Σοφία Νικολαΐδου: «Να σπουδάσεις παιδάκι μου, να γίνεις άνθρωπος!»

«Να σπουδάσεις παιδάκι μου, να γίνεις άνθρωπος!» Facebook Twitter
Στα 26 χρόνια που δούλεψα ως φιλόλογος σε σχολείο είδα από κοντά γονείς που στερήθηκαν πολλά προκειμένου να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Είδα, βεβαίως, και την παθογένεια που γεννά όλο αυτό στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Φωτο: Γιάννης Τόμτσης/LIFO
0



«ΝΑ ΣΠΟΥΔΑΣΕΙΣ! Να μάθεις γράμματα, να γίνεις άνθρωπος!». Γενιές ολόκληρες στην Ελλάδα, ειδικά στην επαρχία και τα λαϊκά στρώματα των πόλεων, γαλουχήθηκαν με αυτή την «ευχή και κατάρα», με τους περισσότερους γονιούς να αξιώνουν επιτακτικά να δουν τα παιδιά τους πετυχημένους δικηγόρους, γιατρούς ή μηχανικούς –τι άλλο, αφού πρωτογενή παραγωγικό τομέα δεν είχαμε ουσιαστικά‒, έχοντας, βεβαίως, αποφοιτήσει με άριστα. Από πρότυπο δε σχολείο, ει δυνατόν. Ένα ιδεολόγημα που ριζώθηκε σε καιρούς μεγάλης ανέχειας και αναλφαβητισμού, διατηρείται δε ακμαία σε πείσμα των καιρών και των διαψεύσεων, με τα χιλιάδες πλέον «χαρτιά» δίχως αντίκρισμα.

Μάλιστα, οι Έλληνες γονείς ήταν πρόθυμοι να προβούν σε οποιαδήποτε θυσία θα εξυπηρετούσε τον υπέρτατο αυτό στόχο, πεπεισμένοι ότι τα παιδιά τους προορίζονταν για μια καλύτερη ζωή και ότι αυτή δεν συνδυαζόταν μόνο με την ευζωία και την κοινωνική άνοδο αλλά και με την καλλιέργειά τους, να μη μείνουν «ξύλα απελέκητα».

Όμως η εγχώρια αγορά εργασίας είναι περιορισμένη και στρατιές πτυχιούχων βρέθηκαν να είναι μακροχρόνια άνεργοι, να υποαπασχολούνται, να κάνουν κάτι άσχετο ή να αναγκάζονται να ξενιτευτούν, ειδικά αν δεν είχαν τις «σωστές» διασυνδέσεις. Το «ελληνικό όνειρο» παραμένει, εντούτοις, ζητούμενο για πολλούς γονείς, τόσο Έλληνες και ομογενείς όσο και μετανάστες β' γενιάς.

Την ίδια φράση που έλεγαν οι γονείς στη δικιά μου γενιά την άκουσα από εικοσάχρονους φοιτητές που την επαναλάμβαναν, όπως την έλεγαν οι δικοί τους γονείς: «Μη σε νοιάζει πώς θα τα βγάλουμε πέρα, εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά εσύ θα σπουδάσεις».

Τα θέματα αυτά πραγματεύεται το Χρυσό Βραχιόλι της Σοφίας Νικολαΐδου, ένα βιβλίο που είναι ταυτόχρονα ρεπορτάζ, ιστορική μαρτυρία και αφήγημα. Στις μαρτυρίες που παραθέτει και που συγκέντρωσε σε ένα διάστημα επτά χρόνων καταθέτει και την προσωπική της, καθώς και η ίδια μεγάλωσε με αυτές τις αρχές, ενώ βοήθησε σημαντικά και η μακρά εμπειρία της ως εκπαιδευτικού.

«Το "χρυσό βραχιόλι" είναι η ειρηνική επανάσταση που συντελέστηκε στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα με όπλο τις σπουδές και τα γράμματα, που άλλαξε τη χώρα... Παρότι μέσα στα χρόνια έχουμε δει τέρατα από ανθρώπους με σπουδές και περγαμηνές, πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα υπάρχει σε πολλούς από εμάς ριζωμένη η αντίληψη ότι "τα γράμματα σε κάνουν άνθρωπο"» λέει. «Ήταν δεδομένο γι' αυτούς τους γονείς ότι τα παιδιά τους θα ζούσαν καλύτερα. Κι αυτό το "καλύτερα" δεν είχε ως πρώτιστο ζητούμενο τον πλουτισμό» συνεχίζει, κάνοντας λόγο για το «άγιο δισκοπότηρο» των σπουδών και την ιδιαίτερη σημασία του για την ελληνική κοινωνία καθώς και άλλες σε αντίστοιχη φάση, μια νοοτροπία που δεν απαντά στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, όπου οι καλές σπουδές είναι κιόλας ένα αρκετά πιο ακριβό σπορ.


