Η χρονιά που είναι αφιερωμένη στον Γιόζεφ Μπόις μόλις άρχισε. Κάπως αλλιώς είχε φανταστεί η χώρα να γιορτάσει έναν από τους δημοφιλείς και αμφιλεγόμενους καλλιτέχνες της, ωστόσο η πανδημία δεν εμποδίζει τη Γερμανία να οργανώσει εκθέσεις για να τιμήσει τον πρώτο καλλιτέχνη της, που με τόση επιμονή επιχείρησε να αποσυνδέσει την τέχνη από τα ελίτ χαρακτηριστικά της και να τη μεταφέρει μέσα από το κοινωνικό γλυπτό –την κεντρική ιδέα του για τον κόσμο της τέχνης που υποστηρίζει ότι κάθε άτομο έχει δημιουργικές δυνατότητες που πρέπει να ανακαλυφθούν και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για το κοινό καλό– στην ακόμα και πληκτική καθημερινότητα των ανθρώπων.
Με τον κόσμο σε κατάσταση κρίσης, το περίφημο μανιφέστο «Call for Alternative», στο οποίο πρότεινε νέα μοντέλα για την παραγωγή και την οικονομία, είναι ξανά στην επικαιρότητα, αν και από τότε που γράφτηκε δεν έπαψε να είναι ποτέ επίκαιρο, σε περίπτωση που θέλουμε να τον αντιμετωπίσουμε με στοιχειώδη ειλικρίνεια. Γιατί ο Μπόις ήξερε ότι το παιχνίδι της τέχνης εμπεριέχει μια ματαιότητα, την οποία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί και την υπηρέτησε για να περάσει τις ιδέες του, να δείξει ότι γλυπτική είναι η γλώσσα, η σκέψη, η διανόηση, να σοκάρει με τη δουλειά του και τα υλικά του, τσόχα, λίπος κερί, μέλι, ζάχαρη, να προβάλλει τις πολιτικές του απόψεις του όταν μιλούσε για άμεση δημοκρατία.
Ο Μπόις άνοιξε δραστικά μια συζήτηση για την έννοια της τέχνης και την επέκτασή της ή τη σύνδεσή της με ζητήματα που δεν παύουν να απασχολούν τους καλλιτέχνες του 21ου αιώνα σχετικά με τη δημοκρατία, το ρόλο που επιτελεί η τέχνη απέναντι στην κοινωνία, τις συζητήσεις και τις ζυμώσεις ως διαδικασία της τέχνης πέρα από τα έργα τέχνης μιας συλλογής, πιστεύοντας στη δημιουργική δύναμη του καλλιτέχνη που μπορεί να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο.
Με τη μελετημένη εμφάνισή του, το τσόχινο χαρακτηριστικό καπέλο, με την προβοκατόρικη παρουσία του, τελικά έβαλε τη σφραγίδα του στην τέχνη όσο λίγοι. Ο σαμάνος της τέχνης, ο πρωτοπόρος, ο ανανεωτής, ο τσαρλατάνος για πολλούς ακόμα και σήμερα, άφησε πίσω του χιλιάδες έργα, δεν έπαψε με τις εγκαταστάσεις του και τα δρώμενα που σκηνοθετούσε να παρεμβαίνει κοινωνικά, κυρίως όμως άφησε μια παρακαταθήκη: ήταν αυτός που άνοιξε ξανά και πολύ επιθετικά τη συζήτηση για το τι είναι τέχνη, μια συζήτηση που συνεχίζεται με την ευκαιρία της επετείου της γέννησής του το 1921 στο Κρέφελντ, σε μουσεία και ιδρύματα της Γερμανίας.
Ο Μπόις κατάφερε να έχει έναν ρόλο, του πρωταγωνιστή, σε μια τέχνη άγνωστη μέχρι τότε, την τέχνη της αμφισβήτησης του ίδιου του ρόλου του ως καλλιτέχνη.
«Όταν οι άνθρωποι με ρωτάνε "είστε καλλιτέχνης", τους λέω να σταματήσουν με αυτές τις αηδίες. Δεν είμαι καλλιτέχνης. Εκτός και αν είμαστε όλοι καλλιτέχνες τότε είμαι κι εγώ μαζί» έλεγε.
