Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ, εδώ και λίγο καιρό, έχει μπει με μικρή καθυστέρηση στην εποχή του MeToo. H γενναία αποκάλυψη της Σοφίας Μπεκατώρου άνοιξε μια συζήτηση που φαίνεται πως θα έχει μεγάλη συνέχεια. Το ξεκίνημα αυτής της συζήτησης έγινε από μια ολυμπιονίκη και αυτό φαίνεται να δημιούργησε πολύ μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ευρύτητας και σοβαρότητας του προβλήματος, οδηγώντας όχι σε μια ακόμη άσκοπη πόλωση αλλά, αντίθετα, σε μια ευρύτατη συναίνεση για την ύπαρξη μιας ανομολόγητης κοινωνικής πληγής.
Το εναρκτήριο αυτό στιγμιότυπο του ελληνικού MeToo δεν έτυχε μεγάλης πολιτικοποίησης, πέρα από το γεγονός ότι η κυβέρνηση και η Προεδρία της Δημοκρατίας έσπευσαν να συμπαρασταθούν στην καταγγέλλουσα. Το ντόμινο αποκαλύψεων που ακολούθησε, άλλωστε, αφορούσε κυρίως τους χώρους του θεάτρου και του αθλητισμού και έφερε με αρνητικό τρόπο στο προσκήνιο πρόσωπα πέραν κάθε υποψίας, ενώ η όποια πολιτική τους ταυτότητα ελάχιστα απασχόλησε τη δημόσια έκπληξη. Η χρόνια υποτίμηση, εκμετάλλευση και βία εναντίον των γυναικών έγινε το βασικό ζητούμενο και οι όποιες συγκρούσεις αφορούσαν ακριβώς την αναγνώριση και κατανόηση αυτού του σημαντικότατου προβλήματος (υπήρξαν πολλοί που αναφώνησαν το τραγικό «τώρα το θυμήθηκαν;» ως συνώνυμο του «μήπως τα ήθελαν;», επειδή αρκετές καταγγέλλουσες προέρχονταν από την εγχώρια show biz).
Νέο σημείο τομής αποτελεί η περίπτωση του Δημήτρη Λιγνάδη, τόσο λόγω της διευθυντικής του θέσης στο Εθνικό Θέατρο όσο και λόγω της φύσης των κατηγοριών εναντίον του, που έφεραν σε σύγχυση δύο διαφορετικής τάξης ταμπού: αυτό της παιδεραστίας και εκείνο της ομοφυλοφιλίας. Το ΜeΤoo πλέον αποκτά ακραία στοιχεία πολιτικοποίησης με κομματικές σκοπιμότητες. Οι ενδεχόμενα εσφαλμένοι χειρισμοί κυβερνητικών στελεχών γίνονται αντικείμενο αντιπολιτευτικής έξαρσης (στηριγμένης σε φήμες και επαναφορά του ομοφοβικού αυριανισμού) και δημιουργούν βεβιασμένα αντανακλαστικά κυβερνητικής άμυνας με αντιφατικά αποτελέσματα που ενισχύουν, αντί να διαλύουν, την καχυποψία (π.χ. συνέντευξη Τύπου της υπουργού Πολιτισμού).
Το πολιτικό ζητούμενο που θέτει το ΜeΤoo δεν είναι να στρατοπεδεύσουμε ξανά σε διαδικτυακούς εμφύλιους πολέμους, να διαχωριστούμε φανατικά σε αντιπολιτευόμενους και συμπολιτευόμενους και να προσωποποιήσουμε απολύτως το πρόβλημα στη μία ή στην άλλη περίπτωση (ανάλογα με το ποια πολιτική ταυτότητα «θύτη» μας βολεύει).
Είμαστε συνηθισμένοι στην Ελλάδα, πολύ σοβαρά προβλήματα, να ντύνονται τις κομματικές σημαίες, να ευτελίζονται σκανδαλοθηρικά και τελικά να χάνουν το πραγματικό τους πολιτικό νόημα. Διότι πράγματι το ΜeΤoo και όλες οι καταγγελίες σεξουαλικής βίας και παρενόχλησης που διατυπώνονται έχουν βαθύτατη πολιτική σημασία, αλλά δεν αγγίζουν τόσο πολύ αυτό που έχουμε ταυτίσει στο μυαλό μας με το πολιτικό ζήτημα: το κράτος, τα κόμματα, τους πολιτικούς πρωταγωνιστές (χωρίς να τους αποκλείουν, βέβαια).
Ακόμη και αν ευσταθούν απολύτως οι κατηγορίες εναντίον του κ. Λιγνάδη (με όσα έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας), αυτός δεν διέπραξε όσα κατηγορείται ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Η όποια εγκληματική του δράση τον αφορά ως ιδιώτη στο παρελθόν ή, για την ακρίβεια, ως καλλιτέχνη (σκηνοθέτη, δάσκαλου κ.λπ.).
