ΟΥΔΕΙΣ, ΦΥΣΙΚΑ, ΥΠΟΘΕΤΩ, είχε την απαίτηση να εξοικειωθούμε και να συμφιλιωθούμε ξαφνικά με όσα συνταρακτικά, περίεργα και αμφιλεγόμενα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του ’21 με αφορμή αυτό το τελετουργικό rebranding που στήθηκε για τα 200 χρόνια από την απαρχή του νεοελληνικού εθνικού κράτους. Και μάλιστα υπό τις κλινικές συνθήκες τις οποίες βιώνουμε.
Κρίμα από μία άποψη, επειδή θα ήταν ίσως μια χρυσή ευκαιρία να αποκτήσουμε μια βαθύτερη αντίληψη για τα γεγονότα εκείνης της εποχής από εκείνη που μας χάρισε το σχολείο και περιοριζόταν κυρίως στις περιοχές του μύθου, των συμβόλων και του εξωτισμού, καθώς παρουσιαζόταν συνήθως με όρους επετειακού σκετς.
Για 400 χρόνια εμείς, οι Έλληνες, ήμασταν υποδουλωμένοι στους βαρβάρους, σαν να έχουμε μείνει μαρμαρωμένοι ή σε υπολειπόμενη ανάπτυξη, περιμένοντας να αναλάβουμε ξανά τον αρχέγονο ρόλο μας στην Ιστορία. Και όταν δόθηκε το ιερό σύνθημα, επαναστατήσαμε και κερδίσαμε ηρωικά την εθνική μας ανεξαρτησία (με κάποια βοήθεια, είναι αλήθεια, από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, που αυτομάτως κατακυριεύτηκαν από φιλελληνικά αισθήματα, αδυνατώντας να αντισταθούν στις δυνάμεις του πεπρωμένου). The End. Α, ναι, κάποιοι έφαγαν και τον «πρωτοφιλελέ» Καποδίστρια, και κάπου εκεί τελείωνε η «συλλογική» αφήγηση σε πρώτο πληθυντικό.
Θυμάμαι μια κάποια απογοήτευση να πλανάται στην αίθουσα όταν μας είχε πει η δασκάλα ότι το πραγματικό όνομα του Νικηταρά του Τουρκοφάγου ήταν το αβάσταχτα πεζό (υπαλληλικό σχεδόν) Νικήτας Σταματελόπουλος.
Αν μη τι άλλο, μάθαμε τουλάχιστον σε τρυφερή ηλικία τη σημασία που μπορεί να έχει ένα ισχυρό nom de guerre. Θυμάμαι μια κάποια απογοήτευση να πλανάται στην αίθουσα όταν μας είχε πει η δασκάλα ότι το πραγματικό όνομα του Νικηταρά του Τουρκοφάγου ήταν το αβάσταχτα πεζό (υπαλληλικό σχεδόν) Νικήτας Σταματελόπουλος. Από την έναρξη του Αγώνα, όμως, μέχρι και το 1830, οπότε και αναγνωρίστηκε επίσημα το νέο ελληνικό κράτος, συνέβη ο κακός χαμός και το ματς ήταν διαρκώς αμφίρροπο και γεμάτο ανατροπές, ίντριγκες, δολοπλοκίες, συνωμοσίες, γάμους πολιτικού συμφέροντος και ατέλειωτες ζυμώσεις. Και μόνο οι δύο εμφύλιες συρράξεις που έγιναν (επιβεβαιώνοντας με το καλημέρα τις «παθογένειες της φυλής», για όσους θέλουν να το πάνε εκεί) με εμπλεκόμενους Φιλικούς, κοτζαμπάσηδες, καπεταναίους, προύχοντες, «Αγγλόφρονες» και μη, ή, ακόμα ειδικότερα, οι πολιτικοί «ελιγμοί» του Κολοκοτρώνη (τον οποίον παραδοσιακά δεν «αγγίζουμε») όλη αυτή την περίοδο αρκούν για σειρά-υπερπαραγωγή του Netflix με προοπτική πολλών κύκλων.
Έχει επισημανθεί και από άλλους, μου έχει φανεί κι εμένα όμως σημαντική παράλειψη (όπως κι αν το δει κανείς, συμβολικά, επικοινωνιακά, ανθρωπιστικά), το γεγονός ότι στις εκδηλώσεις εορτασμού για τα 200 χρόνια αγνοήθηκε η περίπτωση της μακρινής και μαρτυρικής Αϊτής, του πρώτου κράτους που αναγνώρισε την Επανάσταση του ’21, μερικά χρόνια μετά την ανακήρυξη της δικής της εθνικής ανεξαρτησίας. Έγραφε χαρακτηριστικά σε επιστολή του προς τον Αδαμάντιο Κοραή ο ηγέτης του «Χαϊτίου» Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ, κάνοντας λόγο για μια «τόσο ωραία και τόσο νόμιμη υπόθεση»:
«Μετά μεγάλου ενθουσιασμού εμάθομεν ότι η Ελλάς εδράξατο των όπλων, ίνα κτήσηται της ελευθερίας αυτής και την θέσιν, ην μεταξύ των εθνών του κόσμου κατείχε. Μία τόσον ωραία και τόσον νόμιμος υπόθεσις, και προ πάντων αι συνοδεύσασαι ταύτην πρώται επιτυχίαι, ουκ εισίν αδιάφοροι τοις Χαϊτίοις, οίτινες, ως οι Έλληνες, επί πολύν καιρόν έκλινον τον αυχένα υπό ζυγόν επονείδιστον και διά των αλύσεων αυτών συνέτριψαν την κεφαλήν της τυραννίας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.