Η πρώτη φορά που ο Μάκης Μαλαφέκας αποπειράθηκε να γράψει βιβλίο ήταν πολύ μικρός, παιδάκι. Το «Σούπερ βιβλίο» το έγραψε σε ένα τετράδιο αντιγραφής «Διεθνές», όπου στη μισή σελίδα ζωγράφιζε τέρατα και στη μισή έγραφε, ως ημερολόγιο, ιστορίες και διαλόγους.
Μετά τις σπουδές του (Ιστορία της Τέχνης και Κοινωνική Ανθρωπολογία) και τα κείμενά του στο «9», το περιοδικό κόμικς της «Ελευθεροτυπίας», άρχισε να ασχολείται με τη μετάφραση και να γράφει ξανά βιβλία. Από το 2011 που κυκλοφόρησε τα «Λήμματα από την εποχή της κρίσης» μέχρι τη «Μεσακτή», που μόλις κυκλοφόρησε, μεσολάβησαν «Η απόλυτη μειοψηφία», ο «Μάιλς Ντέιβις» (ένα βιβλίο για τον θρύλο της τζαζ) και το «Δε λες κουβέντα».
Ο Μιχάλης Κρόκος, ο χαρακτηριστικός και αναγνωρίσιμος πλέον ήρωάς του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο «Δε λες κουβέντα», με σκηνικό την Αθήνα την εποχή της Documenta, κινούμενος ανάμεσα σε καλλιτέχνες, χίπστερ και νουάρ γυναίκες, από τα Εξάρχεια μέχρι τη Φυλής. Το ξεκάθαρα αθηναϊκό μυθιστόρημα (που ο ίδιος χαρακτηρίζει pulp) περιέγραφε με κυνικό τρόπο αλλά και χιούμορ την πόλη και τους ανθρώπους της, ξεκινώντας τις περιπέτειες του Κρόκου που συνεχίζονται στη «Μεσακτή».
Στο νέο του βιβλίο ο Μιχάλης Κρόκος προσπαθεί να εκδώσει το pulp μυθιστόρημα που έγραψε για την Documenta της Αθήνας, ενώ ταυτόχρονα παλεύει να επιβιώσει στο καυτό καλοκαίρι του υπερτουρισμού και του Airbnb. Ένας παλιός φίλος, εκδότης περιοδικού, τον στέλνει στην Ικαρία, απ' όπου ο Κρόκος έχει μακρινή καταγωγή, για να του γράψει μια ελαφριά ιστορία με σέρφερ και παραλιακά μπαρ. Εκεί ο συγγραφέας θα έρθει αντιμέτωπος με όλες τις φυλές του ελληνικού καλοκαιριού, θα ερωτευτεί την εθιστική φωτογραφία μιας άγνωστης γυναίκας στο εξοχικό όπου φιλοξενείται και θα γίνει ο αυτόπτης μάρτυρας του ανεξήγητου πνιγμού της.
Ένας παλιός φίλος, εκδότης περιοδικού, τον στέλνει στην Ικαρία, απ' όπου ο Κρόκος έχει μακρινή καταγωγή, για να του γράψει μια ελαφριά ιστορία με σέρφερ και παραλιακά μπαρ. Εκεί ο συγγραφέας θα έρθει αντιμέτωπος με όλες τις φυλές του ελληνικού καλοκαιριού, θα ερωτευτεί την εθιστική φωτογραφία μιας άγνωστης γυναίκας στο εξοχικό όπου φιλοξενείται και θα γίνει ο αυτόπτης μάρτυρας του ανεξήγητου πνιγμού της.
«Αν το "Δε λες κουβέντα" είχε στοιχεία διασκευής pulp από Μπουκόφσκι, Ρέιμοντ Τσάντλερ και Ντάσιελ Χάμετ, η "Μεσακτή" έχει στοιχεία διασκευής από Ντε Πάλμα του '80, το "Διχασμένο Κορμί" και το "Blow Out"» λέει μέσα στη φασαρία της Χαριλάου Τρικούπη, λίγα μέτρα από το σημείο όπου διαδραματίζονται τα βιβλία του (την οδό Ασκληπιού, εκεί μένει ο ίδιος, όπως και ο Κρόκος). Έχουμε ξεκινήσει την κουβέντα σχολιάζοντας τον Μεγάλο Περίπατο και την εικόνα που έχει το κέντρο αυτή τη στιγμή.
«Αυτό που δεν σκέφτηκε ο δήμαρχος είναι να βάλει πάνω στους φοίνικες ηχεία, να έχει η Αθήνα ένα διαρκές μπιτάκι που να βγαίνει απ' τις καρύδες – υποθέτοντας ότι είναι κοκοφοίνικες ή προσομοίωση κοκοφοίνικα, γιατί μοιάζουν ξεφούσκωτοι» λέει. «Έτσι θα είμαστε όλοι σε ένα συνεχές hype. Το μπιτ θα πέφτει λίγο τη νύχτα, αλλά δεν θα σταματάει ποτέ τελείως, και ταυτόχρονα θα γίνεται χορήγηση Xanax ελεύθερα, απ' τις βρύσες. Γιατί πάμε σε ένα tourist friendly σκηνικό γενικότερα.
Πώς είναι οι διαφημίσεις που ένας τουρίστας χάνεται κάπου στη νότια Κρήτη και τον βρίσκει ο fake local τριαντάρης –που δεν μπορεί να είναι έτσι, με αυτό το μουστάκι– και του λέει "καλωσήλθες, να σε βοηθήσω;". Αυτό προωθείται με έναν άρρωστο τρόπο, σαν ανθρωπότυπος, μέσα στην πόλη. Γινόμαστε σταδιακά μια Καραϊβική του '50, μια παιδική χαρά για τουρίστες. Αλλά, φέτος, χωρίς τουρίστες...».
— Αυτολογοκρίνεσαι ποτέ; Φαίνεται ότι όλο και περισσότερος κόσμος το κάνει τελευταία.
Εγώ προσπαθώ αυτό να μην το σκέφτομαι καθόλου. Βλέπεις, ανήκω στη γενιά της τηλεόρασης και έχω εμπεδώσει, χωρίς να μου το πει κανείς, το ότι πρέπει να δαγκώνω τη γλώσσα μου και να αυτολογοκρίνομαι. Όποτε μου συμβαίνει αυτό, όμως, λέω όχι. Αυτό, εφόσον ήθελες να το βάλεις, πρέπει να το βάλεις, γιατί σου έχουν παίξει κάποια κομπίνα εδώ πέρα.
Στο «Δε λες κουβέντα», όπου η αφήγηση είναι επίσης σε πρώτο πρόσωπο, σε κάποιο σημείο που ο ήρωας βλέπει μια οικογένεια Τσιγγάνων, λέει «γύφτοι». Εκεί σκέφτηκα ότι έπρεπε να γράψω «Τσιγγάνοι» ή «Ρομά», αλλά είμαστε στην εσωτερική αφήγηση, μέσα στην απόλυτη υποκειμενικότητα ενός τύπου που βιάζεται, που τρέχει και σκέφτεται με τις δικές του λέξεις, και ότι, προφανώς, αυτήν τη λέξη θα την πει χωρίς να είναι κακοπροαίρετος. Και κράτησα τους «γύφτους». Όπως κάποιος, νωρίτερα, λέει «ο τάδε είναι χρυσαυγίτης, αλλά είναι καλό παιδί», χωρίς να κάτσει να το κρίνει και να πει «μα, αυτό δεν γίνεται».
— Είναι πιο εύκολο να δεχτείς κάποια πράγματα σε ένα έργο τέχνης, σε ένα βιβλίο, αλλά δημοσιογραφικά δεν μπορείς να το κάνεις, θα γίνει χαμός από σχόλια, ακόμα και αν δεν εννοείς αυτό που γράφεις.
Ναι, αυτό έχει τελειώσει. Κι αν κάποιος το κάνει, τον τοποθετείς σε ένα συγκεκριμένο μέρος και τέλος. Αυτό η δική σου γενιά το ξέρει καλύτερα πώς συνέβη, γιατί εμείς μεγαλώσαμε βρίσκοντάς τα έτοιμα αυτά. Ξώφαλτσα τα θυμάμαι κι εγώ, αλλά εσύ μπορείς να θυμηθείς ξεκάθαρα ότι πριν δεν συνέβαινε αυτό και τώρα έχει εμπεδωθεί ότι έτσι πάει. Άρα ξέρεις και περίπου πώς συνέβη, τη διαδικασία. Πώς κατασκευάζεται η αυτολογοκρισία, πώς φτάνεις να ξέρεις από μόνος σου μέχρι πού μπορείς να πας.
Αυτό που βλέπω εγώ είναι ότι έχεις γίνει τελικά ένα είδος cyborg κι έχει μπει μέσα στη σάρκα σου η έννοια της εξουσίας. Γνωρίζεις ότι είσαι μέρος ενός σχεδίου εξουσίας, ενός άλλου παράγοντα, ενός στοιχείου έξω από εσένα και ότι πρέπει να τα πας καλά. Ότι αν δεν τα πας καλά, αυτό θα έχει σοβαρές επιπτώσεις. Κι αυτό το ξέρεις σχεδόν οργανικά. Είναι τρομακτικό αν το σκεφτείς...
— Είναι εφιαλτικό να μην μπορείς να πεις αυτό που θέλεις. Την καραντίνα πού την πέρασες;
Στις Βρυξέλλες. Πλήρωσαν διάφορα λάθη οι Βέλγοι οι κακόμοιροι, πρώτα τις μαλακίες των Ολλανδών με την ανοσία της αγέλης, που βέβαια την πήραν πίσω μετά από 15 μέρες. Αυτές οι 15 μέρες αρκούσαν όμως, κι έτσι ο ιός χτύπησε πρώτα στη Φλάνδρα, στα σύνορα, στην Αμβέρσα δηλαδή. Μετά πλήρωσαν και τις μαλακίες των Γάλλων, άλλου είδους μαλακίες, αλλά κι αυτές χοντρές. Όταν έκαναν lockdown, ανακοίνωσαν την Πέμπτη ότι την Κυριακή κλείνουμε. Και είχε ο άλλος τρεις μέρες περιθώριο, και μάλιστα Σαββατοκύριακο, να το γιορτάσει. Και είπαν «ωραία, θα κάνουμε πάρτι καραντίνας παντού, σε όλη την πόλη» και όπου πήγαινες, σε κάθε μπαράκι και κάθε μπαλκόνι, έβλεπες πάρτι. Έκανε και κρύο εκείνο το Σαββατοκύριακο και κλείστηκαν σε εσωτερικούς χώρους. Αναρωτιόσουν: «Τι κάνουν;». Και μετά από 15 μέρες άρχισε το μακελειό.
