ΕΚΕΙΝΗ Η ΜΕΡΑ στα τέλη του Γενάρη στη Βαρκελώνη, όταν άρχισε η έξοδος που θα την αποκαλούσαν «η Απόσυρση», ξημέρωσε με τόσο κρύο, που το νερό είχε παγώσει στους σωλήνες, τα οχήματα και τα ζώα έμεναν κολλημένα στον πάγο και ο ουρανός, σκεπασμένος με μαύρα σύννεφα, ήταν βυθισμένος σε βαρύ πένθος. Ήταν ένας απ' τους πιο βαρείς χειμώνες που είχαν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη. Τα φρανκικά στρατεύματα κατέβαιναν από το Τιμπιντάμπο και τον κόσμο τον έπιασε πανικός. Εκατοντάδες αιχμάλωτοι του Εθνικού Στρατού σύρθηκαν έξω απ' τα κελιά τους και τουφεκίστηκαν την τελευταία στιγμή. Στρατιώτες, πολλοί απ' αυτούς πληγωμένοι, πήραν τον δρόμο για τα σύνορα με τη Γαλλία, ενώ τον δρόμο άνοιγαν αμέτρητες χιλιάδες πολίτες, οικογένειες ολόκληρες, παππούδες, μητέρες, παιδιά, βυζανιάρικα μωρά, ο καθένας με ό,τι μπορούσε να πάρει μαζί του, κάποιοι με λεωφορεία ή φορτηγά, άλλοι με ποδήλατα, με κάρα, άλογα ή μουλάρια, η μεγάλη πλειονότητα με τα πόδια, σέρνοντας τα υπάρχοντά τους σε σάκους, μια αξιοθρήνητη πομπή απελπισμένων. Πίσω τους έμεναν τα κλειστά σπίτια και τα αγαπημένα τους αντικείμενα. Τα κατοικίδια ακολουθούσαν τα αφεντικά τους για ένα κομμάτι της διαδρομής, σύντομα όμως χάνονταν μες στη δίνη της Απόσυρσης και έμεναν πίσω.
Ο Βίκτορ Νταλμάου είχε περάσει τη νύχτα απομακρύνοντας τους τραυματίες που μπορούσαν να μεταφερθούν με τα λιγοστά διαθέσιμα οχήματα, με φορτηγά και τρένα. Κατά τις οκτώ το πρωί κατάλαβε ότι έπρεπε να ακολουθήσει τις οδηγίες του πατέρα του και να σώσει τη μητέρα του και τη Ροσέρ, αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τους ασθενείς του. Κατάφερε να εντοπίσει τον Αϊτόρ Ιμπάρα και να τον πείσει να φύγει με τις δύο γυναίκες. Ο Βάσκος είχε μια παλιά γερμανική μοτοσικλέτα με καλάθι, που ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός του τον καιρό της ειρήνης, αλλά, λόγω έλλειψης καυσίμων, είχε τρία χρόνια να τη χρησιμοποιήσει. Την είχε φυλαγμένη στο γκαράζ ενός φίλου του. Δεδομένων των περιστάσεων, αποφάσισε ότι απαιτούνταν ακραία μέτρα και έκλεψε δύο μπιτόνια βενζίνη από το νοσοκομείο. Η μοτοσικλέτα τίμησε την εξαίρετη τευτονική της τεχνολογία και, με την τρίτη προσπάθεια, πήρε μπροστά λες και δεν είχε μείνει ποτέ θαμμένη σε ένα γκαράζ. Στις δέκα και μισή ο Αϊτόρ εμφανίστηκε στο σπίτι των Νταλμάου εν μέσω ενός εκκωφαντικού θορύβου κι ενός σύννεφου καπνού από την εξάτμιση, κάνοντας με κόπο ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στο πλήθος που κατέκλυζε τους δρόμους της φυγής. Η Κάρμε και η Ροσέρ τον περίμεναν, γιατί ο Βίκτορ είχε κανονίσει να τις ειδοποιήσει. Οι οδηγίες του ήταν σαφείς: να μείνουν κοντά στον Αϊτόρ Ιμπάρα, να περάσουν τα σύνορα, και, φτάνοντας στην άλλη πλευρά, να έρθουν σε επαφή με τον Ερυθρό Σταυρό προκειμένου να βρουν κάποια Ελίζαμπεθ Άιντενμπεντς, μια νοσοκόμα εμπιστοσύνης. Αυτή θα ήταν ο σύνδεσμός τους όταν θα βρίσκονταν όλοι πια στη Γαλλία.