Αν αντιπροτείνει κάτι; Δεν έχει, λέει, εύκολες τις συμβουλές, όμως πιστεύει ότι καθένας στη ζωή του πρέπει να κάνει εκείνο που επιθυμεί: «Για εμένα, το κριτήριο είναι το πώς ξυπνάει κανείς το πρωί. Δεν έχει να κάνει με τον φόρτο της δουλειάς. Έχει να κάνει με την όρεξη, το κέφι να κάνεις κάτι. Το κριτήριο είναι να ξυπνάς το πρωί και να θέλεις να πας στη δουλειά. Αλλιώς, είναι μαρτύριο» θα πει.

Εκείνη ευτύχησε να κάνει αυτό που ήθελε, να διδάσκει, παλιότερα στη μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος και από πέρσι στην ανώτερη (Δημιουργική Γραφή στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου). Η διδασκαλία, λέει, τη χαροποιεί και την ξανανιώνει, χαίρεται δε διπλά όταν ανταμώνει με παλιούς μαθητές της. Εκείνα που την πονάνε είναι η παθογένεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος, οι στρεβλοί νόμοι, η άπειρη γραφειοκρατία και βέβαια η ανίκητη ανθρώπινη βλακεία.

— Τι σας ώθησε να γράψετε ένα βιβλίο, το οποίο έχει περισσότερο ρεπορταζιακό παρά λογοτεχνικό χαρακτήρα;

Πριν από λίγα χρόνια, ανακάτευα στο πατρικό τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες της μαμάς μου. Εκεί, στριμωγμένο ανάμεσα στα άλμπουμ, βρήκα το απολυτήριό της. Η μαμά μου είναι γεννημένη το 1935, τελείωσε το σχολείο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότε το πρόσεξα για πρώτη φορά: τα παλιά απολυτήρια ανέγραφαν το επάγγελμα του πατέρα. Αικατερίνη Τομπαΐδου, 19 1/11, του Ευσταθίου, επάγγελμα εργάτης.

Εκείνη τη στιγμή το αποφάσισα. Είπα, θα γράψω ένα βιβλίο με αληθινές ιστορίες ανθρώπων που ήταν οι πρώτοι στην οικογένειά τους που σπούδασαν. Όλοι τους φόρεσαν το «χρυσό βραχιόλι». «Χρυσό βραχιόλι» έλεγαν στα χωριά της Μακεδονίας το πτυχίο οι παλιές γιαγιάδες. Ένα πτυχίο για το παιδί.

Για επτά χρόνια ταξίδευα στην Ελλάδα και κατέγραφα προσωπικές ιστορίες. Σε αυτό το βιβλίο τρεις γενιές Ελλήνων, η δική μας γενιά, η γενιά των γονιών μας και η γενιά των παιδιών μας, αφηγούνται την ιστορία τους και φτιάχνουν ένα μωσαϊκό από φωνές ‒ σαν τα παλιά μωσαϊκά στα σπίτια που μεγαλώσαμε. Το «χρυσό βραχιόλι» είναι η ειρηνική επανάσταση που συντελέστηκε στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα. Μια επανάσταση με όπλο τις σπουδές και τα γράμματα, που άλλαξε τη χώρα. Άνθρωποι που πάλεψαν, πήραν το «χαρτί» και άλλαξαν ζωή.

Νομίζω ότι, ακόμα και σήμερα, αν καθίσουμε σ' ένα τραπέζι και πέσει αυτό το θέμα προς συζήτηση, όλοι έχουν μια ιστορία να διηγηθούν: κάποιος γονιός, κάποιος φίλος, ένας μακρινός θείος ή εμείς. Δεν είμαι σίγουρη ότι ένας Άγγλος ή ένας Αμερικανός θα καταλάβαινε τι εσωτερικές χορδές δονεί σε έναν Έλληνα, ακόμα και σήμερα, η φράση «εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά το παιδί θα σπουδάσει».