Ο καλλιτέχνης που σπούδασε μετά τον πόλεμο στην Ακαδημία του Ντίσελντορφ και δεν δίστασε να έρθει σε διαμάχη με τον τότε υπουργό Επιστημών Γιοχάνες Ράου, διότι κατέλαβε την Aκαδημία μαζί με φοιτητές που είχαν απορριφθεί στις εισαγωγικές εξετάσεις, για να αποπεμφθεί τελικά, θα γινόταν τον Μάιο 100 ετών.
Δώδεκα μουσεία στη Ρηνανία συμμετέχουν στο πρόγραμμα της επετείου για τα 100ά γενέθλιά του. Το μουσείο K20 στο Ντίσελντορφ και η Art Collection NRW διοργανώνουν τις λεγόμενες «κοσμοπολίτικες ασκήσεις» από τις 27 Μαρτίου 2021, με την έκθεση να ανοίγει με 24 γυναίκες και άνδρες να παίζουν μουσική από τον Eρίκ Σατί για 24 ώρες στο χώρο της καλλιτεχνικής συλλογής του μουσείου, ως ανάμνηση της σχέσης του Μπόις με το έργο του Σατί, ενώ επιλεγμένες καλλιτεχνικές δράσεις του Μπόις, όπως καταγράφηκαν από σύγχρονούς του σε οπτικό υλικό, προβάλλονται ως υπενθύμιση της καλλιτεχνικής του πορείας και των διάσημων δράσεών του, όπως το «Μου αρέσει η Αμερική και εγώ αρέσω στην Αμερική» του 1974, όταν ο καλλιτέχνης κλειδώθηκε με ένα ζωντανό κογιότ σε μια γκαλερί της Νέας Υόρκης για δύο ημέρες –κάτι που όχι μόνο του προσέδωσε τη φήμη ενός σαμάνου, αλλά εκτίναξε τις τιμές των έργων του–, την εκστρατεία δενδροφύτευσης «7.000 βελανιδιές» στην documenta 7 το 1982, την εγκατάσταση «Βρύση από την οποία ρέει μέλι στον χώρο εργασίας» στο Μουσείο Fridericianum του Κάσελ, στην documenta 6 το 1977, ως μια μορφή κριτικής του καπιταλισμού.
Το μουσείο Schloss Moyland στο οποίο υπάρχει το αρχείο του καλλιτέχνη θα παρουσιάσει την έκθεση «Ο Γιόζεφ Μπόις και οι σαμάνοι» για τη σχέση του με τον σαμανισμό και τον ρόλο του σαμάνου που ανέλαβε σε πολλές δράσεις και εφάρμοσε σε πολλές πρακτικές του. Σε διάφορες δράσεις των μουσείων οι διοργανωτές δεν παρέλειψαν να προσκαλέσουν προσωπικότητες, από την Πάτι Σμιθ μέχρι την Γκρέτα Τούνμπεργκ, για να μιλήσουν για την επιρροή του στα φλέγοντα ζητήματα του κόσμου στις μέρες μας.
Ο Μπόις άνοιξε δραστικά μια συζήτηση για την έννοια της τέχνης και την επέκτασή της ή τη σύνδεσή της με ζητήματα που δεν παύουν να απασχολούν τους καλλιτέχνες του 21ου αιώνα σχετικά με τη δημοκρατία, τον ρόλο που επιτελεί η τέχνη απέναντι στην κοινωνία, τις συζητήσεις και τις ζυμώσεις ως διαδικασία της τέχνης πέρα από τα έργα τέχνης μιας συλλογής, πιστεύοντας στη δημιουργική δύναμη του καλλιτέχνη που μπορεί να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο.
Ακόμα και αμφισβητώντας το παράδειγμά του ή την καλλιτεχνική του χειρονομία, ο Μπόις είναι ο πρωταγωνιστής του καλλιτεχνικού τοπίου ως μια περίπλοκη καλλιτεχνική φυσιογνωμία που επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ακριβής ερμηνεία για το έργο και την προσωπικότητά του, έναν αιώνα από τη γέννησή του, κάνει την περίπτωσή του ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.