Διαβάζοντας τα διθυραμβικά σχόλια στα βρετανικά μέσα για το «Conflict of Interest» του Ghetts και παρακολουθώντας την πορεία του άλμπουμ εκτός Αγγλίας, εύκολα διαπιστώνεις το χάος που χωρίζει τα τελευταία χρόνια τις διαφορετικές μουσικές γενιές, το οποίο είναι τεράστιο. Διαπιστώνεις, επίσης, ότι το ενδιαφέρον για τη νέα μουσική που βγαίνει εκτός Ελλάδας δεν έχει απλώς συρρικνωθεί, έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Κι αυτό αφορά τους μουσικόφιλους κάθε ηλικίας.
Ο Ghetts είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση καλλιτέχνη, γιατί εμφανίστηκε ως περιθωριακός ράπερ πριν από δεκαέξι χρόνια, εξελίχθηκε παράλληλα με το grime σε μία από τις πιο δυνατές φωνές του, πέρασε από το underground και τους πειρατικούς στη mainstream ποπ και σήμερα φτάνει στο απόγειό του με ένα άλμπουμ που δανείζεται από παντού, αλλά δημιουργεί κάτι νέο και φρέσκο, το οποίο άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο σύγχρονος αστικός ήχος της Βρετανίας.
Για τη γενιά που μεγάλωσε με grime και τραπ, το «Conflict of Interest» είναι ό,τι ήταν το «Blue Lines» των Massive Attack για τη γενιά που μεγάλωνε με ραπ και τον ήχο των πειρατικών σταθμών τη δεκαετία του ’80. Δεν είναι κάτι σοκαριστικά καινούργιο, όπως δεν ήταν σοκαριστικά καινούργιο ούτε το «Blue Lines», είναι ωστόσο ένας αριστουργηματικός δίσκος, όπου συνυπάρχουν underground τάσεις και ρυθμοί που κάποτε ήταν αλλόκοτοι και πρωτοποριακοί, αλλά σήμερα εντελώς «χωνεμένοι» από το mainstream: οι ήχοι της μειονότητας, των μεταναστών με αφρικανικές ρίζες που μεγάλωσαν στις αγγλικές πόλεις, των συνοικιακών κλαμπ, αλλά και οι ήχοι των ραδιοφωνικών επιτυχιών του Ed Sheeran, του Stormzy, του Skepta και του Giggs, δίπλα στη νέα γενιά των ράπερ που ορίζουν σήμερα τον «μαύρο» ήχο της Βρετανίας, τον Pa Salieu και τον Dave.
Δεν έχει σημασία να σταθεί κανείς στο πόσο σημαντικός είναι ο Ghetts για τη μουσική αυτήν τη στιγμή, αυτό θα το δείξει ο χρόνος, ωστόσο, με το πρώτο άλμπουμ του σε πολυεθνική καταφέρνει να φτιάξει έναν από τους δίσκους της χρονιάς και κάνει πραγματικότητα αυτό που προφητικά λέει στην εισαγωγή του δίσκου, ότι «τα καλύτερα χρόνια του είναι αυτά που έρχονται».
Το άλμπουμ του Ghetts είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο έχει αλλάξει ο τρόπος που εισπράττει τη νέα μουσική η πλειονότητα των μουσικόφιλων που είναι πάνω από 40: με πλήρη αδιαφορία. Αν είχε βγει προ εικοσαετίας, ένα άλμπουμ που έχει συγκεντρώσει το απόλυτο 95 στα 100 στο σκορ των νέων κυκλοφοριών του Metacritic (περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο άλμπουμ τα τελευταία χρόνια) θα ήταν ένα γεγονός που θα άξιζε να σχολιαστεί, να γίνει θέμα στα μέσα, να απασχολήσει τους φίλους της μουσικής, πέρα από προτιμήσεις και είδη.