— Ομολογώ ότι δεν γνώριζα την έκφραση «χρυσό βραχιόλι» και τη σημασία της, διαβάζοντας όμως την προσωπική σας καταρχάς εμπειρία θυμήθηκα ότι με παρόμοιο σκεπτικό ανατράφηκα κι εγώ. Πιστεύετε ότι η αντίληψη αυτή με την οποία γαλουχήθηκαν ολόκληρες γενιές είναι ακόμα ενεργή και αν ναι, είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο ή απαντά γενικότερα σε υπανάπτυκτες αλλά και αναπτυσσόμενες χώρες;

Έξω από τον χορό θα πίστευε κανείς πως όλο αυτό είναι κάτι παλιό, πως εμείς και κυρίως η νέα γενιά, τα παιδιά μας, τα έχουν ξεπεράσει αυτά. Άλλωστε, ιδίως μέσα στην κρίση, αλλά και νωρίτερα, το πτυχίο και οι σπουδές έχασαν την αίγλη τους. Δεν εξασφαλίζουν ένα επάγγελμα όπως παλιά, δεν αποτελούν εισιτήριο για τη ζωή, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που ίσχυε πριν από χρόνια. Όταν, όμως, ρωτούσα τους ανθρώπους που μου χάρισαν τις ιστορίες τους τι θα έκαναν αν το παιδί τους έλεγε ότι δεν θέλει να σπουδάσει, το ρεφρέν ήταν σχεδόν κοινό.

Όπως μου εκμυστηρεύτηκε μια συνομήλική μου στο βιβλίο: «Κοίτα, παρότι θέλω να λέω ότι δεν με νοιάζει και ότι οι σπουδές και όλα αυτά δεν έχουν καμία σημασία, αν τα παιδιά μου έλεγαν ότι δεν θέλουν να σπουδάσουν, μπορεί και να τα σούβλιζα. Αυτή είναι η αλήθεια. Δηλαδή το μέσα μου φωνάζει, θα τα σούβλιζα». Περίπου έτσι αντιδρούσαν οι περισσότεροι, όταν η συζήτηση έφτανε στα δικά τους παιδιά.

Ίσως να έχετε δίκιο. Στις υπανάπτυκτες ή στις αναπτυσσόμενες χώρες οι σπουδές σηκώνουν το ταβάνι λίγο ψηλότερα για τα παιδιά. Αυτό, νομίζω, έχει εγγραφεί στο κύτταρο της ελληνικής κοινωνίας. Και παρότι μέσα στα χρόνια έχουμε δει τέρατα από ανθρώπους με σπουδές και περγαμηνές, πιστεύω ότι ακόμα και σήμερα υπάρχει σε πολλούς από εμάς ριζωμένη η αντίληψη ότι τα «γράμματα σε κάνουν άνθρωπο».


Στα 26 χρόνια που δούλεψα ως φιλόλογος σε σχολείο είδα από κοντά γονείς που στερήθηκαν πολλά προκειμένου να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Είδα, βεβαίως, και την παθογένεια που γεννά όλο αυτό στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Σκεφθείτε το πιο απλό: όσο γίνονταν οι ενημερώσεις για τον κορωνοϊό, συζητούσαμε τα κρούσματα και τους θανάτους, πράγμα αναμενόμενο. Το επόμενο θέμα συζήτησης, κάθε φορά, ήταν οι Πανελλαδικές. Πώς θα γίνουν, πώς θα διασφαλιστεί ότι θα γίνουν. Ήμασταν μέσα στη φωτιά και το ζητούμενο μιας ολόκληρης κοινωνίας εξακολουθούσε να είναι η διενέργεια των Πανελλαδικών. Αυτό μάλλον δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να γυρίζει γύρω από το άγιο δισκοπότηρο των σπουδών.


Την ίδια φράση που έλεγαν οι γονείς στη δικιά μου γενιά την άκουσα από εικοσάχρονους φοιτητές που την επαναλάμβαναν, όπως την έλεγαν οι δικοί τους γονείς: «Μη σε νοιάζει πώς θα τα βγάλουμε πέρα, εμείς μπορεί να πεινάσουμε, αλλά εσύ θα σπουδάσεις». Θυμάμαι γονείς που έρχονταν στο σχολείο, πρώτης γενιάς μετανάστες, γονείς που ήξεραν ελάχιστα ελληνικά και αγωνιούσαν, «πείτε μας, πώς θα βοηθήσουμε το παιδί να περάσει στο πανεπιστήμιο;».

«Να σπουδάσεις παιδάκι μου, να γίνεις άνθρωπος!» Facebook Twitter
Τα παλιά απολυτήρια ανέγραφαν το επάγγελμα του πατέρα. Στη φωτογραφία το απολυτήριο της μητέρας της Σοφίας Νικολαΐδου γράφει: «Αικατερίνη Τομπαΐδου, 19 1/11, του Ευσταθίου, επάγγελμα εργάτης».