Η πολύτιμη αξία του ΜeΤoo έγκειται στο ότι ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση για την κατάχρηση εξουσίας που ασκούν πρόσωπα και φορείς που εσφαλμένα δεν εκλαμβάνουμε ως πολιτικά. Παράγοντες του αθλητισμού, προπονητές, σκηνοθέτες, ηθοποιοί (για την ώρα, πολύ λιγότερο καθηγητές και δημοσιογράφοι, κι αυτό έχει ενδιαφέρον) αποκαλύπτονται όχι μονάχα ως λειτουργοί ενός επαγγέλματος που συνήθως έχει να κάνει με την εκπαίδευση, τη διασκέδαση ή τον χώρο του θεάματος αλλά και ως φορείς μιας συχνά ανεξέλεγκτης εξουσίας.
Διότι αυτό που τελικά έχουμε ελάχιστα συνειδητοποιήσει και συζητήσει είναι ότι ο επαγγελματικός χώρος, όπως και ο οικογενειακός (αν και αυτός έχει απεικονιστεί, τουλάχιστον αλληγορικά, στον ελληνικό weird κινηματογράφο), ο χώρος της καλλιτεχνίας και της ψυχαγωγίας, οι θελκτικοί χώροι της κοινωνικής αυτοπραγμάτωσης ευρύτερα, εμπεριέχουν σκοτεινές πτυχές καταχρηστικής εξουσίας που σε μεγάλο βαθμό έχουμε επιτρέψει να κυριαρχούν.
Γιατί οι σχέσεις αυθαιρεσίας, οι σχέσεις ανομολόγητης βίας, αναπτύσσονται συχνά εκεί όπου έχουμε σχέσεις οικειότητας, εκεί όπου υπάρχουν οι φιλοδοξίες της κοινωνικής κινητικότητας και αναγνώρισης, εκεί όπου με κάποιον τρόπο το θύμα είναι αναγκασμένο να συναινέσει στη (λεκτική, σωματική ή άλλη) βία που του ασκείται εάν θέλει να επιβιώσει, να πετύχει, να μάθει, να μαθευτεί. Σε σχέσεις όπου η ρητή ή άρρητη, φαιδρή ή σοβαροφανής, σεξουαλική ή ρητορική, ανδροπρεπής ή μη βία παίρνει «εθιμοτυπικές» διαστάσεις.
Το πολιτικό ζητούμενο που θέτει το ΜeΤoo δεν είναι να στρατοπεδεύσουμε ξανά σε διαδικτυακούς εμφύλιους πολέμους, να διαχωριστούμε φανατικά σε αντιπολιτευόμενους και συμπολιτευόμενους και να προσωποποιήσουμε απολύτως το πρόβλημα στη μία ή στην άλλη περίπτωση (ανάλογα με το ποια πολιτική ταυτότητα «θύτη» μας βολεύει). Το θέμα είναι να αναλογιστούμε τις σχέσεις μικροεξουσίας στις οποίες εμπλεκόμαστε ο καθένας χωριστά και τους ρόλους μας σε αυτές.
Ενδοοικογενειακές, ενδοεπαγγελματικές, ενδοσυντεχνιακές μορφές αυταρχισμού μένουν απ’ όλους μας ανομολόγητες και συνεχίζουν να παράγουν τραυματικά συναισθήματα και συσσωρευμένο αίσθημα αδικίας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δίνουμε συχνά «άσυλο» σε μορφές βίαιης εξουσίας που παίρνουν το προσωπείο πατρικής ή ερωτικής φροντίδας, είτε υποτιμώντας το πρόβλημα είτε θεωρώντας αυτονόητο ότι οι ιεραρχικές σχέσεις, για να επιβεβαιωθούν, πρέπει να μετέλθουν τη σαδομαζοχιστική φάση «μαστίγιο και καρότο». Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι όσο οι ιεραρχικές σχέσεις δεν είναι σαφείς και ελεγχόμενες, τόσο μεγαλύτερος βαθμός αυθαιρεσίας και βίαιης χειραγώγησης υπεισέρχεται σε αυτές.
Αν το outing που περιέχει το ΜeΤoo περιοριστεί σε μια εικονική επανάσταση καταγγελίας, ελάχιστα πράγματα θα αλλάξουν. Εάν δεν δημιουργηθεί μια θεσμική ασπίδα των θυμάτων, εάν δεν καλλιεργηθεί το αίσθημα ασφάλειας μέσα από μηχανισμούς προστασίας τους και αποτροπής μελλοντικών βιασμών και εκβιασμών, η ανακύκλωση του προβλήματος είναι σίγουρη. Εάν όλη αυτή η συζήτηση δεν έχει κάποια απτά αποτελέσματα, όσον αφορά όχι μόνο τη δικαιοσύνη αλλά και την αναδιοργάνωση των σχέσεων οικογενειακής, εκπαιδευτικής και επαγγελματικής μας οικειότητας, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε συνθήκες ενός ακραίου νεοπουριτανισμού και μιας ανεξέλεγκτης αστυνόμευσης της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.
Το να «κόψουμε το κεφάλι του βασιλιά», για να δανειστούμε μια φράση του Μισέλ Φουκό, συνεπάγεται το να εξετάσουμε σοβαρά όλες τις μορφές αυθαίρετης εξουσίας της αθέατης καθημερινότητας, να κατοχυρώσουμε τα δικαιώματα των κατά τόπους πιο ευάλωτων ομάδων και να τις καταστήσουμε ορατές, αλλά όχι να οδηγηθούμε σε μια «ευνουχισμένη» κοινωνία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.