ΗΤΑΝ ΣΤΡΑΒΟ ΚΑΙ ΛΕΙΨΟ το κλίμα (κι αυτό) το σαββατοκύριακο - ας ελπίσουμε τουλάχιστον να ήταν το προτελευταίο που ισχύει αυτός ο συλλογικός σαδομαζοχισμός της έκτης εσπερινής – το έφαγε και η ψυχαναγκαστική υφή της επικαιρότητας με τα θολά απόνερα της απολογίας του Δ. Λιγνάδη να μπερδεύονται με το στοιχείο του κατεπείγοντος που σηματοδοτεί η κρίσιμη κατάσταση του Δ. Κουφοντίνα. Ασχέτως αν τα δύο αυτά πρόσωπα προέρχονται από διαφορετικά σύμπαντα και ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, πέρα από το μικρό τους όνομα και το γεγονός ότι έχουν δηλώσει στην ζωή τους οπαδοί της ΑΕΚ (κυριολεκτικά πλέον ‘Άλλη Εντελώς Κατάσταση’, αν μπορεί να μου επιτραπεί ένας αυτοσαρκασμός μέσα στο ζοφερό κλίμα).
Οι χρήστες των social media (δηλαδή, όλος ο κόσμος σχεδόν πια), είτε συμμετείχαν στον διάλογο ή στις κινητοποιήσεις είτε όχι, βρέθηκαν ξαφνικά σε μια αρένα έντονων διακηρύξεων και αντιπαραθέσεων την ώρα που το ντόπιο «ελεγκτικό» τμήμα του FB έκρινε σκόπιμο να ‘μπανάρει’ ακόμα και τις πιο νηφάλιες και ικετευτικές αναρτήσεις για ένα πολύ σοβαρό δημόσιο θέμα που μας στοιχειώνει ήδη ασχέτως της όποιας κατάληξής του. Το κακό έγινε. Συγχρόνως, το κλίμα που είχε διαμορφωθεί σου ζητούσε επιτακτικά να πάρεις άμεσα θέση, ακόμα κι αν αγνοούσες το δαιδαλώδες νομικό πλαίσιο, ακόμα κι αν δεν ήσουν πλέον σίγουρος για τα κίνητρα οποιουδήποτε, με αποτέλεσμα πολλοί από εμάς να βιώσουν συναισθήματα αγωνίας και παράλυσης καθώς ψιθυρίζαμε στην οθόνη «απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο».
Το μόνο που φαίνεται να μας ενώνει είναι μια αντανακλαστική εδώ και δεκαετίες αποστροφή στο πρόσωπο του επαγγελματία συνηγόρου του διαβόλου, Αλέξη Κούγια. Ασχέτως αν έχω ακούσει ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές στη ζωή μου την φράση, «ε, κι εγώ αν το είχα κάνει, στον Κούγια θα πήγαινα».
Έγινε τραυματικά φανερό ότι το σύστημα της ενημέρωσης και του ήδη υπερφορτισμένου, μέσω των κοινωνικών δικτύων, δημόσιου διαλόγου, αλλά και το ίδιο το πολιτικό σύστημα, δεν αντέχει την συνύπαρξη δύο τόσο εκρηκτικών ζητημάτων. Ειδικά όταν εργαλειοποιούνται και περιπλέκονται αυθαιρέτως μεταξύ τους δημιουργώντας ένα ανόσιο σύμπλεγμα που κινείται με καύσιμο μια πολεμική ρητορική που τα σαρώνει όλα φτάνοντας μέχρι τον Άρη Βελουχιώτη, μέχρι τον εμφύλιο και μέχρι τον Μπόμπι Σαντς που κατά σύμπτωση σήμερα, πρώτη Μαρτίου του 2021, συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την ημέρα που ξεκίνησε την απεργία πείνας η οποία θα έληγε 66 μέρες μετά, με τον θάνατό του.
Θα περάσουμε υπέροχα σε λίγες μέρες με την κορύφωση των εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. «Δεν μου συγχωρέθηκε η αγάπη μου στην Πατρίδα, στην Ιστορία», φέρεται να κατέθεσε μεταξύ άλλων στην απολογία του ο πρώην διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, εκφράζοντας επίσης την έντονη δυσανεξία του προς «την αποδόμηση και τον μεταμοντερνισμό» και δηλώνοντας ότι του «έγινε bullying από τα αριστερίζοντα media», επειδή είχε φιλήσει επί σκηνής το ομοίωμα του Παρθενώνα» (χειρονομία θεόκουλη που θα μπορούσε να εκληφθεί ως αμφιλεγόμενη ή και εξόχως μεταμοντέρνα, αλλά τελικά επρόκειτο απλά για γνήσια εθνικοπατριωτική παράκρουση). Δήλωσε επίσης «αμφιφυλόφιλος», μαγαρίζοντας έτσι κατά κάποιο τρόπο αυτό το ωραίο παραμύθι που ήταν της μόδας να λέμε στα ‘90s, ότι δηλαδή κατά βάθος είμαστε όλοι bi.
Το μόνο που φαίνεται να μας ενώνει είναι μια αντανακλαστική εδώ και δεκαετίες αποστροφή στο πρόσωπο του επαγγελματία συνηγόρου του διαβόλου, Αλέξη Κούγια. Ασχέτως αν έχω ακούσει ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές στη ζωή μου την φράση, «ε, κι εγώ αν το είχα κάνει, στον Κούγια θα πήγαινα». Κι αν το ελληνικό #metoo αναζητά μια γρήγορη συμβολική, επικοινωνιακή εικονογραφία, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το stencil με το καρφωμένο τακούνι που ήδη βλέπω να κοσμεί διάφορα graffiti, πανό και memes.