— Πώς εξηγείτε το γεγονός –καταγράφετε, άλλωστε, κι εσείς σχετικές μαρτυρίες– ότι πολλοί μετανάστες β' γενιάς στην Ελλάδα υιοθετούν επίσης αυτή την νοοτροπία για τα παιδιά τους; Ότι, αντίστοιχα, χαρακτηρίζει και τους Έλληνες ομογενείς στο εξωτερικό;

Για τους μετανάστες είναι η δικαίωση, όπως ήταν για τους πρόσφυγες παππούδες μας, όταν σπούδασαν τα δικά τους παιδιά. Στο βιβλίο υπάρχει η μαρτυρία μιας Ουκρανής καθαρίστριας, που, όταν πέρασε η κόρη της στην Ιατρική Αθηνών, πήρε στο τηλέφωνο μία-μία τις κυρίες που καθάριζε τα σπίτια τους στο Πανόραμα για να τους το πει. Και δείτε τώρα: ενώ ζούσε στη Θεσσαλονίκη και το παιδί θα μπορούσε να περάσει στην Ιατρική εκεί, η κόρη της έβαλε ως πρώτη επιλογή την Αθήνα. «Δεν έχει πιο ψηλά, γι' αυτό τη διάλεξε» μου είπε η μάνα.


Για τους Έλληνες ομογενείς ήταν επίσης μέγα ζητούμενο οι σπουδές. Μια κοπέλα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία μου εξομολογήθηκε ότι κανένας από το σχολείο της δεν σπούδασε. Όλοι οι συμμαθητές της έβγαλαν λεφτά, «να ντρέπεσαι να ρωτήσεις πόσα βγάζουν», έτσι είπε. Οι μόνες που σπούδασαν ήταν η ίδια και μία Κύπρια συμμαθήτριά της.


Όλα αυτά θυμίζουν όσα ακούγαμε από τους γονείς μας οι καταγόμενοι από προσφυγικές οικογένειες: ήταν δεδομένο και ζητούμενο γι' αυτούς τους γονείς τα παιδιά τους να κάνουν κάτι παραπάνω, να ζήσουν καλύτερα. Κι αυτό το «καλύτερα» δεν είχε ως πρώτιστο ζητούμενο τον πλουτισμό. Αν κάποιος ήθελε να βγάλει λεφτά, υπήρχαν πιο εύκολοι και γρήγοροι τρόποι.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρωτοετείς συνωστίζονται στις καφετέριες και όχι στις σχολές. Τα παιδιά φτάνουν εξοντωμένα στο πρώτο έτος και θεωρούν ότι δικαιούνται να ξεδώσουν. Ένας φαύλος κύκλος κομμάτι του οποίου είμαστε όλοι και που δεν οδηγεί πουθενά.

— Μήπως όλη αυτή η εμμονή με τις σπουδές οφειλόταν, επίσης, στο ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε πρωτογενής παραγωγή που θα πρόσφερε άλλες ευκαιρίες επαγγελματικής και κοινωνικής καταξίωσης ενώ ήταν, ταυτόχρονα, μια συνειδητή προσπάθεια να αμβλυνθούν οι ταξικοί διαχωρισμοί; (εδώ ίσως ταιριάζει κι εκείνο το παλιό σύνθημα της ΚΝΕ «πρώτοι στα μαθήματα/πρώτοι στον αγώνα!»).

Σίγουρα ήταν πρώτα-πρώτα αυτό. Οι σπουδές εξασφάλιζαν κοινωνική κινητικότητα και οικονομική ασφάλεια, τουλάχιστον για τις προηγούμενες γενιές. Ολόκληρος ο χάρτης της Ελλάδας άλλαξε με το «χρυσό βραχιόλι». Γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά. Τα παιδιά του χωριού μπόρεσαν να έρθουν και να εγκατασταθούν στην πόλη. Φτωχά παιδιά μπόρεσαν να αποκτήσουν αξιοσέβαστο επάγγελμα και άνετη ζωή.

— Είναι, νομίζω, μια νοοτροπία που χαρακτηρίζει κυρίως την επαρχία (αλλά και τις λαϊκές συνοικίες των μεγάλων πόλεων). Για τα επαρχιωτόπουλα που έρχονται στην Αθήνα η επιτυχία θεωρείται μονόδρομος, δεν διανοούνται μια άδοξη επιστροφή στο πατρικό, γι' αυτό αποδεικνύονται πολύ πιο αποφασισμένα να «προκόψουν» απ' ό,τι τα παιδιά που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην πρωτεύουσα.