Οι γυναίκες είχαν αμπαλάρει ζεστά ρούχα, μερικές προμήθειες και οικογενειακές φωτογραφίες. Μέχρι την τελευταία στιγμή η Κάρμε αμφέβαλλε για το κατά πόσον ήταν αναγκαίο να φύγουν, έλεγε πως καμιά συμφορά δεν κρατάει για πάντα και ότι ίσως θα μπορούσαν να περιμένουν να δουν πώς θα ήταν τα πράγματα, δεν ένιωθε ικανή να αρχίσει μια καινούργια ζωή σε άλλο μέρος, αλλά ο Αϊτόρ τής έδωσε πειστικά παραδείγματα όσον αφορά το τι συνέβαινε όταν έρχονταν οι φασίστες. Πρώτα απ' όλα, σημαίες παντού και μια επίσημη λειτουργία στην κεντρική πλατεία, όπου ήταν υποχρεωτικό να παραστούν όλοι. Οι νικητές γίνονταν δεκτοί με ζητωκραυγές από πλήθος εχθρών της δημοκρατίας, που επί τρία χρόνια έμεναν κρυμμένοι στην πόλη, και από πολλούς άλλους που, παρακινημένοι απ' τον φόβο τους, παρίσταναν ότι χαίρονταν και ότι ποτέ τους δεν είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση. Πιστεύουμε στον Θεό, πιστεύουμε στην Ισπανία, πιστεύουμε στον Φράνκο. Αγαπάμε τον Θεό, αγαπάμε την Ισπανία, αγαπάμε τον Στρατηγό μας Φρανσίσκο Φράνκο. Ύστερα άρχιζαν οι εκκαθαρίσεις. Πρώτα έπιαναν τους μαχητές, αν έβρισκαν κανέναν, σε όποια κατάσταση κι αν ήταν, κι ανθρώπους που τους είχαν καταδώσει άλλοι ως συνεργάτες ή ύποπτους για κάποια δραστηριότητα που θεωρούνταν αντιισπανική ή αντικαθολική, κατηγορία που συμπεριλάμβανε μέλη συνδικάτων, κομμάτων της Αριστεράς, πιστούς άλλων θρησκευμάτων, αγνωστικιστές, μασόνους, καθηγητές, δασκάλους, επιστήμονες, φιλοσόφους, μελετητές της εσπεράντο, ξένους, Εβραίους, Τσιγγάνους και πάει λέγοντας – ο κατάλογος ήταν ατελείωτος.
Εκατοντάδες χιλιάδες πανικόβλητοι πρόσφυγες έφευγαν για τη Γαλλία, όπου τους περίμενε μια εκστρατεία τρόμου και μίσους.
«Τα αντίποινα είναι σκληρά, σενιόρα Κάρμε. Το ξέρετε ότι παίρνουν τα παιδιά από τις μητέρες και τα βάζουν σε ορφανοτροφεία καλογριών για να τα κατηχήσουν στη μόνη αληθινή πίστη και να τους ενσταλάξουν τις αξίες της πατρίδας;»
«Τα δικά μου παιδιά είναι πια μεγάλα για κάτι τέτοιο».
«Μόνο για παράδειγμα σας το λέω. Αυτό που θέλω να καταλάβετε είναι πως δεν έχετε άλλη λύση απ' το να έρθετε μαζί μου – θα σας εκτελέσουν επειδή μαθαίνατε γράμματα στους επαναστάτες και δεν πηγαίνατε στην εκκλησία».
«Κοιτάξτε, νεαρέ, είμαι πενήντα τεσσάρων ετών και βήχω σαν φθισική. Δεν πρόκειται να ζήσω πολύ ακόμα. Τι ζωή με περιμένει στην εξορία; Προτιμάω να πεθάνω στο σπίτι μου, στην πόλη μου, με Φράνκο ή χωρίς».
Ο Αϊτόρ πέρασε άλλο ένα τέταρτο της ώρας προσπαθώντας, μάταια, να την πείσει, μέχρι που τελικά μπήκε στη μέση η Ροσέρ.
«Ελάτε μαζί μας, δόνια Κάρμε, γιατί εγώ και το εγγόνι σας σάς χρειαζόμαστε. Μετά από λίγο καιρό, όταν θα έχουμε τακτοποιηθεί και θα ξέρουμε πώς είναι τα πράγματα στην Ισπανία, μπορείτε να γυρίσετε πίσω, αν θέλετε».
«Εσύ είσαι πιο δυνατή και ικανή από μένα, Ροσέρ. Θα τα καταφέρεις μια χαρά και μόνη σου. Μην κλαις, κορίτσι μου...»
«Μα πώς να μην κλαίω; Τι θα κάνω χωρίς εσάς;»
«Καλά, να ξέρεις όμως ότι το κάνω για χάρη σου και για το μωρό. Αν εξαρτιόταν από μένα, θα έμενα εδώ, και ό,τι βρέξει ας κατεβάσει».
«Αρκετά, κυρίες μου, πρέπει να φύγουμε τώρα» επέμενε ο Αϊτόρ.
«Και οι κότες;»
«Αμολήστε τες, κάποιος θα τις μαζέψει. Πάμε, είναι ώρα να φύγουμε».
Η Ροσέρ ήθελε να ταξιδέψει καβάλα στη μηχανή πίσω απ' τον Αϊτόρ, αλλά η Κάρμε κι εκείνος την έπεισαν να καθίσει στο καλάθι, όπου υπήρχε μικρότερος κίνδυνος να συμβεί κάτι στο μωρό ή να πάθει καμιά αποβολή. Η Κάρμε, τυλιγμένη σε κάμποσα γιλέκα και μια εσάρπα από μαύρο μάλλινο ύφασμα, αδιάβροχο και βαρύ σαν χαλί, ανέβηκε στο πίσω κάθισμα. Ήταν τόσο ελαφριά, που χωρίς την εσάρπα μπορεί και να την έπαιρνε ο αέρας. Προχωρούσαν πολύ αργά, παρακάμπτοντας τον κόσμο, άλλα οχήματα και υποζύγια, γλιστρώντας στον λασπωμένο δρόμο και αμυνόμενοι απέναντι στους απελπισμένους που ήθελαν να σκαρφαλώσουν με το ζόρι στη μηχανή.
Η έξοδος από τη Βαρκελώνη αποτελούσε ένα τραγικό θέαμα, με χιλιάδες ανθρώπους να τρέμουν απ' το κρύο σε μια άτακτη φυγή που σιγά σιγά έγινε μια αργή λιτανεία που πορευόταν στον ρυθμό των ακρωτηριασμένων, των τραυματιών, των γέρων και των παιδιών. Οι ασθενείς των νοσοκομείων που μπορούσαν να κινηθούν ενώθηκαν με το πλήθος που έφευγε, άλλοι θα μεταφέρονταν με τρένα μέχρις όπου ήταν δυνατόν, οι υπόλοιποι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα μαχαίρια και τις ξιφολόγχες των Μαυριτανών. Σύντομα άφησαν την πόλη πίσω τους και βρέθηκαν στην ύπαιθρο. Οι αγρότες έφευγαν απ' τα μικρά χωριά, κάποιοι με τα ζώα τους ή με κάρα γεμάτα σάκους, κι ανακατεύονταν με το κινούμενο πλήθος. Όσοι είχαν κάποιο αντικείμενο αξίας, το αντάλλασσαν με μια θέση σε κάποιο από τα ελάχιστα οχήματα – τα χρήματα δεν είχαν πια καμία αξία. Τα μουλάρια και τα άλογα λύγιζαν από το βάρος των κάρων και πολλά έπεφταν αγκομαχώντας. Τότε οι άντρες ζεύονταν το χαλινάρι και τραβούσαν, ενώ οι γυναίκες έσπρωχναν από πίσω. Τα πράγματα που κανένας δεν μπορούσε πια να κουβαλήσει έμεναν στον δρόμο, από βαλίτσες μέχρι έπιπλα, όπως επίσης έμεναν όπου έπεφταν οι νεκροί και οι τραυματίες, γιατί κανένας δεν στεκόταν να τους βοηθήσει. Η ικανότητα για συμπόνια είχε εξαφανιστεί, ο καθένας φρόντιζε για τον εαυτό του μονάχα και για τους δικούς του. Τα αεροπλάνα της Λεγεώνας Κόνδωρ πετούσαν χαμηλά, σπέρνοντας τον θάνατο και αφήνοντας στο πέρασμά τους ένα ποτάμι αίμα, ανακατεμένο με τη λάσπη και τον πάγο. Πολλά από τα θύματα ήταν παιδιά. Το φαγητό ήταν λιγοστό. Οι πιο προνοητικοί είχαν πάρει μαζί τους προμήθειες, που τους έφτασαν για μια-δυο μέρες, οι υπόλοιποι υπέμεναν την πείνα, εκτός κι αν κανένας αγρότης ήταν διατεθειμένος να κάνει ανταλλαγή με τρόφιμα. Ο Αϊτόρ καταριόταν τον εαυτό του που είχε αφήσει πίσω τις κότες.
Εκατοντάδες χιλιάδες πανικόβλητοι πρόσφυγες έφευγαν για τη Γαλλία, όπου τους περίμενε μια εκστρατεία τρόμου και μίσους. Κανένας δεν ήθελε εκείνους τους ξένους, τους κόκκινους, απαίσια πλάσματα, βρόμικα, δραπέτες, λιποτάκτες, εγκληματίες, όπως τους αποκαλούσε ο Τύπος, που θα έφερναν επιδημίες, θα διέπρατταν κλοπές και βιασμούς και θα συνεργούσαν σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Εδώ και τρία χρόνια ερχόταν ένας περιορισμένος αριθμός Ισπανών που το έσκαγαν από τον πόλεμο, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί με ελάχιστη συμπάθεια, αλλά διασκορπίζονταν σε όλη τη χώρα και ήταν σχεδόν αόρατοι. Με την ήττα των Δημοκρατικών υπέθεταν πως η ροή θα αυξανόταν· οι Αρχές περίμεναν έναν αόριστο αριθμό προσφύγων, το πολύ δέκα ή δεκαπέντε χιλιάδες, αριθμός που ανησυχούσε τη γαλλική Δεξιά. Κανένας δεν φανταζόταν πως μέσα σε λίγες μέρες θα υπήρχαν σχεδόν μισό εκατομμύριο Ισπανοί σε κατάσταση απόλυτης σύγχυσης, φόβου και εξαθλίωσης, μαζεμένοι στα σύνορα. Η πρώτη αντίδραση από την πλευρά των Γάλλων ήταν να κλείσουν τα συνοριακά περάσματα, μέχρι να συμφωνήσουν οι Αρχές όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια