και η συγκίνηση, διότι έχουμε slow emotion. Τα πάθη είναι ανύπαρκτα, δεν έχουν καν αυτοκτονήσει, όπως σ' εκείνο το παλιό ποίημα («Τα πάθη αγκαλιασμένα αυτοκτονούν»), και δεν αυτοκτονούν διότι δεν έχουν καν υπόσταση ώστε να τη χάσουν αυτοκτονώντας. Παράδοξο ενδεχομένως, αλλά αληθινό: όλη αυτήν τη βραδύτητα συγκινήσεων και την ανυπαρξία παθών τη διαβάζεις λες και διαβάζεις όχι Μαρσέλ Προυστ ή Χένρι Τζέιμς, αλλά Ντάσιελ Χάμετ ή Τζο Νέσμπο.
3. Οι δύο συγγραφείς: Ο Στέλιος Παπαγρηγορίου (Ηράκλειο Κρήτης, 1983) καταβροχθίζει εξεπίτηδες αστυνομικά της κακιάς ώρας σαν τον ήρωα του μυθιστορήματος Arab Jazz που μας δώρισε δυναμικά ο Καρίμ Μισκέ (εκδ. Πόλις) και βλέπει απανωτές βιντεοταινίες όπως ο Κουέντιν Ταραντίνο, ενώ ο απολύτως συνομήλικος και σύντεκνος Ιάκωβος Ανυφαντάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 1983) θα προτιμήσει να εντρυφήσει στις παρατεταμένες μελωδικές ανάσες του Χένρι Τζέιμς και στις λεκτικές μαρμαρυγές της πρόζας του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ.
4. Τα δύο βιβλία: Ο Παπαγρηγορίου υπογράφει το ενάτης κατηγορίας παρανουάρ χαρτοπολτοαστυνομικό της δεκάρας Οι σημαίες δεν ανεμίζουν τη νύχτα (εκδ. Νεφέλη). Ο ήρωας είναι χαμένος από χέρι, και από δάχτυλο. Αυτοφωράκιας είναι, ένα «επάγγελμα» του κακού χαμού, που άλλωστε τείνει να εκλείψει, όπως αυτό του αβανταδόρου στους παπατζήδες. Και, φυσικά, μπλέκει. Και, φυσικά, χρωστάει. Και, φυσικά, του κόβουν το ένα δάχτυλο, έτσι, για προειδοποίηση. Ο Φινλανδός σωματέμπορας, κακοποιός, πρύτανης της άγριας νύχτας κι ένα σωρό άλλα, Μίκα Τανάλια! Και ο Κώστας Κοβαλένκο, όπως είναι το όνομα του αυτοφωράκια μας, παίρνει ανάποδες και, έτσι για την αλητεία, κλέβει μια σούπερ ακριβή Μερσεντές του Μίκα Τανάλια και τα βάζει με όλη τη συμμορία σαν βλαμμένος και βγαλμένος από καμιά ταινία που αμέλησε να σκηνοθετήσει ο μέγας Ινδιανοτεξανός Σαμ Πέκινπα. Το τι ακολουθεί το διαβάζεις, φίλε αναγνώστη, με μάτια γουρλωμένα, μόνιμο σφιγμένο χαμόγελο και φραπεδιά όπως-και-δήποτε. Το διαβάζεις, επίσης, με αγάπη για τα αστυνομικά της πεντάρας και για τις ταινίες που, μακριά από κάθε έντεχνο άλλοθι, θέλουν να μας κάνουν να ταξιδέψουμε. Και τα καταφέρνουν.
Ο Ανυφαντάκης υπογράφει τη νουβέλα Αλεπούδες στην πλαγιά (εκδ. Πατάκη), μια λογοτεχνική ανάπτυξη σε τρία μέρη της φράσης «Κάποιοι γράφουν αυτό που τους λείπει. Άλλοι γίνονται αυτό που διαβάζουν». Με οργανωμένη μαεστρία, ο συγγραφέας περιπλανιέται στα πάθη τα σχεδόν ανύπαρκτα μιας παρέας παλιών συμφοιτητών στη Γερμανική Φιλολογία που, ως φαίνεται, έζησαν και ζουν στις ρωγμές του χρόνου, στη σκιά ενός συμπαγούς τοίχου από καθήκοντα και υποχρεώσεις, ενός τοίχου που περιβάλλει ένα νεκροταφείο ονείρων, μιας μάντρας από παλιοσίδερα φιλοδοξιών. Κυκλοφορούν στα τρία μέρη των Αλεπούδων οι πολυσήμαντες μορφές του Χάινριχ Μπελ, του Τόμας Μαν, του Τόμας Μπέρνχαρντ, του Φίλιπ Ροθ, του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, αλλά η πραγματική πραγματικότητα στοιχειοθετείται από την ανημπόρια να υπερβούν κάποιοι άνθρωποι τον μικροαστικό επαρχιωτισμό, τη μιζέρια της μεταπτυχιακής ασημαντότητας, το τίποτα που στοιχειώνει τόσες και τόσες ζωές και ψυχές στις μέρες μας. Ευφυώς ο Ανυφαντάκης τοποθετεί τη δράση (!) της νουβέλας του στις παραμονές της μεγάλης κρίσης και κατάρρευσης, θυμίζοντάς μας ότι είχε προηγηθεί η διάβρωση των αξιών και, κυρίως, η από παντού δυσφήμηση κάθε τρόπου ζωής που λοξοκοίταζε προς τις αγέρωχες εκτινάξεις στο χάος του Αρθούρου Ρεμπό, προς τους οραματισμούς έστω και εντός καθημερινότητας του Άλεν Γκίνσμπεργκ, την ωραία τρέλα, τέλος πάντων, που σ' έστελνε από το καφενεδάκι της Σόλωνος στο κατάμαυρο μετα-πανκ μπαρ του Βερολίνου και ούτω καθεξής. Και αυτή η διάβρωση/δυσφήμηση είναι αυτό που επιχειρεί να καταγράψει, με αντονιονικά πλάνα μεταφερμένα στο χαρτί, ο Ανυφαντάκης.