Ένας επιχειρηματίας, γιος βοσκού, λέει κάποια στιγμή στο βιβλίο ότι «η επαρχία είναι ένα σοκ. Τα θέλει όλα ίσια. Ήθελα όσο τίποτα να φύγω από το χωριό. Και ο μόνος τρόπος ήταν να ξεχωρίσω και να φύγω. Αυτή ήταν στην αρχή η δύναμή μου». Από την άλλη, υπήρχαν και τα παιδιά της μικροαστικής τάξης, που κι αυτά μεγάλωσαν με το δεδομένο ότι πρέπει να σπουδάσουν.

Βέβαια, τουλάχιστον αυτό φαίνεται σε αρκετές από τις ιστορίες του βιβλίου, η φτώχεια ήταν για πολλούς ελατήριο. Τους τίναξε ψηλά. Όπως αναφέρει κι ένας ογκολόγος, γιος ξυλοκόπου που δεν είχε πάει στο σχολείο και δεν ήξερε καθόλου γράμματα: «Αυτό που φαινόταν στην αρχή μειονέκτημα, ότι δεν είχαμε κύκλο και διασυνδέσεις, μπορεί να ήταν τελικά και πλεονέκτημα. Δεν υποχρεωθήκαμε κάπου».

Από την άλλη, βέβαια, όταν ο ίδιος άνθρωπος θέλησε να κάνει διδακτορικό και άρχισε να ψάχνει επιβλέποντα καθηγητή, τον ρώτησαν στην Ιατρική Σχολή: «Ποιανού παιδί είσαι εσύ; Ποιος είναι ο μπαμπάς σου;» και του είπαν ότι θέλουν να βοηθήσουν τα δικά τους παιδιά. Πάντα υπάρχει και η άλλη όψη.

«Να σπουδάσεις παιδάκι μου, να γίνεις άνθρωπος!» Facebook Twitter
Το δασκαλίκι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω, το απολαμβάνω όπως την πρώτη μέρα. Τα παιδιά στο σχολείο σχολίαζαν, «κυρία, πώς είστε τόσο γελαστή πρώτη ώρα;». Φωτο: Γιάννης Τόμτσης/LIFO

— Θυμάμαι, επίσης, ότι όταν πήγαινα λύκειο οι τεχνικές σπουδές θεωρούνταν «β' διαλογής», όλοι ήθελαν, ειδικά οι γονείς τους, να γίνουν γιατροί και δικηγόροι, όπως σωστά γράφετε. Κι αυτό παρότι τα επαγγέλματα αυτά έδειχναν από τότε σημάδια κορεσμού, ενώ οι τεχνίτες (ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί κ.λπ.), χάρη και στη «μονοκαλλιέργεια» της οικοδομής, έκαναν χρυσές δουλειές. Παρά ταύτα, κανείς δεν έλεγε στο παιδί του «γίνε ηλεκτρολόγος να 'κονομήσεις!».

Κι αυτό, δυστυχώς, εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Φταίει και το γεγονός ότι οι τεχνικές σπουδές είναι πολύ υποβαθμισμένες στη χώρα. Υπάρχει εικοσάχρονη φοιτήτρια στο βιβλίο που ομολογεί ότι οι γονείς της την πίεζαν για ΑΕΙ. Δεν θεωρούσαν τα ΤΕΙ σοβαρές σπουδές και αυτός ήταν λόγος καβγάδων.

Ακόμη και σήμερα, που τα συγκεκριμένα επαγγέλματα «τρίζουν» και είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν χαρίζουν επαγγελματική αποκατάσταση όπως παλιά, οι γονείς επιμένουν στο τρίπτυχο γιατρός-δικηγόρος-μηχανικός. Από τη Θεία από το Σικάγο μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολλά τελικά.

— Είναι, όμως, μόνο ο απλός κόσμος υπεύθυνος γι' αυτή την εμμονή με το «χρυσό βραχιόλι» ή μήπως την ενθάρρυναν και οι πολιτικοί και πνευματικοί του ταγοί αλλά και το εκπαιδευτικό μας σύστημα;

Δεν απαντάται εύκολα αυτό. Η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα; Αυτό που μπορώ να σας πω –και δεν είναι καμιά σοφία, όλοι το ξέρουμε, ιδίως όσοι έχουμε περάσει από την αρένα της τάξης, αλλά και οι γονείς και οι μαθητές‒ είναι ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ιδίως στο λύκειο, λειτουργεί σαν μηχανή του κιμά. Διαλύει τα παιδιά, επιμένει στην αποστήθιση, είναι παλαιολιθικό. Κι αυτό έχει τα απότοκά του: δεν είναι τυχαίο ότι οι πρωτοετείς συνωστίζονται στις καφετέριες και όχι στις σχολές. Τα παιδιά φτάνουν εξοντωμένα στο πρώτο έτος και θεωρούν ότι δικαιούνται να ξεδώσουν. Ένας φαύλος κύκλος κομμάτι του οποίου είμαστε όλοι και που δεν οδηγεί πουθενά.

