Για τον Μπομπ Όντενκερκ η διασημότητα άργησε να έρθει, είναι αυτό που λέμε late bloomer. Γεννημένος το 1962 στην πολιτεία του Ιλινόι, ο Όντενκερκ μεγάλωνε σε μια οικογένεια με επτά αδέρφια, αλλά κι έναν ως επί το πλείστον απόντα, αλκοολικό πατέρα. Το χιούμορ ήταν ο τρόπος του για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες, όπως δηλώνει σε μελλοντικές συνεντεύξεις του.
Και όντως ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της κωμωδίας από νωρίς. Στον ραδιοφωνικό σταθμό του πανεπιστημίου, όπου σπούδαζε, είχε μια μεταμεσονύκτια κωμική εκπομπή. Τότε ήταν που ξεκίνησε και δειλές εμφανίσεις σε σκηνές ως stand-up κωμικός. Ο δρόμος του θα τον έφερνε μέχρι τη μεγάλη του Saturday Night Live σχολή, τη θρυλική αυτή σατιρική εκπομπή από όπου πέρασαν και συνεχίζουν να περνούν τα μεγαλύτερα ταλέντα της αμερικανικής κωμωδίας.
Προσλήφθηκε εκεί μόνο για να συνδράμει στη συγγραφή των σκετς, μα σύντομα θα ακολουθούσαν και μικρές εμφανίσεις μπροστά από τον φακό. Το 1989 θα μοιραστεί ένα Emmy σεναρίου για κωμική εκπομπή με τους υπόλοιπους σεναριογράφους του σόου για τη δουλειά του, ένα βραβείο το οποίο νιώθει μέχρι σήμερα πως δεν άξιζε, καθώς δεν ήταν ευχαριστημένος από το υλικό που παρήγαγε την εποχή εκείνη.
Οι κριτικές είναι συγκρατημένα θετικές, με τις περισσότερες να εκθειάζουν την παρουσία του Όντενκερκ στο φιλμ, τον οποίο βλέπουμε στο τρέιλερ της ταινίας να υιοθετεί μια ιστγουντική βλοσυρότητα που δεν φαντάζει καθόλου παράταιρη σε σχέση με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του.
Mέσω του Saturday Night Live γνώρισε τον Μπεν Στίλερ, έγιναν φίλοι, και συνεργάστηκαν στο The Ben Stiller Show, την προσπάθεια του Αμερικανού κωμικού να βαδίσει στα χνάρια του διασημότερου (τότε) πατέρα του. Σύμφωνα με τις κριτικές της εποχής, το σόου ήταν από τα καλύτερα στο είδος, τα νούμερα, όμως, δεν συμφωνούσαν κι έτσι το κανάλι έβαλε πρόωρο φρένο στην παραγωγή.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, καθώς το 1993 ο Όντενκερκ θα κερδίσει ένα δεύτερο Emmy σεναρίου για κωμική εκπομπή, για το οποίο αισθάνεται περισσότερο περήφανος. Στη συνέχεια θα κάνει κι ένα μικρό πέρασμα από το The Cable Guy (1996), την αμήχανη μαύρη κωμωδία του Μπεν Στίλερ, όπου ο Τζιμ Κάρεϊ επιχειρούσε για πρώτη φορά να εξερευνήσει την πιο σκοτεινή πλευρά του. Μέσα στη δεκαετία θα συνεχίσει να γράφει για κωμικά σόου και σειρές, θα συνεργαστεί με τον Κόναν Ο' Μπράιαν στο σόου του, θα αυξηθούν τα περάσματα μπροστά από τον φακό, ενώ θα αποκτήσει και ένα δικό του, επιτυχημένο σκετσάκι στο The Larry Sanders Show.
Η επόμενη δεκαετία θα τον βρει να σκηνοθετεί τρεις ταινίες. Το Melvin goes to Dinner (2003) θα κερδίσει το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ SXSW και θα κάνει τους κριτικούς να μιλούν για μια ενδιαφέρουσα νέα φωνή. Ακολούθησαν το Let’s Go to Prison (2006), μια ταινία που αν τη γύριζε σήμερα, οι σταυροφόροι της πολιτικής ορθότητας θα τον είχαν σταυρώσει, και το The Brothers Solomon (2007), μια ανυπόφορη φαρσοκωμωδία που περιέργως υπήρξε μεγάλο σουξέ στα ελληνικά βιντεοκλάμπ.
Το κοινό στοιχείο όλων αυτών των προσπαθειών ήταν η αποτυχία τους στο box office και η πλήρης αδιαφορία του ευρύτερου κοινού. Το τρένο της διασημότητας φαινόταν να έχει φύγει για τον Όντενκερκ, καθώς οι προτάσεις του για σειρές και εκπομπές δεν έβρισκαν ανταπόκριση από τα τηλεοπτικά κανάλια και η ερμηνευτική του καριέρα δεν πήγαινε καθόλου καλύτερα – έφτανε κοντά σε ρόλους, σαν τον πρωταγωνιστικό στην αμερικανική εκδοχή του The Office, για να τους χάσει από γνωστότερους κωμικούς.
Και κάπου εκεί ήρθε στη ζωή του το Breaking Bad. To 2009 εντάχθηκε στο καστ για μία εμφάνιση μόλις τριών επεισοδίων. Ο ρόλος του Saul, του δικηγόρου που λέει ψέματα πιο γρήγορα κι από τον ίσκιο του και αναλαμβάνει μια υπόθεση μόνο αν είναι απολύτως βέβαιο ότι θα χρειαστεί να λερώσει τα χέρια του, αποδείχτηκε ρόλος ζωής.
Οι δημιουργοί της σειράς έμειναν πολύ ευχαριστημένοι με τη δουλειά του, οι φαν μιλούσαν με ενθουσιώδη σχόλια γι’ αυτόν σε forums και social και γι’ αυτό αποφασίστηκε όχι μόνο να μείνει στη σειρά ο χαρακτήρας, αλλά να του δοθούν και περισσότερα πράγματα για να κάνει.
Και κάπως έτσι ο Όντενκερκ, ένας αφανής ήρωας της αμερικανικής κωμωδίας, έγινε από το πουθενά μεγάλος τηλεοπτικός σταρ, στην ηλικία των 46 ετών. Ήταν τέτοια η δημοφιλία του χαρακτήρα, που στη συνέχεια απέκτησε spin-off σειρά με άξονα αυτόν, το γνωστό σε όλους μας Better Call Saul που διανύει ήδη την πέμπτη σεζόν του. Για την ερμηνεία του στη σειρά ο Όντενκερκ έχει ήδη 4 άσφαιρες υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ερμηνείας σε Δραματική Σειρά. Ενδεχομένως η αναπόφευκτη πέμπτη να είναι και η τυχερή του.
Η τηλεοπτική επιτυχία άνοιξε τον δρόμο για να εμπλουτιστεί και το κινηματογραφικό βιογραφικό του. Ολοένα και περισσότεροι δημιουργοί πρώτης γραμμής άρχισαν να αναζητούν το ταλέντο του για να πλαισιώσουν το καστ της ταινίας τους με ανθρώπους που μπορούν να δώσουν το κάτι παραπάνω ακόμα και στις πιο άχαρες σκηνές. Μεταξύ άλλων, τον κάλεσε ο Αλεξάντερ Πέιν στη Nebraska (2013) του, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στο The Post (2017) και η Γκρέτα Γκέργουιγκ στo Little Women (2019).
Φέτος ο Όντενκερκ κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξωφρενική περιπέτεια Nobody (2021). Σαν άλλος Λίαμ Νίσον επανασυστήνεται ως ήρωας δράσης στην ηλικία των 58. Στην ταινία ο Όντενκερκ υποδύεται έναν φαινομενικά φιλήσυχο οικογενειάρχη που στην πραγματικότητα δούλευε ως πληρωμένος εκτελεστής. Όταν μια διάρρηξη διαταράσσει την οικογενειακή του γαλήνη, ο ήρωας θα επιστρατεύσει εκ νέου τις ειδικές ικανότητες του, προκειμένου να τιμωρήσει τους υπαίτιους και να ξεμπερδέψει με το παρελθόν του μια και καλή.
Στην παραγωγή της ταινίας βρίσκουμε τον Ντέιβιντ Λιτς, που με τα John Wick (2014) και Atomic Blonde (2017) επανέφερε στο προσκήνιο την κασκάντα και τη χορογραφία εντός του κάδρου, στοιχεία που το αμερικανικό σινεμά δράσης για χρόνια παραμελούσε, πριμοδοτώντας την ομοβροντία οπτικών εφέ και τη χορογραφία μέσω του μοντάζ. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Ίλια Ναϊσούλερ, υπεύθυνος για την (άστοχη στα όρια του εκνευρισμού) first-person ταινία δράσης Hardcore Henry (2015).
Οι κριτικές είναι συγκρατημένα θετικές, με τις περισσότερες να εκθειάζουν την παρουσία του Όντενκερκ στο φιλμ, τον οποίο βλέπουμε στο τρέιλερ της ταινίας να υιοθετεί μια ιστγουντική βλοσυρότητα που δεν φαντάζει καθόλου παράταιρη σε σχέση με τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του.
Το Nobody θεωρείται ήδη επιτυχία, καθώς έχει συγκεντρώσει 12,4 εκατομμύρια δολάρια στο αμερικανικό box-office σε μόλις 12 μέρες προβολής. Ίσως φαίνονται λίγα, αλλά τα νούμερα των εισπράξεων έχουν αλλάξει δραματικά στην εποχή του Covid. Για να δώσουμε ένα μέτρο σύγκρισης, τα δύο τελευταία πρωταγωνιστικά οχήματα ενός action hero εγνωσμένης αξίας, του προαναφερθέντα Λίαμ Νίσον, έκαναν συνολικές εισπράξεις 14 και 15 εκατομμυρίων αντίστοιχα – μιλάμε για τις ταινίες The Honest Thief (2020) και The Marksman (2021).
Το Nobody αναμένεται να ξεπεράσει κατά πολύ αυτά τα νούμερα, κάποιοι αναλυτές πιστεύουν ότι, με δεδομένη και την έλλειψη ανταγωνισμού, μπορεί να κλείσει σε ένα τελικό νούμερο κοντά στα 30 εκατομμύρια. Καθόλου άσχημα για μια περιπέτεια με πρωταγωνιστή έναν μεσήλικα πρώην κωμικό με μηδενική πρωταγωνιστική παρουσία στο σελιλόιντ.
Την ταινία θα τη δούμε και στις ελληνικές αίθουσες στις 10 Ιουνίου, Θεού θέλοντος και κορωνοϊού επιτρέποντος. Όσο για τον συμπαθή κωμικό; Τώρα που μας προέκυψε και action icon, ποιος ξέρει ποιο θα είναι το επόμενό του βήμα. Ίσως να γίνει και υπερήρωας της Marvel.