Πριν από είκοσι χρόνια ένα άλμπουμ που έπαιρνε άριστα σε όλες τις κριτικές δεν υπήρχε περίπτωση να μην παιζόταν στο ελληνικό ραδιόφωνο, να μην είχε παρουσιαστεί από τα μουσικά έντυπα ή να μην είχε μπει στον κόπο να το ακούσει όποιος παρακολουθεί έστω και στοιχειωδώς τη μουσική. Βέβαια, το 2000 δεν υπήρχε Metacritic, αλλά υπήρχαν μουσικά έντυπα και ραδιόφωνο. Χωρίς playlist.
Ghetts — Mozambique (feat. Jaykae & Moonchild Sanelly)
Το «Conflict of Interest» πέρασε από τις σελίδες των αγγλικών εφημερίδων, ασχολήθηκαν μαζί του δυο-τρία μουσικά sites, πέρασε και για μία εβδομάδα από το Nο2 των βρετανικών τσαρτ και εξαφανίστηκε, καταδικασμένο στη λήθη, μέχρι να το θυμηθούν και να το βάλουν στη λίστα με τα καλύτερα στο τέλος της χρονιάς κάποιοι με καλή μνήμη. ΑΝ το θυμηθούν.
Προφανώς, την ίδια τύχη θα είχε και το άλμπουμ των Massive Attack αν είχε κυκλοφορήσει σήμερα. Το ευρωπαϊκό κοινό –μαζί και το ελληνικό– ενδιαφέρεται ελάχιστα (έως καθόλου) για τον καινούργιο βρετανικό ήχο, ειδικά για το grime, που δεν έγινε ποτέ μαζικό εκτός Βρετανίας.
Με εξαίρεση το drill, που έχει καταφέρει να διεισδύσει στους εφήβους και τους εικοσάρηδες–κι αυτό λόγω αμερικάνικων καταβολών–, ο αγγλικός αστικός ήχος έχει πάψει να ενδιαφέρει όσους έχουν μεγαλώσει ηλικιακά, έχουν ωριμάσει μουσικά και έχουν γίνει αυστηροί (έως μονομανείς) στις επιλογές τους. Και η αλήθεια είναι ότι ένα μουσικό είδος που συνδέεται με την παραβατικότητα (επειδή σχεδόν όλοι οι εκπρόσωποί του έχουν περάσει από τη φυλακή ή έχουν κάποιου είδους καταδίκη) ή μιλάει για πράγματα με τα οποία δεν μπορείς να ταυτιστείς εύκολα μπορείς να το απορρίψεις.
Από την άλλη, για τους πιτσιρικάδες που αγνοούν την έννοια του άλμπουμ, γιατί δεν το γνώρισαν ποτέ σε φυσική μορφή, και ακούνε τη μουσική αποσπασματικά και με το κομμάτι στο YouTube ή στο ΤikΤok, το 95 στα 100 του Metacritic δεν έχει καμία σημασία. Βλέπουν τα βίντεο που έχουν βγει ως προπομποί του «Conflict of Interest» και τους αφορούν όσο διαρκούν, δεν κάνουν τον κόπο ούτε καν να τα σχολιάσουν.
Όσον αφορά το ραπ, η μεγάλη άνθηση της τοπικής σκηνής κάθε χώρας τα τελευταία χρόνια και η ανταπόκριση που έχουν τα ντόπια ονόματα, τα οποία μονοπωλούν το ενδιαφέρον του εφηβικού κοινού, κυρίως λόγω γλώσσας, έχει προκαλέσει κάτι που είναι απρόβλεπτο, αλλά λογικό: τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος κυρίως στην ντόπια παραγωγή. Παρακολουθώντας τα νούμερα που κάνουν τα ελληνικά ραπ κομμάτια στο Spotify –τα οποία κάνουν ρεκόρ απλησίαστα για άλλα είδη–, καταλαβαίνεις ότι το κοινό που τα παρακολουθεί δεν ενδιαφέρεται και τόσο για το τι γίνεται στην Αμερική ή στην Αγγλία.
