Το ρεπορτάζ προβών από την παράσταση «Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα» ήταν το τελευταίο πολιτιστικό θέμα που δημοσιεύτηκε στο LIFO.gr πριν από το lockdown, τον περασμένο Μάρτιο. Λίγες ώρες μετά τη δημοσίευσή του, ανακοινώθηκε το κλείσιμο των θεάτρων και προστέθηκε στο τέλος του η άβολη φράση «Η Στέγη ανέστειλε την πρεμιέρα της παράστασης, στο πλαίσιο των προληπτικών μέτρων για τη δημόσια υγεία, και θα ενημερώσει εν καιρώ για την παρουσίασή της».
Επτά μήνες μετά, ήρθε η στιγμή το νέο έργο του Ανέστη Αζά να συναντήσει το κοινό του, σε μία συνθήκη αβεβαιότητας, περιορισμένων διαθέσιμων θέσεων στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, με βάση το επιτρεπόμενο 30% της χωρητικότητας, και φυσικά ανάγκης του κοινού να γελάσει δυνατά, όπως πρόκειται να συμβεί με το αυτοσαρκαστικό, αυτοχλευαστικό, καταιγιστικό κείμενο της Λένας Κιτσοπούλου που κάνει φύλλο και φτερό το ελληνικό καλοκαίρι και τα στερεότυπα που το συνοδεύουν.
Κακοφορμισμένη πλαστική τουριστίλα. Δυο καλαμαράκια, μια σαλάτα κι ένα ούζο, εκατό ευρώ. Σάτυροι με ορθωμένους φαλλούς και μυρωδιά καρύδας. Η βαριά βιομηχανία της χώρας ζέχνει εμπορευματοποίηση, σεξισμό, πατριαρχία. Οι προσδοκίες από τις καλοκαιρινές διακοπές γίνονται όλο και πιο μεγάλες την εποχή του Instagram και του Airbnb. Ο Greek lover μπορεί να πέταξε τη χρυσή αλυσίδα (ή και όχι) και να αποτριχώθηκε, αλλά η νοοτροπία του δεν έχει αλλάξει. Η ματαίωση του φθινοπώρου (ειδικά του τρέχοντος, με το δεύτερο κύμα της πανδημίας να σαρώνει τα πάντα) φαντάζει ολοένα και μεγαλύτερη.
Η αξέχαστη (από κάθε άποψη) συνθήκη του καλοκαιριού του 2020 δεν θα μπορούσε να μην βρει θέση στην παράσταση. Οι συντελεστές δούλεψαν εκ νέου τα κείμενα και πρόσθεσαν δύο νέες σκηνές που αναφέρονται στο καλοκαίρι της πανδημίας, θεματοποιώντας την κρίση του κορωνοϊού και σχολιάζοντας το πού βρισκόμαστε σήμερα.
«Θα πίνω μπάφο μέσα στον τάφο, δεν θα πηγαίνω ούτε κινηματογράφο»
Η ιδέα για μια παράσταση αφιερωμένη στο «αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι» μπήκε στον Ανέστη Αζά όταν είδε εκείνη την καλτ ταινία του 1982, το «Summer Lovers», με την Ντάριλ Χάνα να μπλέκει σε ερωτικό τρίγωνο στη Σαντορίνη. «Ήταν από τις ταινίες που είχαν προκαλέσει τουριστικό "μπουμ" στα ελληνικά νησιά εκείνη την εποχή» μου είχε πει στο προβάδικο όπου έστηναν τις «Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα» την περασμένη άνοιξη.
Βέβαια, η αξέχαστη (από κάθε άποψη) συνθήκη του καλοκαιριού του 2020 δεν θα μπορούσε να μη βρει θέση στην παράσταση. Οι συντελεστές δούλεψαν εκ νέου τα κείμενα και πρόσθεσαν δύο νέες σκηνές που αναφέρονται στο καλοκαίρι της πανδημίας, θεματοποιώντας την κρίση του κορωνοϊού και σχολιάζοντας το πού βρισκόμαστε σήμερα. Οι νέες, επικαροποιημένες «Καρτ ποστάλ» είναι έτσι μια «μετα-επιθεώρηση» που προσφέρει μια πληρέστερη αποδόμηση του καλοκαιρινού «ονείρου», όπως μου εξηγεί σήμερα ο σκηνοθέτης.
«Η διακοπή είχε το καλό ότι ξαναείδαμε το κείμενο με τη Λένα, με πιο καθαρό μάτι. Πέρα από την αλλαγή στην εισαγωγή έχουμε αλλάξει κάποια πράγματα στο μοντάζ του κειμένου, και νομίζω ότι έχει γίνει πιο συμπαγές και πιο ωραίο. Το έργο πλέον ξεκινά σαν μία συζήτηση για φέτος, για να μετακινηθεί στην ανάμνηση των προηγούμενων ετών και στην όλη τουριστική μυθολογία του ελληνικού καλοκαιριού. Δεν κάναμε ντοκιμαντέρ για το φετινό καλοκαίρι, απλώς αλλάξαμε την αφετηρία της παράστασης και τη χρησιμοποιούμε για το μεγάλο σχόλιο που ακολουθεί. Είναι μια δουλειά που σε κάνει να ξεχαστείς και να γελάσεις».