Το Βέλγιο έχει τον χειρότερο απολογισμό στον κόσμο ανά κεφαλή, πέθαναν ένας στους 1.000, με έναν πληθυσμό αντίστοιχο με τον δικό μας. Τον πρώτο μήνα έγραφα τη «Μεσακτή», την τελείωνα, και δεν πολυκατάλαβα τι έγινε, ήταν ok. Τον δεύτερο μήνα μάσησα.
— Άφησε πίσω του τίποτα όλο αυτό που ζήσαμε;
Ναι, και σίγουρα όχι αυτό που λέει ο καθένας ότι άφησε. Υπάρχει μια αθέατη πλευρά στο ζήτημα αυτό, ανομολόγητη. Αυτά που ακούγονται ότι «εγώ ξαναβρήκα τον εαυτό μου και έμαθα να φτιάχνω κάροτ κέικ» είναι βλακείες. Είναι ένα τραυματικό γεγονός, βρέθηκε ο καθένας μπροστά στον φόβο του θανάτου και κυρίως μπροστά στον φόβο του θανάτου των αγαπημένων του, το οποίο δεν εκφράζεται εύκολα.
Είναι σταθερά αυτά τα πράγματα στο ανθρώπινο πλάσμα. Άφησε και ατομικό και συλλογικό τραύμα. Αυτά, δυστυχώς, δεν βγαίνουν αμέσως, θα φανούν τον Σεπτέμβρη, τον Δεκέμβρη... Θα συνδυαστούν και με το αν θα ξανάρθει, τι θα γίνει με τα λεφτά, όλα αυτά. Και φυσικά, ναι, θα αφήσει πολλά πίσω του. Είναι ένα γεγονός παγκόσμιο.
— Δεν είναι τρομακτική η ευκολία με την οποία κατάφεραν να χειραγωγήσουν τόσο κόσμο; Μπήκε όλος ο κόσμος σε κανόνες που δεν θα έμπαινε σε καμία άλλη περίπτωση...
Κατά μία έννοια, ήταν η εκτενέστερη άσκηση κοινωνικής πειθαρχίας στην ιστορία της ανθρωπότητας με βάση το μέγεθος και την εμβέλειά της. Και, βέβαια, αυτό μας πάει σε αυτό που λέγαμε πριν για την αυτολογοκρισία. Όλοι σίγουρα συνέλαβαν τον εαυτό τους να σκέφτεται: «Κοίταξε τώρα τι μας κάνουν». Απ' την άλλη, όμως, λες «δεν μπορώ να το πω αυτό, γιατί σημαίνει ότι μπαίνω σε μια λογική συνωμοσιολογίας, ότι μας ψεκάζουν, μας ελέγχουν, και λοιπά», το οποίο έπαιξε φυσικά, κι ακόμα παίζει. Διότι αν δεν είμαστε σε κάποιο διανοητικό άκρο, δεν είμαστε καλά. Είναι και θέμα μαγκιάς.
Πάντως, σίγουρα όλοι το σκέφτηκαν, ότι «κοίταξε, μπορεί τώρα αυτό να το κάνουν για έναν καλό λόγο», αλλά το γεγονός ότι πέτυχε τόσο αναγκαστικά σε τρομάζει, σημαίνει ότι μπορεί να πετύχει και υπό άλλες συνθήκες. Κι αυτό δεν είναι συνωμοσιολογία να το λες, είναι μια λογική σκέψη.
Από τον 19ο αιώνα υπάρχει μια τέτοια κουβέντα. Στην αρχή θεωρούνταν τελείως απίθανο ότι θα μας πείσουν να πληρώνουμε φόρους. Πώς να σε πείσουν να πηγαίνεις οικειοθελώς να δίνεις τα λεφτά που έβγαλες, και μάλιστα με μια πειθαρχία φοβερή, δίνοντάς σου απλώς την ημερομηνία. Αυτό κάποτε φαινόταν επιστημονική φαντασία. Ο Θορό λέει στην «Πολιτική Ανυπακοή» ότι αν γίνει τυραννία, πρέπει να ξεκινήσουμε απ' τους φόρους. Γιατί, ναι, το ότι ο αποπάνω θα ψάχνει διαρκώς το όριο, να δει μέχρι πού μπορεί να σε πάει, είναι μια διαρκής διεργασία, εντός και εκτός ιού.
— Είναι φοβερό το ότι συνηθίζεις τα πάντα και κάποια στιγμή θεωρείς φυσιολογικό κάτι που πίστευες ακραίο. Θα μου πεις, εδώ συνηθίζεις τον θάνατο. Αν σκεφτείς, όμως, τι έχουμε ζήσει από το 2010 μέχρι σήμερα και δεν αντιδράει πλέον κανείς...
Ναι. Και είναι αποτέλεσμα μιας σειράς ασκήσεων κοινωνικής πειθαρχίας. Άμα σου έχουν πιπιλίσει το μυαλό ότι ξέρεις, αυτό είναι έτσι κι έτσι, ό,τι αντιστάσεις και να έχεις, μετά από λίγο το λες κι εσύ στον εαυτό σου.
—Το είδαμε αυτό και στην απαγόρευση των διαδηλώσεων, που παλιότερα θα είχε βγάλει πολύ κόσμο στον δρόμο, ενώ τώρα τη δεχτήκαμε σχεδόν αδιαμαρτύρητα.
Αν έλεγες το '11 ή το '12, που γινόταν της τρελής, που είχες μισό εκατομμύριο κόσμο στον δρόμο και ακομμάτιστους, να είναι ο λαός, ότι σε 8 χρόνια θα γίνει αυτό, δεν θα το πίστευε κανείς. Αυτό το βλέπουμε παντού.
