ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΧΡΟΝΙΑ ΑΥΤΗ. Ήταν πόλεμος. Οι οβίδες έσκαγαν πάνω από τα κεφάλια μας χωρίς την πολυτέλεια της ανακωχής. Για άλλους η μάχη ξεκίνησε κάπου εκεί, στα μέσα του Μάρτη. Εμένα με βρήκε πιο νωρίς, με τη διάγνωση ενός αναπάντεχου καρκίνου που είχε ξεκινήσει τα ταμπούρλα του μήνες πριν.
Ένας Γκολντόνι στο Εθνικό ονειρευόταν το Καινούργιο Σπίτι του, ενώ παραέξω έτριζαν τα θεμέλια του κόσμου όπως τον ξέραμε μέχρι τότε.
Μπαινοβγαίνοντας σε πρόβες και νοσοκομεία, ανίκανος να εκλογικεύσω επακριβώς το τι μου συμβαίνει (και κυρίως το τι μας συμβαίνει), ήμουν από τους τελευταίους που πήραν είδηση αυτό το «από το πουθενά» φερμένο που άρχιζε να θερίζει ανυποψίαστες ζωές. Ο κορωνοϊός ήταν για μένα ένας αχός, ένα μακρινό βουητό που στιγμές-στιγμές με φόβιζε και στιγμές-στιγμές με πάγωνε, καταδικάζοντάς με σε μια άβουλη θέαση ενός έργου που κάποιοι άγνωστοι έστηναν ερήμην μου.
Ήταν όλα δύσκολα από τον Μάρτη και μετά. Εγώ υποχρεωτικά κλεισμένος στο εύθραυστο κουκούλι της ανοσοκαταστολής, όλοι μας υποχρεωτικά κλεισμένοι στα κουκούλια του φόβου, του πανικού, των άνωθεν εντολών, του θυμού, της πιο τραγικής κωμωδίας μοναξιάς μας. Ήταν η πρώτη υπερ-βιωμένη φορά που το «σπίτι», αυτό το άσυλο βεβαιοτήτων και ασφάλειας, έχασκε πια μετέωρο, ανασφαλές, ένα βασανιστικό φορτίο στις εύθραυστες πλάτες μας.
Εγώ με την ελάχιστη τέχνη μου, με τα κουρελάκια του σκηνικού πριν πάρει φωτιά, με τους λίγους επιζώντες και τους πολλούς νεκρούς, θα καταφθάσω με το μπουλούκι μου στην κατεστραμμένη χώρα και θα στήσουμε το μαγικό κουκούλι.
Στις άχρονες ώρες της δικής μου μοναξιάς γελούσα πικρά, καθώς σκεφτόμουν τους αντίστοιχους ήρωες του Γκολντόνι, που πια είχε ξεστηθεί και επίσημα – σε λίγο, άλλωστε, θα βλέπαμε να ξεστήνονται επίσημα τα πάντα... Στη θέση του σπιτιού-απόλυτης επιθυμίας είχα τοποθετήσει ένα μπαρόκ νεκροταφείο (ουσιαστικά ακατοίκητο), ένα τοπίο του θανάτου κάθε βεβαιότητας.
Η πραγματικότητα με ξεπέρασε. Φίλοι και γνωστοί, αδιάφοροι και άγνωστοι, είχαν πια κλειστεί μέσα σε αυτό το σώμα-σήμα και αδυνατούσαν να βρουν όρους ερμηνείας.
Πάντα θεωρούσα τη σκηνή του θεάτρου μια μεταφορά του σώματος. Τώρα τα πάσχοντα σώματα είχαν φτάσει στην απόλυτη σύγκλισή τους. Κλειστές σκηνές, κλειστά σώματα, όλοι πάσχοντες στην πιο τρομακτική μετωνυμία που μπορούσε να διανοηθεί η τέχνη.
Παρ' όλες τις σύντομες διακοπές αισιοδοξίας , παρ' όλα τα διαλείμματα ελεύθερης διακίνησης των σαρκίων μας, ήξερα ότι αυτό το έργο θα παίζεται για καιρό.
Χάνοντας στα χαρτιά, αλλά κερδίζοντας σε διαύγεια (παρηγορητικό δώρο μετά από οξύ πόνο...), τώρα είμαι αποφασισμένος να ξαναστήσω το σκηνικό μέσα στην εμπόλεμη ζώνη. Με ό,τι έχω, με ό,τι απέμεινε και με ό,τι απομείνει. Κι άλλοι είδαν τη ζωή τους να γίνεται χαρτοπόλεμος πριν προλάβουν να ανοιγοκλείσουν τα μάτια τους. Κι άλλοι έχασαν χέρια και πόδια και υπολήψεις στα χαρακώματα.
Εγώ με την ελάχιστη τέχνη μου, με τα κουρελάκια του σκηνικού πριν πάρει φωτιά, με τους λίγους επιζώντες και τους πολλούς νεκρούς, θα καταφθάσω με το μπουλούκι μου στην κατεστραμμένη χώρα και θα στήσουμε το μαγικό κουκούλι.
Είναι δύσκολο. Είναι βαρύ για το στομάχι. Είναι επιβαρυντικό για την καρδιά. Αλλά η μόνη μας βεβαιότητα είναι η τέχνη και οι άνθρωποι.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.