— Η κατάσταση αυτή σίγουρα δημιούργησε μια υπερπαραγωγή πτυχιούχων με αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον, καθότι η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένη, μήπως όμως συνέβαλε στο να ανέβει σημαντικά το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού; Αληθεύει, επίσης, ότι ακριβώς αυτοί οι «σπουδαγμένοι άνεργοι (ή απολυμένοι)», όσοι τουλάχιστον δεν ξενιτεύτηκαν, πρωταγωνίστησαν στα νεολαιίστικα πολιτικά κινήματα που δημιούργησε η κρίση του '09;

Έτσι όπως τα λέτε είναι. Υπερπαραγωγή πτυχιούχων με αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον. Όμως, ακόμα και οι εικοσάχρονοι που μου χάρισαν τις ιστορίες τους, μολονότι σχεδόν όλοι τους δούλευαν για να σπουδάσουν, αναγνώρισαν πως οι σπουδές είναι ένα παράθυρο στον κόσμο. Ότι ανοίγουν το μυαλό και προσφέρουν εμπειρίες που δεν θα τις ζούσαν διαφορετικά.

Οπότε, ναι, θα συμφωνήσω ότι σίγουρα συνέβαλε στο να ανεβεί σημαντικά το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού και αυτό είναι, όπως και να το κάνουμε, σπουδαίο. Σίγουρα κάποιοι από αυτούς πρωταγωνίστησαν στα νεολαιίστικα κινήματα, όπως ακριβώς έγινε και με την προηγούμενη γενιά. Στο βιβλίο υπάρχουν οι αντίστοιχες μαρτυρίες.


— Θαρρώ ότι το ζητούμενο των παλαιότερων γενιών δεν ήταν απλώς να «σπουδάσεις» για να μπορείς να βγάζεις λεφτά αλλά να «γίνεις άνθρωπος». Ότι δηλαδή προσδοκούσαν όχι μόνο μια επιτυχημένη επαγγελματική καριέρα αλλά και την καλλιέργεια, τον «εξανθρωπισμό» των γόνων τους.

Πιστεύω ότι πίσω από τις ιστορίες του βιβλίου ακούγεται ένα μουρμούρισμα που χάνεται σιγά-σιγά. Είναι αυτό που πίστευαν οι παλιοί, ότι τα «γράμματα σε κάνουν άνθρωπο». Προσέξτε, δεν έλεγαν το πτυχίο, δεν έλεγαν οι σπουδές, έλεγαν τα γράμματα. Αυτή η φράση εμένα με συγκινεί ακόμη βαθιά.

«Να σπουδάσεις παιδάκι μου, να γίνεις άνθρωπος!» Facebook Twitter
Ακόμη και σήμερα, που τα συγκεκριμένα επαγγέλματα «τρίζουν» και είναι γνωστό τοις πάσι ότι δεν χαρίζουν επαγγελματική αποκατάσταση όπως παλιά, οι γονείς επιμένουν στο τρίπτυχο γιατρός-δικηγόρος-μηχανικός. Από τη Θεία από το Σικάγο μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολλά τελικά. Φωτο: Γιάννης Τόμτσης/LIFO

— Ποια αφήγηση σας εντυπωσίασε περισσότερο και γιατί; Αν, πάλι, το ιδεολόγημα «οι σπουδές πρώτα και πάνω απ' όλα», με το οποίο μεγαλώσαμε, έχει πλέον ξεφτίσει, ποιο θα μπορούσε να το αντικαταστήσει; Τι θα συμβουλεύατε εσείς ένα νέο παιδί να κάνει στη ζωή του, ώστε να «προκόψει»;

Για εμένα όλες οι αφηγήσεις είναι σπαρταριστές. Ζεστή ζωή. Άλλοτε ζωή σαν μυθιστόρημα, άλλοτε αφήγηση με υπόκαυστη θέρμη. Ατόφιες αλήθειες ανθρώπων που βρέθηκαν σε σταυροδρόμια, είχαν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες, έπρεπε να πάρουν αποφάσεις σε μια εποχή που όλοι τους διαμόρφωναν ταυτότητα και γίνονταν ο εαυτός τους. Οι ιστορίες τους έχουν τη γοητεία του ορυκτού λόγου. Έτσι όπως συναρμόζονται μας δίνουν την εικόνα μιας χώρα και μιας εποχής, που είναι η εποχή μας.

Αν σώνει και ντε έπρεπε να επιλέξω κάποια, για απολύτως προσωπικούς λόγους θα επέλεγα την ιστορία της μαμάς μου. Είναι τα παιδικά μου χρόνια, είναι η ιστορία που έχω ακούσει τις περισσότερες φορές. Μέσα στην Κατοχή, ο παππούς στη φυλακή, να στέλνει γράμματα στη γιαγιά και να λέει: «Δεν θα τα στείλεις τα παιδιά στα χωράφια, δεν θα τα σταματήσεις από το σχολείο. Τα παιδιά θα σπουδάσουν». Εγώ μ' αυτές τις ιστορίες μεγάλωσα.


Δεν έχω εύκολες τις συμβουλές. Αυτό που πιστεύω όμως βαθιά, γιατί το έχω δει στην πράξη χίλιες φορές, είναι ότι στη ζωή πρέπει να κάνει κανείς αυτό που θέλει. Αν κάτι σου αρέσει, δεν είναι αγγαρεία. Γίνεσαι καλός, είσαι καλός. Δεν βαρυγκομάς. Για εμένα, το κριτήριο είναι το πώς ξυπνάει κανείς το πρωί. Δεν έχει να κάνει με τον φόρτο της δουλειάς. Έχει να κάνει με την όρεξη, το κέφι να κάνεις κάτι. Το κριτήριο είναι να ξυπνάς το πρωί και να θέλεις να πας στη δουλειά. Αλλιώς, είναι μαρτύριο.

— Τι θα κρατούσατε από τα χρόνια που διδάσκατε στη μέση εκπαίδευση; Τι σας πόνεσε και τι σας χαροποίησε πιο πολύ; Κρατάτε επαφές με πρώην μαθητές σας και αν ναι, τι σας λένε;

Η φιλολογία ήταν η πρώτη μου επιλογή. Αυτό ήθελα να σπουδάσω και το σπούδασα. Το δασκαλίκι ήταν αυτό που ήθελα να κάνω, το απολαμβάνω όπως την πρώτη μέρα. Τα παιδιά στο σχολείο σχολίαζαν, «κυρία, πώς είστε τόσο γελαστή πρώτη ώρα;». Παρότι δεν είμαι και ο πιο πρωινός τύπος, με το πού έμπαινα στην τάξη, το διασκέδαζα. Το ίδιο και τώρα, που διδάσκω στο πανεπιστήμιο.

Αυτό που μένει είναι η συνωμοσία της τάξης, η χαρά της ανθρώπινης επαφής. Η χαρά της γνώσης. Γιατί και ο δάσκαλος μαθαίνει από τους μαθητές, δεν γίνεται αλλιώς. Κι αυτό, νομίζω, μας κρατάει ζωντανούς. Η διδασκαλία είναι από τις δουλειές που χαρίζουν νιάτα.


Αυτό που πονάει είναι αυτό που ξέρουμε όλοι. Η παθογένεια του εκπαιδευτικού συστήματος. Το ότι τα παιδιά δεν αγαπούν το σχολείο πια, που σημαίνει ότι κάτι δεν κάνουμε εμείς καλά. Χάνεται η χαρά της γνώσης, η αίσθηση ότι το σχολείο είναι ένα μέρος όπου θέλεις να πας όχι γιατί σε υποχρέωσαν, αλλά γιατί σου ανοίγει ένα παράθυρο και παίρνεις αέρα. Γιατί σου δίνει γνωστικά εργαλεία για τη ζωή.

Δεν λέω ότι δεν υπάρχουν αυτές οι στιγμές, αλίμονο, αλλά δεν είναι ο κανόνας πια. Όποιον εκπαιδευτικό και να ρωτήσετε θα σας το πει: όλες οι αποφάσεις, τα διατάγματα, οι νόμοι που αφορούν την εκπαίδευση, παίρνονται από ανθρώπους που εξαργυρώνουν διατριβές σε γραφεία. Δεν έχουν ιδέα από την εκπαιδευτική πράξη, δεν έχουν ιδέα από την εκπαιδευτική πραγματικότητα. Νόμοι που μένουν στα χαρτιά ή δένουν τα χέρια. Ο εκπαιδευτικός δεν έχει μόνο να κάνει τη δουλειά του, πολλές φορές έχει να παλέψει με χίλια δυο πράγματα, με άπειρη γραφειοκρατία ή ανθρώπινη βλακεία, προκειμένου να κάνει κάτι, ακόμα και απλό.


