Για σημαντική μερίδα θεατρόφιλων, ιδιαίτερα για όσους αναζητούσαν τη δεκαετία του '80 τις νέες τάσεις του θεάτρου, το Καινούργιο Σπίτι του Γκολντόνι είναι ταυτισμένο με την εμβληματική παράσταση του Βασίλη Παπαβασιλείου και της Εποχής το 1986. Το έργο έχει ξαναπαιχτεί έκτοτε κι από άλλους θιάσους, αλλά εκείνη μένει ανεξίτηλη στη μνήμη όλων. Φαίνεται όμως ότι ήρθε η ώρα για μια νέα εκδοχή, που θα αφήσει το δικό της στίγμα, όπως αυτή του Εθνικού Θεάτρου που έστησε ο Γιάννης Σκουρλέτης της bijoux de kant στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», στο Ρεξ. Γιατί η νέα αυτή παράσταση δεν θυμίζει σε τίποτα καμία προηγούμενη. Αποτελεί μια εντελώς προσωπική ματιά του εικαστικού και σκηνοθέτη και των συνεργατών του, με τη συνδρομή εξαιρετικών νέων ηθοποιών.
Ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του σπουδαίου Βενετσιάνου κωμωδιογράφου Κάρλο Γκολντόνι, το Καινούργιο Σπίτι έκανε πρεμιέρα στις 11 Δεκεμβρίου 1760 στο θέατρο Σαν Λούκα στη Βενετία και καταγράφηκε ως μεγάλη επιτυχία της εποχής. Η πλοκή του διαδραματίζεται στη Βενετία και αντανακλά τα ήθη και τη συμπεριφορά ανθρώπων προερχόμενων από διάφορες τάξεις. Ένας νεαρός αστός έχει παντρευτεί μια όμορφη νέα αριστοκράτισσα που όμως, πέρα από τον τίτλο ευγενείας, δεν διαθέτει καθόλου λεφτά, αντιθέτως περισσή αλαζονεία και πολυτελείς συνήθειες. Ο σύζυγος κάνει ό,τι μπορεί για να ανταποκριθεί, σε σημείο να χάσει σταδιακά ό,τι έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του. Η τελευταία της απαίτηση, να μετακομίσουν σε σπίτι επάνω στο κανάλι, τον ξεκάνει οικονομικά.
Το καινούργιο σπίτι γίνεται αφορμή για μια παρέλαση χαρακτήρων που θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας του νεαρού Αντζολέτο (Ντένης Μακρής) και της άμυαλης Καικιλίας (Εύη Σαουλίδου). Ο Γκολντόνι αναπαράγει έναν ολόκληρο κόσμο από καθημερινούς τύπους της Βενετίας του 18ου αι., όταν ακόμα η αυτοκρατορία κυριαρχούσε στις θάλασσες και το περίφημο καρναβάλι της κρατούσε 8 ολόκληρους μήνες!
Ένα μακάβριο σκηνικό που μετατρέπει το έργο σε ταξίδι στο παρελθόν, ένα πανηγύρι αναμνήσεων που όμως τολμάει να μιλήσει για άλλες εποχές, ανάγοντάς τες στο σήμερα.
Ο Γιάννης Σκουρλέτης αφαιρεί από το έργο τον αμιγώς κωμικό χαρακτήρα και αποπειράται να αναδείξει το βαθύτερο επίπεδο και την πικρή διαπίστωση που προκαλεί το έργο του Γκολντόνι. Έτσι, το σκηνικό δεν είναι το εσωτερικό ενός βενετσιάνικου πλουσιόσπιτου αλλά ένα μπαρόκ μαυσωλείο, το οποίο ο σκηνογράφος της παράστασης, Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, εμπνεύστηκε από ένα νεκροταφείο του Τορίνου. Στον τοίχο δεσπόζει ένα λευκό άγαλμα αγγέλου που κοσμούν χρυσά γράμματα. Ένα μακάβριο σκηνικό που μετατρέπει το έργο σε ταξίδι στο παρελθόν, ένα πανηγύρι αναμνήσεων που όμως τολμάει να μιλήσει για άλλες εποχές, ανάγοντάς τες στο σήμερα.