«Κύμα, αλμύρα, χορός, ήλιος, φως: 5 πράγματα είναι η Ελλάδα!»
Τότε, στο προβάδικο, επικρατούσε ένα χάος πληροφορίας, άπειρα props και σημειώσεις και στοιχεία σκηνικού. «Τουρισμός και ερωτισμός στην Ελλάδα, πώς γεννιέται η φαντασίωση του ελληνικού καλοκαιριού, πώς οι διακοπές γίνονται μια περίοδος του χρόνου όπου προβάλλουμε όλες μας τις προσδοκίες, αφήνουμε στην άκρη τη ρουτίνα της καθημερινότητας, περιμένουμε ότι κάτι θα συμβεί – και συνήθως δεν συμβαίνει τίποτα».
«Με τη Λένα γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια και θέλαμε πάντα να κάνουμε κάτι μαζί. Σκέφτηκα ότι είναι θέμα που της ταιριάζει» μου έλεγε ο Ανέστης Αζάς. «Αρχικά, είχα μια πιο ντοκιμαντερίστικη προσέγγιση, γιατί εγώ προέρχομαι από αυτό το είδος θεάτρου. Στην πορεία, το έργο προέκυψε αρκετά έως τελείως μυθοπλαστικό. Είναι μια σπονδυλωτή παράσταση που εκτυλίσσεται στη φάση των διακοπών και του ελληνικού καλοκαιριού, με ιστορίες όπου όλα πηγαίνουν στραβά.
»Παίζουμε αρκετά με τα στερεότυπα και προσπαθούμε να τα αναποδογυρίσουμε, ακόμα και με τη χρήση γνωστών καλοκαιρινών τραγουδιών. Λόγω του θέματος, που περιλαμβάνει τον καλοκαιρινό, εφήμερο έρωτα, το πράγμα πηγαίνει στις σχέσεις, οπότε γίνεται και ένας σχολιασμός για την περιρρέουσα ματσίλα στη χώρα. Τα καμάκια μάς απασχόλησαν αρκετά».
«Κάπου ταιριάζω με τον Ανέστη στο ότι σίγουρα θα θέλαμε να δείξουμε και την άλλη όψη των πραγμάτων, την πίσω πλευρά της καρτ ποστάλ. Μάλλον θεωρεί ότι είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει λίγο να βλέπω τα πράγματα ανάποδα» συμπλήρωνε η Λένα Κιτσοπούλου.
Το έργο αναπτύχθηκε απ' όλη την ομάδα, ένα μεγάλο κομμάτι του προέκυψε μέσα από αυτοσχεδιασμούς που έγιναν και το κείμενο το επιμελήθηκε η ίδια στη συνέχεια. «Ο Ανέστης δουλεύει με την έρευνα. Ενώ εγώ μπορεί να ξεκινήσω μόνη μου μια ιδέα, ένα πρώτο draft ‒ εδώ δεν έγινε έτσι. Πήρε συνεντεύξεις από ανθρώπους σχετικούς, οι ηθοποιοί έφεραν προσωπικές ιστορίες... Εγώ, με αυτά που συζητούσαμε, έγραψα διαφορετικές ιστορίες, αποσπασματικές, και με όλο αυτό το υλικό αρχίσαμε να συνθέτουμε ένα παζλ πραγμάτων».
«Άμα θέλει ο Έλληνας...»
«Εγώ είχα αυτόν τον στάνταρ προορισμό, το χωριό του πατέρα μου, το Αντίρριο» περιέγραφε η Λένα Κιτσοπούλου. «Εκεί πέρασα όλα μου τα καλοκαίρια μέχρι 15-16 χρονών, οπότε έχω όλη μου την εφηβεία εκεί. Πήγαινα και αλλού, βέβαια, αλλά εκεί ήταν η βάση μου. Εκεί έζησα τους έρωτες, την ελευθερία, τα τσιγάρα, τις ντισκοτέκ, παρέες που περίμενα κάθε χρόνο να δω. Είχα το στάνταρ μέρος. Σε πιο μεγάλη ηλικία, από τα 20 και μετά, αυτό μετατοπίστηκε στη Σαντορίνη, όπου πήραμε ένα σπίτι. Εποχές λυκείου, βέβαια, είχαμε αρχίσει ήδη να πηγαίνουμε μόνοι μας διακοπές σε Πάρο, Κω...
»Ακόμα και τώρα, όταν πηγαίνω στη Σαντορίνη, προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν όταν πήγαινα τότε. Τρώω φλασιά απότομη (σ.σ. η εικόνα της σάπιας πλευράς του τουρισμού ήρθε σιγά-σιγά και ύπουλα). Το καταλαβαίνω από τη Σαντορίνη, επειδή είναι ένα μέρος όπου έχω μείνει μήνες, έχω δουλέψει, έχω εμπλακεί. Επειδή συναναστρέφομαι ντόπιο κόσμο, άρχισα να συνειδητοποιώ πώς αυτοί οι άνθρωποι μιλάνε μόνο για χρήμα.