Στη Γαλλία, ας πούμε, θυμάμαι, όταν πρωτοέφτασα το '97, ήρθαν τα Στάρμπακς για πρώτη φορά. Και όλοι έλεγαν σιγά να μην πιάσει η αμερικανική αλυσίδα, ειδικά στο Παρίσι, με την κουλτούρα του καφέ, που σνομπάρουν οτιδήποτε είναι αμερικανικό κ.λπ. Και μέσα σε ένα εξάμηνο είχαν φτιάξει 20 καταστήματα μέσα στο Παρίσι και οι Γάλλοι έκαναν ουρές. Τα ίδια με την απαγόρευση του καπνίσματος. Όλοι έλεγαν ότι σε χώρες όπως η Γερμανία θα πιάσει, αλλά στη Γαλλία ή την Ιταλία αποκλείεται. Σε έξι μήνες, όμως, έγινε κι αυτό. Αυτό είναι άσχετο με το αν είμαστε υπέρ ή κατά ενός μέτρου, σημασία εδώ έχει το πώς ο άλλος σε οριοθετεί και σε κατευθύνει.
— Με την Ικαρία τι σχέση έχεις;
Έχω μια «καταγωγή», που λέει και ο Κρόκος. Λίγο πιο κοντινή, γιατί αυτός έχει να πάει 20 χρόνια, πράγμα που φυσικά εξυπηρετεί το βιβλίο, αλλά εγώ πηγαίνω συχνά. Ήταν η γιαγιά μου απ' τον πατέρα μου Καριωτίνα και Κρόκος είναι το ικαριώτικο όνομα της οικογένειας.
— Πόσο από τον Μάκη έχει ο Κρόκος;
Έτσι όπως τον έχω φανταστεί, είναι λίγο πιο μεγάλος από μένα, ένα-δυο χρόνια, λίγο πιο σκληρός με την έννοια του περπατημένου, του μπαρουτοκαπνισμένου, και λίγο πιο αποστασιοποιημένος, πιο κυνικός. Αλλά όχι πολύ, αλλιώς τον χάνω. Από την άλλη, πρέπει να είναι διαφορετικός, αλλιώς δεν δουλεύει το alter ego.
Όταν ξεκίνησα να γράφω αυτά τα βιβλία, πήγαινε τόσο γρήγορα και έλεγα «το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να σκέφτεσαι τι θα έκανες εσύ». Έλα όμως που στο 1/3 του «Δε λες κουβέντα» αυτό ανατράπηκε. Και μου το είχε πει ο φίλος μου ο Σπαθαράκης, «θα έχεις πρόβλημα», και μου είχε εξήγησε και τι πρόβλημα: «Θα βρεθείς σε μια φάση που αυτός θα κληθεί να κάνει κάτι που εσύ δεν θα έκανες, μυθιστόρημα είναι. Τότε τι θα κάνεις;». Όντως έφτασα σε ένα τέτοιο σημείο και κόλλησα για μήνες εκεί, έλεγα «θα τα παρατήσω, δεν μπορώ να βρω τρόπο», ώσπου βρήκα έναν, ένα μαστόρεμα: σε ένα μπαλκόνι έπαιζε μουσική και ήταν ο Μαλαφέκας. Τους έκανα να συναντηθούν μέσα στο μυθιστόρημα, ώστε να ξεκολλήσουν. Και μετά έφυγε, καθάρισε το πράγμα. Δεν είναι κάτι που το είχα δει κάπου, αλλά δούλεψε. Κατά τ' άλλα, έχει πολλά στοιχεία δικά μου, της γενιάς μου, τι να λέμε;
Πρωτίστως, είσαι η εργασία σου. Εφόσον, λοιπόν, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που κάποιος μπορεί να σου πει «είμαι έτοιμος τώρα να περάσω δύο χρόνια ανεργίας, ημιαπασχόλησης, να δουλέψω γκαρσόνι, παρότι έχω PhD στη Φυσική, να είμαι σε βενζινάδικο, να είμαι ταξιτζής, μετά θα δουλέψω σε μπαρ», καταλαβαίνεις ότι αυτός ο άνθρωπος έχει γίνει λάστιχο. Και προφανώς αυτή είναι και η πολιτισμική του κατάσταση.
— Θα τον συνεχίσεις τον ήρωα; Είναι ένα πρόσωπο αναγνωρίσιμο πλέον, που θέλεις να δεις τι άλλο θα κάνει.
Το σχέδιο αυτό είναι και αυτό που λες κάπως σημαίνει ότι υπάρχει επιτυχία στην όλη δομή του πράγματος. Όπως το βλέπω τώρα, μπορεί να πάει για πέντε ή έξι βιβλία. Θα υπάρχει σίγουρα ένα επεισόδιο που θα είναι πρίκουελ, γιατί σε όλα αυτά τα βιβλία μαθαίνουμε κάποιες πληροφορίες που ποτέ δεν επεξεργαζόμαστε, πράγμα απαραίτητο. Είναι κάτι σαν γουέστερν, που ξέρουμε μόνο το όνομα του ήρωα και κάποιες φορές ούτε καν αυτό.
Θα είναι, λοιπόν, ένα πρίκουελ που θα εξηγεί διάφορα και θα εκτυλίσσεται στο Παρίσι. Θα βάλω μέσα όλη την εμπειρία των φοιτητικών μου χρόνων από μια περίοδο κοινωνικής αναταραχής, το 2004-06, που είχαν πέσει μαζί το δημοψήφισμα της Γαλλίας, η εξέγερση στα προάστια και ένα φοιτητικό κίνημα βαρβάτο που έριξε την κυβέρνηση. Και με τον Κρόκο να μην είναι ακόμα συγγραφέας.
— Γιατί λες ότι είναι pulp; Tο «Δε λες κουβέντα» ίσως είναι, στη «Μεσακτή» ο Κρόκος δεν είναι τόσο επιφανειακός.
Έχεις απόλυτο δίκιο. Η γραφή, οι φράσεις, είναι pulp, έχουν ένα στοιχείο που απεχθάνεται το επίθετο, την παρομοίωση, τον εκλεκτικισμό και την εγκεφαλικότητα. Σου λέει «άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω», δεν με ενδιαφέρει τι ένιωσες όταν έπιασες το πόμολο, τι σου θύμισε το πόμολο και δεν με ενδιαφέρουν τα παιδικά σου χρόνια. Πήξαμε στα καλολογικά στοιχεία.
Δεν έχω ζήτημα με τους όρους, εξάλλου όλες αυτές οι ορολογίες «pulp», «νουάρ», «αστυνομικό», «'30s», τελικά έχουν νόημα μόνο στο στόμα κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων, κάποιων ειδικών, για να βοηθήσει αυτόν που θα πουλήσει το βιβλίο, να ξέρει πού θα το βάλει. Τους υπόλοιπους δεν τους αφορά. Το βιβλίο μου δεν είναι νουάρ, είναι ίσως λίγο πιο πολύ pulp απ' ό,τι νουάρ. Είναι μυθιστόρημα. Ο καθένας μπορεί να το δει όπως θέλει. Ο αναγνώστης θα το βάλει στη δική του ψυχική κατηγορία, ό,τι και να λέμε εσύ κι εγώ και οποιοσδήποτε άλλος.
— Διαβάζεις τα σχόλια που γράφονται για τα βιβλία σου, τα ψάχνεις; Εννοώ τις κριτικές.
Ναι, τα διαβάζω. Έχω διαβάσει πράγματα που με έχουν εκπλήξει, που με έχουν κάνει να δω και πώς λειτουργώ εκτός συγγραφής, πράγμα που με τρόμαξε. Και με εξέπληξε πόσο καλά κριτικά πνεύματα υπάρχουν τελικά, εκεί που νόμιζα ότι ήμασταν σε μια ξεραΐλα. Δεν είναι έτσι. Απλώς πρέπει να τον πιάσει τον άλλο, να του μιλήσει στ' αλήθεια.
— Με τη σημερινή μουσική είναι ακόμα χειρότερο αυτό.
Είναι γιατί η σύγχρονη μουσική έχει μπει σε μια άλλη χρονικότητα. Έχουμε κατηγοριοποιήσει τα «παλιά» σε ένα συνεχές στο οποίο μπορείς να «επιστρέφεις», με όλη αυτήν τη ρετρό κουλτούρα προς πάσα κατεύθυνση, αυτό το απελπιστικό πράγμα. Επιβλήθηκε ένα χρονικό και ηχητικό συνεχές.
— Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει πλέον υποκουλτούρα, υπάρχει ένα μέινστριμ πράγμα που μόνο δανείζεται, δεν δανείζει στοιχεία. Σε όλη την ιστορία της σύγχρονης μουσικής η μουσική άλλαζε τον κόσμο, από τα μπλουζ πήγε στο ροκενρόλ, από κει στο ροκ των '60s, που άλλαξε τα πάντα, την αισθητική, την τέχνη, το design, τη μόδα, τη γραφιστική, ακόμα και την πολιτική και την κοινωνία, άλλαξε τον κόσμο. Αυτό κάπως ίσχυε μέχρι το 2000, από κει και πέρα σταμάτησε να επηρεάζει. Από το 2010 και μετά η μουσική τέλειωσε, δεν είναι προτεραιότητα κανενός, δεν ορίζει τίποτα στη ζωή ενός 15χρονου, πέρα από τη διασκέδαση. Η μουσική σήμερα παίρνει μόνο έτοιμα στοιχεία από παντού, δεν δανείζει τίποτα. Και οι νέες φυλές, τις οποίες αναφέρεις στο βιβλίο, δεν είναι μουσικές φυλές, όπως ήταν πιο παλιά οι πανκ ή οι μεταλλάδες, είναι πολύ πιο επιφανειακές. Ακόμα και οι σέρφερ, που μέχρι κάποια στιγμή εκπροσωπούσαν τουλάχιστον μία αισθητική, τώρα είναι απλά παιδιά που κάνουν σερφ. Εκτός θάλασσας είναι όπως όλοι οι υπόλοιποι.
Δες ποιες είναι οι μεγάλες αλλαγές που έγιναν και οδήγησαν σ' αυτό το «τέλος». Στο ραδιόφωνο αρχικά. Εκεί γύρω στο 2005-2010 μάλλον πέθανε το ραδιόφωνο. Πώς έφτασα εγώ να ακούω τζαζ και να γράψω ένα βιβλίο για τον Μάιλς Ντέιβις; Έβαλα και τον Κρόκο ως εκ τούτου να γράψει για τον Κολτρέιν. Τυχαία. Έπεσα πάνω στην τζαζ ακούγοντας ραδιόφωνο.