Γι' αυτό το λοξό, αλλά ρηξικέλευθο ανέβασμα του έργου ο σκηνοθέτης λέει: «Όσον αφορά τον σκηνικό χώρο της δράσης, καταλάβαμε εξαρχής ότι αυτό που μπορούσε να ταιριάξει πολύ σε αυτή την ιστορία ήταν μια αψίδα θριάμβου, η οποία δεν χρησιμεύει σε τίποτα. Δηλαδή η μεγαλεπήβολη προβολή μιας ουτοπίας, λόγω της οποίας αυτοί οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι στην πραγματικότητα βρίσκονται μέσα σε ένα νεκροταφείο το οποίο δεν μπορεί να κατοικηθεί ποτέ από ζωντανούς και οι ίδιοι δεν είναι παρά σκιές που παλεύουν μέσα εκεί να ξαναβρούν τον χώρο τους. Ουσιαστικά, είναι βρικόλακες. Νομίζω ότι οι χαρακτήρες του έργου είναι όλοι τους λίγο φτωχοδιάβολοι που προσπαθούν με διάφορα τερτίπια και ελλείψεις που έχουν να μεταμορφωθούν σε κάτι άλλο, ένα alter ego, πάντα εργαλειοποιώντας τον άλλον για να κερδίσουν το φαίνεσθαι, μια εικόνα.
»Πρόκειται για μια πολύ πικρή ιστορία που εμένα με συνδέει πάρα πολύ με το σήμερα. Κι επειδή το "μαζί" είναι δύσκολο να υπάρχει, εκεί δημιουργούνται τα τερατώδη ζητήματα με τον άλλον. Ο Γκολντόνι είναι αμείλικτος με τους χαρακτήρες, έχει εξοστρακίσει οποιαδήποτε βαθιά επιθυμία που τους ορίζει, τους έχει κάνει ανδρείκελα του απόλυτου συμφέροντος, δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Σκηνοθετώντας το έργο στάθηκα απέναντί τους με μεγαλύτερη συμπάθεια απ' ό,τι εκείνος. Είναι πάρα πολύ σκληρός κι ας μην ξεχνάμε ότι το γράφει σε καιρό που η Γαληνοτάτη Δημοκρατία αρχίζει να πνέει τα λοίσθια. Οι Βενετσιάνοι είναι απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, στη Γαλλία ετοιμάζεται η επανάσταση, στην Ευρώπη συμβαίνουν διάφορα κι αυτοί είναι καλυμμένοι πίσω από ένα καρναβάλι και προσπαθούν να επιβεβαιώσουν μια εικόνα που είναι πλαστή κι αρχίζει να τους τελειώνει.
»Ο ίδιος –δεν ξέρω πόσο συνειδητά– αρχίζει να το καταλαβαίνει ότι η ιστορία της Βενετίας οδεύει προς το τέλος της. Φαίνεται από το ότι όλοι οι χαρακτήρες προσπαθούν να κρατηθούν με νύχια και με δόντια από ένα ψέμα. Αυτός είναι και ο λόγος που παρουσιάζω τους άντρες ανύπαρκτους, επειδή δεν υπάρχει επιθυμία, και η επιθυμία είναι αντρική υπόθεση. Δεν υπάρχουν άντρες στον Γκολντόνι. Είναι πάρα πολύ βασικό το ζήτημα αυτό. Αν δεν υπάρχει επιθυμία –και αυτό είναι και το βασικό αίτημα του καιρού μας–, είναι σαν να βγάζεις μια σέλφι, και όσο πιο πολλές βγάζεις, τόσο πιο μόνος σου νιώθεις, τόσο πιο πολύ αναπαράγεις μια μοναξιά».
Ο Γιάννης Σκουρλέτης, λοιπόν, προσεγγίζει το Καινούργιο Σπίτι με έναν μη αναμενόμενο τρόπο, αναζητώντας όχι τον τρόπο που θα αναδείξει την κωμική του πλευρά αλλά το πώς θα μπορέσει να ανιχνεύσει τα στοιχεία εκείνα που θα του επιτρέψουν να μιλήσει για το σήμερα, έχοντας τη βαθιά πίστη ότι οι μεγάλοι συγγραφείς μπορούν να διαβαστούν και με άλλους τρόπους. Στιγμές-στιγμές η παράσταση θυμίζει ελληνική ταινία του '60, με φόντο μια τρελο-οικογένεια, και νομίζεις ότι ακούς να διαπληκτίζονται η Μαίρη Αρώνη και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Άλλωστε τη λύση του έργου τη δίνει ο πλούσιος θείος του Αντζολέτο, ο Χριστόφορος (Θανάσης Δήμου), ένας άτεκνος μπακάλης, κάτι σαν ένας σύγχρονος νοικοκυραίος που κάμπτεται από το δράμα των αφρόνων νέων κι αποφασίζει να τους σώσει συνετίζοντάς τους.