»Στην ταβέρνα ενός γνωστού ακούω: "Κοίτα τον, δεν θα μπει μέσα ο μαλάκας ή θα μπει και θα φάει μια σαλάτα". Ποτίζεσαι από αυτό. Και ξαφνικά έτυχε να πάω σε άλλο νησί, ξερωγώ στην Αστυπάλαια, και να μου πει ένας ταβερνιάρης: "Καλημέρα, τι κάνετε, να κεράσω κάτι;". Σοκαρίστηκα που υπάρχει ακόμα ψήγμα παλιάς κατάστασης. Στη Σαντορίνη και σε πολλά άλλα νησιά είναι μόνο η τρέλα του πώς θα τ' αρπάξω».
Ο Ανέστης Αζάς πέρναγε τα δικά του παιδικά καλοκαίρια με την οικογένειά του σε ένα κάμπινγκ στην ακτή της Πιερίας, στην Πλάκα Λιτόχωρου. «Με φίλους, από τα 16 και μετά, φεύγαμε σε ποτάμια, σε νησιά, ήμουν γενικά πιο πολύ του alternative. Ίος, Αμοργός, Κουφονήσια, Ανάφη, πριν γίνουν αυτό που έγιναν μετά».
«Lift it up, the fucking trophy, I cannot, I cannot wait anymore»
Στην παράσταση υπάρχει μια σκηνή ομαδικού αυνανισμού (για την οποία δεν χρειάζεται να αποκαλύψουμε περισσότερα), θορυβώδης, γκροτέσκα, αλλά καταπληκτικά συντονισμένη, της οποίας η θέαση μοιάζει όντως με κορύφωση.
Ανέστης Αζάς: «Η Λένα φτιάχνει έναν αυτοτελή κόσμο και λέει τα πράγματα με τη σκληρότητα που πρέπει να ειπωθούν, με τρόπο που δεν θα τολμάγαμε ποτέ να τα πούμε στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον θεατρικά. Συν το γεγονός ότι σκέφτεται πάντα την ανάποδη πλευρά των πραγμάτων και υπάρχει μια βαθιά απελπισία σε όλο αυτό, την οποία εγώ την αισθάνομαι, αλλά δεν μπορώ ίσως να τη διατυπώσω».
Λένα Κιτσοπούλου: «Είναι ένας τόπος αυτός του καλοκαιριού, που προσφέρεται για να ειπωθούν αυτά τα πράγματα. Ο άλλος, το καλοκαίρι, στις διακοπές, θα ελευθερωθεί, τα πράγματα για τα οποία θέλουμε όλοι να μιλάμε διαγράφονται πιο ανάγλυφα. Η ζωή μας, οι άνθρωποι, οι σχέσεις και το πρόβλημά μας».
Το τρέιλερ της παράστασης
Συντελεστές
Σύλληψη & Σκηνοθεσία: Ανέστης Αζάς
Κείμενο: Λένα Κιτσοπούλου και η ομάδα
Σύμβουλος δραματουργίας: Πρόδρομος Τσινικόρης
Συνεργασία στη σκηνοθεσία: Ηλίας Αδάμ
Σχεδιασμός φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου
Σκηνογραφία: Ελένη Στρούλια
Κοστούμια: Βασιλεία Ροζάνα
Ηχητικός σχεδιασμός - μουσική επιμέλεια: Παναγιώτης Μανουηλίδης
Video editing: Δημήτρης Ζάχος
Επιμέλεια μακιγιάζ: Νίκη Οβάκογλου
Βοηθός σκηνογράφου: Ζαΐρα Φαληρέα
Β' βοηθός σκηνογράφου: Ζώης Οικονόμου
Βοηθός ενδυματολόγου: Κωνσταντίνα Μαρδίκη
Κατασκευή σκηνικού: Κώστας Πλαστήρας
Κατασκευή βράχων: Μιχάλης Λαγκούβαρδος
Special FX - Προσθετικά: Γιώργος & Ρούλης Αλαχούζος
Οργάνωση - εκτέλεση παραγωγής: Κωστής Παναγιωτόπουλος
Παίζουν: Γιώργος Βουρδαμής, Λένα Κιτσοπούλου, Κώστας Κουτσολέλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θεανώ Μεταξά, Σοφία Πριόβολου, Gary Salomon
Μια παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση
Ερωτικές καρτ ποστάλ από την Ελλάδα
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση - Μικρή Σκηνή
22/10-8/11, 21:00 (Παραστάσεις: Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή)
Διάρκεια παράστασης: 110 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Κατάλληλο για ηλικίες 18+
Για την ασφαλή προσέλευση του κοινού θα εφαρμοστούν 2 time slots άφιξης θεατών των 30 λεπτών το καθένα, ξεκινώντας από τις 20:00.
Αναλυτικά:
A. Slot 20:00-20:30 – Σειρές Ε-Θ
B. Slot 20:30-21:00 – Σειρές Ι-Ν