Μέχρι τότε ήμουν κι εγώ ταϊσμένος με μια μέση κουλτούρα ποπ-ροκ που η γενιά μας έφαγε με το κουταλάκι, με το MTV κ.λπ. Και επειδή το Παρίσι έχει δύο εξαιρετικούς σταθμούς τζαζ, έπεσα εκεί στα 22-23 μου και ξαφνικά κάτι άλλαξε. Στο φοιτητικό δωματιάκι όπου έμενα συντελέστηκε μια μεγάλη αλλαγή που δεν θα μπορούσε να έχει γίνει χωρίς το ραδιόφωνο. Δεν θα μπορούσα να μαγευτώ αν μου είχε στείλει κάποιος στο ΥouΤube μια συναυλία του Κολτρέιν. Θέλει να νιώθεις ότι συμμετέχεις σε μια συνεύρεση, η οποία γίνεται εκείνη τη στιγμή, και ότι πολλοί άλλοι κάνουν το ίδιο πράγμα μ' εσένα ταυτόχρονα. Το συμβάν δεν είναι μια στεγνή έννοια, προκύπτει για λόγους συγκεκριμένους, επειδή το μοιράζεσαι. Μπορεί να είναι και μια φαντασίωση αυτό, αλλά αν το φανταστείς σωστά, συνέβη. Έτσι γεννιέται ό,τι ήταν να γεννηθεί. Και αυτό είναι που έχει τελειώσει τώρα. Γιατί τεμαχίστηκε και τέθηκε υπό έλεγχο.
Όλα αυτά ήταν λαϊκή κουλτούρα. Τα μπλουζ, η λατινοαμερικάνικη μουσική, κάποτε και το ροκ, ήταν μια μουσική από τον λαό, από λαϊκά παιδιά, για τον λαό. Με τον αρνητικό ρόλο των εταιρειών και άλλων στοιχείων, βέβαια, αλλά δεν υπήρχε ο έλεγχος που υπάρχει τώρα. Είναι πάνω απ' όλα διανοητικός ο έλεγχος της καλλιτεχνικής παραγωγής. Έτσι ξεκινάει και εκεί καταλήγει.
— Πάντα οι μουσικοί ήταν καλλιτέχνες, τώρα είναι επιχειρηματίες. Όχι όλοι βέβαια, μην τα ισοπεδώσουμε όλα, αλλά αυτοί που κυριαρχούν ενδιαφέρονται κυρίως για τις μπίζνες και λιγότερο για το έργο τους. Παλιότερα, τη δεκαετία του '80 π.χ., υπήρχε μεγάλη ποικιλία ήχων, από τον Μπρους Σπρίνκγκστιν μέχρι τον Πρινς και τους Iron Maiden ή τους Public Enemy και τους Beastie Boys, από σόουλ μέχρι μέταλ και ηλεκτροπόπ. Σήμερα αυτό δεν υπάρχει στα τσαρτ.
Αυτό σημαίνει ότι το ίδιο το τσαρτ, ως σύστημα, δεν υπάρχει πια. Δεν το κοιτάμε, πρέπει να κοιτάς αλλού.
— Το τσαρτ δείχνει τι πουλάει και τι ακούγεται, τι αρέσει στον κόσμο, και η παλιά μουσική είναι μόνο για μεσήλικες και ηλικιωμένους, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς ακούνε αυτά που άκουγαν πάντα. Βγάζει έναν καταπληκτικό δίσκο ο Μπομπ Ντίλαν και είναι μόνο μια είδηση, σε δύο εβδομάδες εξαφανίζεται από τα τσαρτ, αυτό σημαίνει πολλά. Ότι έχουν ομογενοποιηθεί όλα.
Κι αυτό το βλέπεις μετά από λίγο στις φυσιογνωμίες των ανθρώπων, στις φάτσες τους. Αυτός κάτι μου θυμίζει, μου θυμίζει μια ταινία του '82, μου θυμίζει το «Μπρέκφαστ Κλαμπ» ο τρόπος που φοράει το τζάκετ, ή μου θυμίζει ένα βιντεοκλίπ, όλα κάτι θυμίζουν, όλα σε κάτι φέρνουν. Δεν βλέπεις κάτι καινούργιο.
— Και όσους αναφέρεις στο βιβλίο δεν τους εντοπίζεις εκτός Ικαρίας, γιατί όταν έρθουν στην πόλη γίνονται όλοι ίδιοι, δεν έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά...
Ή, αν το θέλεις, όλοι μπορούμε να είμαστε κάτι, δηλαδή όλοι έχουμε ένα 10% φασαίο, γκρούβαλο, έχουμε μια συμπεριφορά καγκούρικη, δεν υπάρχουν σαφή όρια στον καθένα. Μέσα σε αυτό το ενοποιημένο περιβάλλον, ειδικά με τους φασαίους, που είναι κι ένας όρος πολύ φλου –η φάση τους είναι η Φάση–, γουστάρουμε πάρα πολύ να τους βρίζουμε, διότι όλοι έχουμε μια τέτοια τάση. Αυτό συνέβαινε και με τους χιπστεράδες, αν θυμάσαι, που τους έβριζαν. «Μην πάμε εκεί, θα έχει χίπστερ», κι ο άλλος ήταν με μούσι και πράσινα γυαλιά. Υπάρχει ίσως κι ένας αυτοοικτιρμός μέσα σε όλα αυτά. Ένα αυτομαστίγωμα. Γιατί μυριζόμαστε το μεταμοντέρνο τέλμα, το απευχόμαστε και το ξορκίζουμε.