Και βέβαια κρατώ επαφές με τους παλιούς μου μαθητές. Μου λένε για τις σπουδές, για τη ζωή τους. Καμιά φορά, όταν πρέπει να παρθεί καμιά σοβαρή απόφαση (γέλια), κανονίζουμε ειδική συνάντηση. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να περπατάς στον δρόμο και να ακούς τη φωνή «κυρία!» και να ορμάνε να σε αγκαλιάσουν.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Το νέο τεύχος της LIFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Γκάρι Ιντιάνα δεν μένει πια εδώ 

Απώλειες / Γκάρι Ιντιάνα (1950-2024): Ένας queer ήρωας του νεοϋορκέζικου underground

Συγγραφέας, ηθοποιός, πολυτάλαντος καλλιτέχνης, κριτικός τέχνης, ονομαστός και συχνά καυστικός ακόμα και με προσωπικούς του φίλους, o Γκάρι Ιντιάνα πέθανε τον περασμένο μήνα από καρκίνο σε ηλικία 74 ετών.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Τζούλια Τσιακίρη

Οι Αθηναίοι / Τζούλια Τσιακίρη: «Οι ταβερνιάρηδες είναι ευεργέτες του γένους»

Με διαλείμματα στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, έχει περάσει όλη της τη ζωή στο κέντρο της Αθήνας - το ξέρει σαν την παλάμη της. Έχει συνομιλήσει και συνεργαστεί με την αθηναϊκη ιντελεγκέντσια, είναι άλλωστε κομμάτι της. Εδώ και 60 χρόνια, με τη χειροποίητη, λεπτολόγα δουλειά της στον χώρο του βιβλίου και με τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» ήξερε ότι δεν πάει για τα πολλά. Αλλά δεν μετανιώνει για τίποτα απ’ όσα της επιφύλαξε η μοίρα «εις τον ρουν της τρικυμιώδους ζωής της».
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
«H woke ατζέντα του Μεσοπολέμου», μια έκδοση-ντοκουμέντο

Βιβλίο / Woke ατζέντα είχαμε ήδη από τον Μεσοπόλεμο

Μέσα από τις «12 queer ιστορίες που απασχόλησαν τις αθηναϊκές εφημερίδες πριν από έναν αιώνα», όπως αναφέρει ο υπότιτλος του εν λόγω βιβλίου που έχει τη μορφή ημερολογιακής ατζέντας, αποκαλύπτεται ένας ολόκληρος κόσμος βαμμένος στα χρώματα ενός πρώιμου ουράνιου τόξου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Βιβλίο / Αθηναϊκές πολυκατοικίες: Η πιο ζωντανή ιστορία της πρωτεύουσας

Μια νέα ερευνητική έκδοση του Ιδρύματος Ωνάση, ευχάριστη και ζωντανή, αφηγείται την ιστορία της πολυκατοικίας αλλά και της πόλης μας με τις μεγάλες και τις μικρότερες αλλαγές της, μέσα από 37 ιστορίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της νεωτερικότητας

Βιβλίο / Χυδαιότητα, ένα ελάττωμα της εποχής μας

Το δοκίμιο «Νεωτερικότητα και χυδαιότητα» του Γάλλου συγγραφέα Μπερτράν Μπιφόν εξετάζει το φαινόμενο της εξάπλωσης της χυδαιότητας στην εποχή της νεωτερικότητας και διερευνά τη φύση, τα αίτια και το αντίδοτό της.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
«Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Βιβλίο / «Μαθαίνεις να υπάρχεις μέσα στο γράψιμο και αυτό είναι επικίνδυνο»

Μια κουβέντα με τη Δανάη Σιώζιου, μία από τις πιο σημαντικές ποιήτριες της νέας γενιάς, που την έχουν καθορίσει ιστορίες δυσκολιών και φτώχειας και της οποίας το έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες.
M. HULOT
«Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Βιβλίο / «Τα περισσότερα περιστατικά αστυνομικής βίας εκδηλώνονται σε βάρος ειρηνικών διαδηλωτών»  

Μια επίκαιρη συζήτηση με την εγκληματολόγο Αναστασία Τσουκαλά για ένα πρόβλημα που θεωρεί «πρωτίστως αξιακό», με αφορμή την κυκλοφορία του τελευταίου της βιβλίου της το οποίο αφιερώνει «στα θύματα, που μάταια αναζήτησαν δικαιοσύνη».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