Ξ όπως Ξέκωλα: Ένα από τα πιο διασκεδαστικά και διεισδυτικά βιβλία που διάβασα προσφάτως είναι οι Θηλυκές Φαλλοκράτισσες της Ariel Levy (Νέα Υόρκη, 1974). Από πρόχειρη έρευνα που έκανα, διαπίστωσα το δυστυχές παράδοξο ότι το έχουν διαβάσει πιο πολλοί άντρες απ' ό,τι γυναίκες, το συζητάνε πιο πολλοί άντρες απ' ό,τι γυναίκες, και τα συμπεράσματά του τα ενστερνίζονται πιο πολλοί άντρες απ' ό,τι γυναίκες. Επίσης, διαπίστωσα ότι το πόνημα το έχουν ανακαλύψει κάμποσοι γεροαριστερίζοντες παλαιοηθικολόγοι και το χρησιμοποιούν γεροαριστεριστικά και παλαιοηθικολογικά. Επίτηδες δεν μιλώ για το περιεχόμενο του βιβλίου που καταπιάνεται οξυδερκέστατα με τη λεγόμενη «κουλτούρα του ξέκωλου» και αφήνω να πλανάται ένα δελεαστικό μυστήριο, προκειμένου να το προμηθευτούν ολοένα και πιο πολλές αναγνώστριες και να συζητηθεί ακόμα περισσότερο. Μια φράση μόνο: «Το ξέκωλο», γράφει ευφυώς η Ariel Levy, «προσφέρει μια ιδιαίτερη ευκαιρία σε μια γυναίκα που θέλει να αποδείξει το θάρρος της. Είναι στη μόδα και είναι κάτι που παραδοσιακά απευθυνόταν αποκλειστικά στους άντρες και πρόσβαλλε έμπρακτα τις γυναίκες, έτσι το να το παράγεις ή να συμμετέχεις σε αυτό είναι ένας τρόπος τόσο για να δείξεις την άνεσή σου όσο και για να υπογραμμίσεις τον εαυτό σου ως διαφορετικό, πιο ανθεκτικό, πιο ακομπλεξάριστο, πιο αστείο – ένα νέο είδος γυναίκας-παραθυράκι η οποία "δεν είναι σαν τις άλλες γυναίκες", είναι αντίθετα "σαν άντρας". Ή, για την ακρίβεια, σαν μια Θηλυκή Φαλλοκράτισσα».
Ο όπως Όρντινε: Αίνος στον οίνο της ποιήσεως ως λυρικού βίου, ως περιπλανήσεως στα Σοκάκια των Σημασιών, αίνος στον οίνο της εναντίωσης στη φθορά, στο κύλισμα το αδυσώπητο του χρόνου. Ο λεπταίσθητος λόγιος Νούτσιο Όρντινε (Ντιαμάντε, 1958) έρχεται με τη Χρησιμότητα του Άχρηστου να μας θυμίσει ότι η «ζωή δεν έχει πώμα», ότι η Φιλοσοφία, η Φιλοποσία και η Φιλοκαπνία είναι οι Τρεις Αδελφές της Βιβλιοφιλίας που σώζει ζωές, ότι ευγενές δεν είναι να τρέχεις και να μη φτάνεις αλλά να είσαι ιχνηλάτης του νοήματος. Αντλώντας παραδείγματα και υποδείγματα από μια πελώρια βεντάλια στοχαστών/συγγραφέων/ποιητών –ανάμεσά τους ο Μονταίνιος και ο Θερβάντες, ο Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλλας και ο Ίταλο Καλβίνο, ο Σαίξπηρ και ο Μπόρχες–, ο Όρντινε βάλλει κρίσιμα κατά του άκρατου ωφελιμισμού που πάνω στη στροφή γίνεται ολέθριος. Οι τέρψεις που αναγκαζόμαστε να αφήσουμε πίσω μας καθώς τρέχουμε να αποκτήσουμε έναν σκασμό άχρηστα πράγματα, άχρηστες κοινωνικές περγαμηνές, άχρηστα πλούτη, είναι πολύ πιο χρήσιμες, όπως ξέρει καλά κάθε ιδαλγός. Πώς μπορούμε να παραμερίσουμε, μάλλον: να σαρώσουμε τις επιφυλάξεις μιας κοινωνίας «που δεν μπορεί να αντιληφθεί πράξεις που δεν έχουν κανέναν χρήσιμο στόχο»; Πώς μπορούμε, μαζί με τον μοναδικό και απέθαντο Δον Κιχώτη, να προπαγανδίσουμε την «ανάγκη να αντιμετωπίζονται με κουράγιο ακόμα και τα εγχειρήματα που είναι εκ των προτέρων προορισμένα να αποτύχουν»; Το εγκώμιο του άχρηστου είναι από τα πιο χρήσιμα εγχειρήματα σε μιαν εποχή αποχαλίνωσης της χρησιμοθηρίας. Και μια χρήσιμη συμβουλή: ενίοτε τα φαινομενικά άχρηστα επιτεύγματα αποφέρουν ζηλευτή φήμη και ακόμα πιο ζηλευτό χρήμα! Τον νου σας!
Π όπως Πατρίκ: Επιτέλους, ένα Νόμπελ της προκοπής, αναφώνησαν πολλοί καλοί φίλοι της Κρυφής Ιστορίας του Εικοστού Αιώνα, ναι, της Secret History of 20th Century. Υπάρχουν λογοτέχνες που ερωτοτροπούν με τη φιλοσοφία και τον στοχασμό που φτάνει στα μύχια της κοινωνίας, που με χαμηλούς τόνους, ανεπαισθήτως, αναλύουν και αναδιατάσσουν τα δεινά και τις συγκινήσεις που σοβούν κάτω από τις φαινομενικότητες. Επιτέλους, ένα Νόμπελ στην ιστορία που ξεκίνησε πριν από έξι δεκαετίες, στην Αριστερή Όχθη του Παρισιού, εκεί όπου διακινούνταν με θέρμη και πάθος οι πιο ακραίες ρομαντικές ιδέες και εκπονούνταν τα πιο ιπποτικά σχέδια που γνώρισε η μεταπολεμική εποχή. Μετα-ντανταϊστές, post-hegelians, σουρεαλυπαρξιστές, «εργολάβοι της καταστροφής», στοιχειά των καφενείων, σαλεμένοι σκακιστές, κορίτσια χωρίς μέλλον σαν τα όνειρα μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, κοσμούν τα βιβλία του Πατρίκ Μοντιανό (Μπουλόν-Μπιγιανκούρ, 1945), του φετινού νομπελίστα. Διαβάστε τη Μικρή Μπιζού, το Νυχτερινό Ατύχημα, το Ήταν όλοι τους καλά παιδιά, και το υπέροχο Café της χαμένης νιότης, και ας σκαλίσετε, παρέα με τον Μοντιανό, την άλλη όψη της πραγματικότητας και τον κρυφό πλούτο της ιστορίας του 20ού αιώνα. «Δεν φοβάσαι τίποτα πια, όλοι οι κίνδυνοι είναι αστείοι» γράφει ο Μοντιανό. «Κι αν τα πράγματα έχουν πάρει άσχημη τροπή, δεν έχεις παρά να ξυπνήσεις. Τίποτα δεν σε νικά. Περπατούσα ανυπομονώντας να φτάσω στο τέλος, εκεί όπου ήταν μόνο το γαλάζιο του ουρανού και το κενό».
σχόλια