— Επειδή δεν έχεις τίποτα με το οποίο να ταυτιστείς για να διαφοροποιηθείς από το σύνολο, φταίει η απόλυτη ομοιογένεια και η ανυπαρξία ταυτότητας. Βγαίνεις τη νύχτα και οι 8 στους 10 είναι ίδιοι, δεν τους κατατάσσεις πουθενά, όλοι είναι λίγο από κάτι, όλοι μας, ενώ δεν συνέβαινε αυτό άλλες εποχές.
Τι είναι αυτός ο ομογενοποιημένος άνθρωπος; Είναι ένα προϊόν, κοινωνικό πάνω απ' όλα. Προτού ομογενοποιηθεί πολιτισμικά, έχει ομογενοποιηθεί κοινωνικά. Μπορεί να παίξει ανά πάσα στιγμή οποιονδήποτε ρόλο. Αυτό κάποιες εργασιακές σχέσεις το επέβαλαν, δηλαδή η ταυτότητα είναι πάνω απ' όλα αυτό που κάνεις. Και η πολιτισμική σου αναφορά προσδιορίζεται στη συνέχεια από αυτό που κάνεις. Πρωτίστως, είσαι η εργασία σου.
Εφόσον, λοιπόν, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που ο κάποιος μπορεί να σου πει «είμαι έτοιμος τώρα να περάσω δύο χρόνια ανεργίας, ημιαπασχόλησης, να δουλέψω γκαρσόνι, παρότι έχω PhD στη Φυσική, να είμαι σε βενζινάδικο, να είμαι ταξιτζής, μετά θα δουλέψω σε μπαρ», καταλαβαίνεις ότι αυτός ο άνθρωπος έχει γίνει λάστιχο. Και προφανώς αυτή είναι και η πολιτισμική του κατάσταση. Έτσι το καταλαβαίνω, για να πούμε και πώς φτάσαμε ως εδώ. Κι αυτό ακριβώς είναι ο μεταμοντερνισμός, το πολιτισμικό προϊόν μιας κατάστασης ξεχειλωμένης, κοινωνικά πάνω απ' όλα, εργασιακά, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να δείχνει ετοιμοπαράδοτος. Είσαι κάτι για 5 μέρες και μετά είσαι κάτι άλλο. Δεν έχεις πολιτισμική ταυτότητα.
— Στο Παρίσι ξεχωρίζεις φυλές;
Βέβαια. Είναι φυλετική πόλη το Παρίσι. Όταν έφτασα το '97 και έμεινα στο 11ο, κοντά στο κανάλι, ήμουν σε λαϊκή γειτονιά, με παλιά εργατικά κτίρια. Εξού και μπορούσε ένας Έλληνας 19 χρονών να ζήσει εκεί πέρα. Αν πεις τώρα ότι μένω στο Παρίσι κάπου φτηνά, εντός μεγάλου δακτυλίου, είναι ανέκδοτο. Δεν υπάρχει, έχει τελειώσει. Έχει ομογενοποιηθεί ταξικά ο χώρος. Τότε έβλεπες ακόμα λίγο το χρώμα του παλιού εργατικού Παρισιού –πέρα από τα κλισέ, αν φοράει ο άλλος τραγιάσκα ή μπερέ ή αν έχει την μπαγκέτα στη μασχάλη κι ένα μικρό σκυλάκι–, το έβλεπες στον τρόπο ομιλίας. Άκουγες ακόμα κάποια παλιά αργκό παριζιάνικα που πιάνεις μερικές φορές στις παλιές ταινίες πριν από τη nouvelle vague, στο λαϊκό σινεμά. Ευτύχησα να έχω γείτονες τέτοιους και να πάρω κάτι απ' αυτόν τον φοβερό πλούτο.
Οι φοιτητές στο Παρίσι είχαν τα στέκια τους στο κέντρο, στα πανεπιστήμια, το Μαραί ήταν σικ, αλλά μπορούσες να πας, στο Καρτιέ Λατεν ήταν τα ωραία κέντρα με τις δεσποινίδες. Ύστερα, τα περισσότερα πανεπιστήμια έφυγαν απ' το κέντρο κι εμφανίστηκαν οι «bobo» από τα αρχικά bourgeois-bohème. Το μποέμ είναι γαλλικό στοιχείο ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το έπιασαν όμως οι μεσοαστοί στα χέρια τους και το τυποποίησαν σε ένα στυλ: είσαι «μποέμ», αλλά μόνο στον βαθμό που σου το επιτρέπει το εισοδηματικό σου πλεόνασμα ως «μπουρζουά». Αγοράζεις το μποέμικο στοιχείο σου, δηλαδή χωρίς ρίσκο. Κάτι σαν τη λευκή ραπ. Αυτό ακριβώς είναι ο bobo. Είναι μια λευκή ραπ εκτός γκέτο. Θα φέρνω λίγο προς Μποντλέρ, αλλά μη χαλάσουμε και το συκώτι μας με το αψέντι, να μην πληρώσω το τίμημα. Απλώς θα έχω μια ανάλογη εσάρπα. Και, φυσικά, δεν θα γράφω τα ποιήματα που έγραφε ο Μποντλέρ.
Μετά, όταν άρχισαν να φθίνουν οι bobo, εμφανίστηκαν οι «branché». Που είναι στην πρίζα, δηλαδή, πριζωμένοι. Είναι το αντίστοιχο του hyped. Έχεις πιάσει τις τελευταίες τάσεις και το ελέγχεις. Αλλά από το 2002, και σίγουρα μετά το τέλος της εποχής Σαρκοζί, στην οποία βρισκόμαστε ακόμα –και ο Μακρόν είναι στην ουρά του κομήτη Σαρκοζί–, όλο αυτό έφερε και την αντίστοιχη ομογενοποίηση. Έγιναν όλα ακριβά, απρόσιτα, εξευγενισμένα. Έγινε ό,τι συνέβη στο ανατολικό Λονδίνο και αλλού, το gentrification που ισοπεδώνει και τις ταυτότητες.
Βέβαια, μια μεγάλη κλοτσιά σε όλο αυτό το πράγμα ήταν τα Κίτρινα Γιλέκα, που ξαφνικά μια παλιά Γαλλία, όχι χρονικά αλλά πολιτισμικά, ρίχνει μια αγενή κλοτσιά, μια ροχάλα σε όλο αυτό το ωραίο και καλοτυλιγμένο πράγμα, στο πακεταρισμένο για δώρο Παρίσι, και το χέζει. Αγενώς και με κοινωνική νομιμοποίηση. Είμαστε εμείς οι κοινωνικά αφανείς, είμαστε οι ηττημένοι, οι losers της υπόθεσης, αυτοί που είναι ένα βήμα πριν από τον αφανισμό. Φοράμε αυτό το κίτρινο πράγμα που πήραμε ένα ευρώ, που είναι για να μην μας πατήσει αμάξι στην ομίχλη, καθόλου στυλάτο, κι ερχόμαστε μες στη μούρη σου και φωνάζουμε. Αυτό ήταν φοβερά αναπάντεχο και φοβερά θετικό πράγμα που δεν ανακόπηκε ποτέ πολιτικά. Ο Covid το έσπασε, όχι ο Μακρόν.
— Άλλαξε τα πάντα;
Μας πήγε σπίτια μας. Με κάθε έννοια.
— Μας πάει και πολύ δεξιά ως κοινωνία. Η Ελλάδα έχει αρχίσει και δεξιοποιείται τα τελευταία χρόνια και ο Covid επιδείνωσε την κατάσταση. Δεν είναι απλώς «συντηρητικό» το να βλέπεις τον ξένο ως παρείσακτο και απειλή.
Η αλλαγή αυτή είναι μια εσωτερίκευση της ήττας. Πολιτικά είναι δεξιοποίηση, αλλά στην ουσία εκείνη τη στιγμή έχεις καταλάβει ότι ως κοινωνία τα πολλά, τα σημαντικά, δεν θα τα πετύχεις, ότι ακυρώθηκες, ότι δεν πρόκειται να χειραφετηθείς απ' το Μνημόνιο, και αναρωτιέσαι: πού μπορώ να στρέψω όλη μου την ήττα; Σ' αυτούς τους ανθρώπους. Είναι μια συντηρητική επιλογή. Θα την πέσω σε όποιον είναι στο βεληνεκές μου. Και επειδή δεν μπορώ να την πέσω στις τράπεζες, στο χρεοκρατικό κατεστημένο που μου έχει κάτσει στην πλάτη, θα πηδήξω αυτούς. Διότι αυτοί είναι οι άμεσα διαθέσιμοι και απροστάτευτοι «εχθροί». Με έχουν λιβανίσει και κάποια συγκεκριμένα μίντια ήδη από το '90 ότι αυτοί είναι το πρόβλημα, ότι θα μας αντικαταστήσουν πληθυσμιακά, ξέρω 'γω... Αυτοί, που θέλουν μόνο να περάσουν για να πάνε Γερμανία. Τους έχεις κλείσει εσύ ο ίδιος εδώ μέσα με το Δουβλίνο 2 και μετά τρως και το παραμύθι της πληθυσμιακής αλλοίωσης.
Οι εικόνες των ανθρώπων που έβγαζαν από τις καταλήψεις τραβώντας τους απ' τα μαλλιά ήταν μια κοινωνική ήττα για όλους, όχι μόνο γι' αυτούς, όχι μόνο για την αριστερά και τους αλληλέγγυους, αλλά για όλους, για τη γειτονιά, για την έννοια του πολιτισμού. Δεν κάνεις τέτοια πράγματα. Και βάζουν και τσιμεντόλιθους για να μην ξαναπάνε.
— Αυτό εννοώ λέγοντας ότι δεξιοποιείται η κοινωνία, από το γεγονός ότι δεν αντιδράει.
Είναι επειδή η κοινωνία παύει να υπάρχει ως τέτοια. Εξαφανίζεται. Θυμάσαι τη γειτονιά στα Εξάρχεια με παιδιά, το μεσημέρι που σχόλαγαν τα γυμνάσια και τα λύκεια; Το 5ο, το 45ο, το 29ο. Ήταν μια στιγμή δυνατή μέσα στη μέρα. Τώρα σχεδόν δεν υπάρχουν παιδιά. Περιμένουμε να ανοίξουν τα μπαρ για να υπάρξει ζωή. Παλιότερα έπαιζαν μπάλα εδώ έξω. Δεν σ' το πάω στο ρετρό, αλλά με την έννοια της κοινωνίας... Τα μοναδικά παιδιά της γειτονιάς ήταν αυτά των Σύριων. Και ναι, όχι απλώς δεν αντέδρασε κανείς, αλλά κάποιοι θα σκέφτηκαν και ότι τώρα πια μπορούν να αυξήσουν 15 ευρώ το Αirbnb τους. Ότι θα πάρουν και καλύτερη κριτική στην πλατφόρμα, αν είναι πιο «καθαρή» η γειτονιά.