Τους τελευταίους μήνες έχουν βγει και περάσει σχεδόν απαρατήρητοι καταπληκτικοί δίσκοι των ράπερ της νέας γενιάς, όπως το «Send them to Coventry» του Pa Salieu, το «Made in the pyrex» του Digga D, το «Wild West» του Central Cee, το «Gang» του Headie One και το «Big Conspiracy» του J Hus, που ανανεώνουν τον urban ήχο της Βρετανίας. Ούτε ένας, όμως, δεν κατάφερε να περάσει τα σύνορα της χώρας, παρόλο που ως ήχος είναι πιο συναρπαστικός απ' οτιδήποτε άλλο κυκλοφορεί εκεί σήμερα.
Επιστρέφοντας στον δίσκο του Ghetts, από την εισαγωγή φαίνεται ότι είναι μια αναδρομή στην τριανταεπτάχρονη ζωή του, με διάθεση αυτοκριτικής και αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Rudeboy, I'm the certiest / A thank-you ain't enough for my services / I was probably an accident, but I know what my purpose is / My skin is immaculate, but I've done some dirty tings» (πιθανόν γεννήθηκα από ατύχημα, αλλά γνωρίζω ποιος είναι ο σκοπός μου / το δέρμα μου είναι πεντακάθαρο, αλλά έχω κάνει κάποια βρόμικα πράγματα…).
Ghetts — «No Mercy» feat Pa Salieu & BackRoad Gee
Στο «Autobiography» αφηγείται όλη του τη ζωή, την οποία συγκρίνει, μάλιστα, με ελληνικό μύθο («People say they want the truth, but they settle for dishonesty / Analyse the game and all you'll find is Greek mythology»), αναφέροντας όλες τις δύσκολες στιγμές που τον έχουν σημαδέψει, τις συμμαχίες, τα πρόσωπα που τον βοήθησαν –και τον βοηθούν ακόμα– να γίνει αυτό που είναι. Το παιδί που μεγάλωσε στο Plaistow του ανατολικού Λονδίνου και βρέθηκε ανήλικο ακόμα στη φυλακή, κατηγορούμενο για ληστείες, έχει αφήσει πίσω του τον παλιό του εαυτό και ως άντρας κατασταλαγμένος και ώριμος δημιουργεί ένα άλμπουμ με δικό του ήχο, αφού έχει περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια πειραματιζόμενος με στυλ και είδη: από το σκληρό grime, ως μέλος της underground κολεκτίβας NASTY Crew και ιδρυτής των The Movement, μέχρι τη δημιουργία πετυχημένων singles που του χάρισαν το 2008 μια υποψηφιότητα στα αμερικανικά βραβεία BET στην κατηγορία του Καλύτερου Διεθνούς Καλλιτέχνη.
Θυμάται τις μέρες που πέρασε στη φυλακή ως ανήλικος παραβάτης, όπου ένα κορίτσι από το σχολείο του, η Sonya, του έγραφε σχεδόν καθημερινά, μέχρι να εξαφανιστεί ξαφνικά και εντελώς από τη ζωή του, χωρίς καμία προειδοποίηση. Ο καημός για τη Sonya περιφέρεται στα κομμάτια, με αποκορύφωμα το τραγούδι που έχει το όνομά της, όπου πλέον τη δικαιολογεί και τη συγχωρεί (το ρεφρέν της Emeli Sande, μιλώντας ως Sonya, είναι συγκινητικό: «Πριν με κρίνεις, έλα στη θέση μου, δες όσα δεν έβλεπες, τη σκατοκατάσταση που περνούσα, ήταν πολύ δύσκολο να παλέψω με τη μαυρίλα μου»).
Η προσπάθειά του να τη βρει όταν βγήκε από τη φυλακή στα δεκαεννιά και να ξανασυνδεθεί μαζί της, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, του έχουν αφήσει πίκρα και πόνο, που ακόμα και σήμερα φαίνονται στη φωνή του κάθε φορά που την αναφέρει. Οι σχέσεις του, ερωτικές και οικογενειακές, αποκαλύπτονται στο «Dead to me» (όπου μιλάει για τους χωρισμούς του και τη ζωή του με τη διαταραχή ελλειμματικής προσοχής) και στο «Proud Family», όπου περιγράφει πώς η μητέρα του κατάφερε να μεγαλώσει μόνη της παιδιά και ανίψια, δίνοντας ένα φωτεινό παράδειγμα στην κοινωνία.
Στο «Little Bo Peep» καλεί τον Dave και τον Wretch 32 να δώσουν όλοι μαζί ένα μήνυμα στους ακροατές για το πόσο εύκολο είναι να κυλήσεις στο έγκλημα και να τους προτρέψουν να μείνουν μακριά από τους πειρασμούς. Το άλμπουμ κλείνει με ένα μήνυμα που μπορεί να ακούγεται ως μια προφανής ηθικολογία, αλλά έχει αξία επειδή ξέρουν πόσο μπορούν να επηρεάσουν τους νεαρούς φαν τους. Το «Conflict of Interest» ανοίγει και κλείνει με αφορισμούς, αλλά η αποστασιοποίηση του Ghetts από την παραβατικότητα και η δήλωση μετανοίας είναι αυτά που κάνουν το άλμπουμ τόσο σημαντικό, η προσωπική συντριβή και η πορεία προς την κάθαρση μέσα από σπασμένα κομμάτια που έχει μοιράσει στα τραγούδια.
Ghetts feat Stormzy & Ghetto — «Skengman»
Οι πιο σημαντικές στιγμές μουσικά, ωστόσο, είναι όλα τα singles που έχει κυκλοφορήσει (για το κοινό που δεν θα μπει ποτέ στον κόπο να ακούσει το άλμπουμ), ένα-ένα, από το «Skengman» με τον Stormzy (με ένα φουτουριστικό βίντεο, σκηνοθετημένο από τον Nathan James Tettey) και το «IC3» με τον Skepta μέχρι το «Crud» με τον Giggs. Οι κορυφαίες στιγμές του άλμπουμ είναι το «Mozambique» με τον Jaykae και τη Moonchild Sanelly, που προσθέτει την νοτιαφρικάνικη προφορά της σε ένα συγκλονιστικό ρεφρέν, και το εθιστικό «No Mercy» με τους Pa Salieu και BackRoad Gee.
Δύσκολα θα βρεις τέτοιες ονειρικές ενορχηστρώσεις, με φυσικά όργανα και πραγματικά έγχορδα, και μάλιστα σε ένα grime άλμπουμ. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που γίνονται αναφορές στον Kendrick Lamar στις μέχρι τώρα κριτικές, η πλούσια παραγωγή και ο λυρικός τρόπος που αφηγείται τις ιστορίες του.
Από τις πιο αδύναμες στιγμές του «Conflict of Interest» είναι η προσπάθεια αναβίωσης του UK garage με το «Good Hearts» (το οποίο τραγουδάει η Aida Lae) και το εντελώς μελοδραματικό «10.000 Tears» με τον Ed Sheeran, που του ανταποδίδει τη συνεργασία μία δεκαετία μετά το «Drown me οut». Δεν είναι καθόλου κακά κομμάτια, αλλά είναι μάλλον αταίριαστα ανάμεσα στα υπόλοιπα.
Δεν έχει σημασία να σταθεί κανείς στο πόσο σημαντικός είναι ο Ghetts για τη μουσική αυτήν τη στιγμή, αυτό θα το δείξει ο χρόνος, ωστόσο με το πρώτο άλμπουμ του σε πολυεθνική (το «Send them to Coventry» κυκλοφορεί από τη Warner) καταφέρνει να φτιάξει έναν από τους δίσκους της χρονιάς και κάνει πραγματικότητα αυτό που προφητικά λέει στην εισαγωγή του δίσκου, ότι «τα καλύτερα χρόνια του είναι αυτά που έρχονται».
Αν αυτός ο δίσκος είχε βγει στο παρελθόν, οποιαδήποτε άλλη εποχή, σήμερα θα χαρακτήριζε ένα ολόκληρο μουσικό είδος.
Ghetts ft. Giggs - Crud