«Βέβαια! Έχω πολλές αναφορές στον ελληνικό κινηματογράφο. Ας πούμε, ο Παπαγιαννόπουλος με βοήθησε πάρα πολύ» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Κι αυτό είναι το πικρό της ιστορίας, γιατί έρχεται ο Γκολντόνι να σου πει ότι μόνο η οικονομία, δηλαδή ο καπιταλισμός, μπορεί όχι να σώσει τα πράγματα αλλά να τα τακτοποιήσει και να τα ησυχάσει. Ο νοικοκύρης είναι όμως φορέας ενός συντηρητισμού, μιας αξίας που αναπαράγει μοντέλα πέραν της επιθυμίας. Ο Χριστόφορος δεν έχει παιδιά ούτε γυναίκα, είναι φορέας αξιών που έχουν να κάνουν μόνο με την οικονομία. Γι' αυτό είναι πολύ σκληρό το έργο του Γκολντόνι, εγώ αυτό διάβασα μέσα στο θεατρικό αυτό. Γι' αυτό βρήκα πάρα πολλά σημερινά στοιχεία. Πιστεύω βαθιά ότι αυτά τα έργα μπορούν να διαβαστούν διαφορετικά. Πέραν της φάρσας, έχουν μια τρομερή δύναμη, όπως αυτά του Μολιέρου και του Μαριβό. Δεν είναι κωμικά, είναι τραγικοκωμωδίες. Γι' αυτό δεν θελήσαμε να κάνουμε καρικατούρες για να γελάσουμε, αλλά να δούμε μέσα από τη συνθήκη».
Δεν είναι μόνο το σκηνικό όμως που παραπέμπει σε κάτι άλλο, είναι και τα κοστούμια με αναφορές στην πρόσφατη μυθολογία της ποπ κουλτούρα. Καταργείται εντελώς η εποχή στην παράσταση του Ρεξ; Ο Σκουρλέτης συνεχίζει:«Αυτό που είπα σε όλους όταν ξεκινούσαμε ήταν ότι ήθελα να ξεκινήσω από τα εργαλεία του 18ου αι. Ήθελα να δω τι σημαίνει το μπαρόκ τότε και τι σήμερα. Το γεγονός ότι χρησιμοποιήσαμε κώδικες κινητικούς από το voguing έρχεται να απαντήσει στο ερώτημα ποιος είναι ο κινητικός κώδικας της κομέντια ντελ άρτε, πώς ερμηνεύεται σήμερα ένα κινητικό υλικό. Εγώ τον βρήκα μέσα στο voguing και δουλέψαμε πολύ επάνω σε αυτό. Ήταν βασικός μας μηχανισμός. Ύστερα, η μουσική μπορεί να έχει αλλοιώσεις, αλλά έχουμε τσέμπαλο και μπαρόκ βιολί, ενώ τα κοστούμια γεννήθηκαν μέσα από το χτίσιμο των ρόλων, δεν είναι αποτέλεσμα μια εγκεφαλικής διαδικασίας που έκανα προκαταβολικά».
Η τρίτη πράξη εξελίσσεται στον επάνω όροφο, όπου δύο γυναίκες, η Κέκα (Μαρία Πανουργιά) και η Ροζίνα (Πηνελόπη Τσιλίκα), είναι διατεθειμένες να βοηθήσουν να βρεθεί λύση με σκοπό να παντρέψουν τον ξάδερφό τους με τη Μενεγκίνα (Ιωάννα Κολλιοπούλου), την αδελφή του Αντζολέτο. Λέει ο Σκουρλέτης: «Αυτοί οι άνθρωποι είναι τόσο ευνουχισμένοι, που χαίρονται παρατηρώντας την καταστροφή των διπλανών τους. Αυτό μας οδήγησε στο ότι είναι λίγο βρικόλακες. Χαίρονται με τις μηχανορραφίες. Δεν τους ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, αλλά να παίξουν με τις ελλείψεις των άλλων για να πάρουν χαρά οι ίδιοι. Ο Χριστόφορος σήμερα δεν αποτελεί για μας τη λύση, δεν έρχεται για να εγκαταστήσει μια γνήσια επιθυμία αλλά για να εγκαθιδρύσει μια νέα οικονομία. Όποιος έχει λεφτά, μπορεί να ισορροπήσει, πράγμα πολύ απαισιόδοξο».
Info:
Κάρλο Γκολντόνι
Το καινούργιο σπίτι
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης
Ερμηνεύουν: Εύη Σαουλίδου, Ιωάν. Κολλιοπούλου, Ντ. Μακρής, Θ. Δήμου, Μ. Πανουργιά, Π. Τσιλίκα
Μουσικοί επί σκηνής: Γ. Αγρανιώτης (βιολί), Αλ. Μαστιχιάδης (τσέμπαλο).
Σκην.-κοστ.: Κ. Σκουρλέτης
Μουσ.: Π. Ηλιόπουλος
Φωτ.: bijoux de kant
Με αγγλικούς υπέρτιτλους
Θέατρο Rex - Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Πανεπιστημίου 48
Έως 9/2/20
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια