Υπήρξε από τις επιφανέστερες μορφές του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα. Εξέδιδε τη Νέα Οικολογία (1984-1999), συνέγραψε υπομνήματα, μελέτες και θεωρητικά βιβλία, συμμετείχε σε διάφορες κινήσεις, δίδαξε σε πολλά Πανεπιστήμια, ίδρυσε το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος το 2000, διεύθυνε το Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών, συνεργάστηκε και με διεθνείς οργανισμούς, όμως αποσύρθηκε από τον χώρο όταν αποφάσισε ότι η λογοτεχνία τού πήγαινε πλέον περισσότερο και ότι μέσω αυτής θα εκφραζόταν καλύτερα.
Οι εξειδικευμένες γνώσεις του ως μηχανικού και περιβαλλοντολόγου και τα πολλά του ανά τον κόσμο ταξίδια –σε δύο από αυτά κιόλας, λίγο έλειψε να τον παντρέψουν!– του παρείχαν άφθονο πρωτογενές υλικό.
Το «στοίχημα» δεν ήταν εύκολο, εντέλει όμως φαίνεται ότι τον δικαίωσε. Ανάμεσα στις διακρίσεις του, το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για την «Εκουατόρια» το 2016.
Η «Παραγουάη», το τελευταίο του μυθιστόρημα, «μια πραγματεία για την υπαρξιακή σχέση μας με την άγρια ή καθημαγμένη φύση», καθώς διαβάζω στο οπισθόφυλλο, ξεκινά με έναν Καρδιτσιώτη γεωπόνο που στα προεόρτια της ελληνικής κρίσης επιχειρεί ένα νέο ξεκίνημα σε μια λατινοαμερικάνικη χώρα, που δεν είναι ούτε πλούσια, ούτε διάσημη, ούτε τουριστικός προορισμός, αλλά γι’ αυτό ακριβώς την προτιμά, συν ότι με κάποιο τρόπο θυμίζει την Ελλάδα των γονιών του.
Αυτή ήταν και η αφορμή της παρούσας συνέντευξης στην οποία μιλήσαμε όχι μόνο για λογοτεχνία αλλά επίσης –κατόπιν δικής μου επιμονής γιατί ο ίδιος το απέφευγε!– για οικολογία, περιβάλλον και «πράσινες» πολιτικές. Για τους Γερμανούς «Πρασίνους» και την Γκρέτα, για την κλιματική αλλαγή ως trend, για τις κατακτήσεις του διεθνούς οικολογικού κινήματος και τις νέες προκλήσεις, μια από τις οποίες είναι, λέει, οι οφειλόμενες στον υπερπληθυσμό, την ανεξέλεγκτη αστικοποίηση και την υπερκινητικότητα, πανδημίες. Για τις σχηματικές απαντήσεις και τις εύκολες λύσεις που «δεν υπάρχουν». Για τα μακρινά ταξίδια που δεν τον συγκινούν πια εφόσον «έχουν ομογενοποιηθεί και τουριστικοποιηθεί τα πάντα», για την «εμπειρία ζωής» στο Καμερούν, όπου εργάστηκε νεότερος ως μηχανικός, τη Λατινική Αμερική που επανειλημμένα επισκέφθηκε, για τους Έλληνες της διασποράς που απέφευγε επιμελώς, για το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα επίσης και τον «εκφυλισμό» του, για τα περιβαλλοντικά νομοσχέδια που διαρκώς εξαγγέλλονται και ουδέποτε εφαρμόζονται.
Tα περισσότερα μέρη του πλανήτη μοιάζουν πια τόσο μεταξύ τους ώστε δεν έχεις κάτι ιδιαίτερο να ανακαλύψεις. Έχουν ομογενοποιηθεί και τουριστικοποιηθεί τα πάντα, δεν σε γοητεύει πια δηλαδή ως περιπέτεια, τουλάχιστον αν είσαι άνθρωπος με άλλες ανησυχίες κι ενδιαφέροντα.
«Στα βιβλία μου ο τόπος είναι ήρωας της αφήγησης. Επικαθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις δράσεις των ηρώων. Η φύση είναι σε διαρκή διάλογο με τον άνθρωπο. Ακόμη και η κατεστραμμένη φύση… Η σχέση τους είναι πολλαπλά υπαρξιακή. Είναι μια λύτρωση η λογοτεχνία και ταυτόχρονα μια κάθαρση. Για τον συγγραφέα, τους ήρωές του αλλά και για τον αναγνώστη, όπως συνέβαινε και στις αρχαίες τραγωδίες – «διότι πέρα από τον Αγαμέμνονα και την Κλυταιμνήστρα υπάρχει ο μέσος Αθηναίος που έβλεπε την παράσταση από τις κερκίδες!», θα πει εν κατακλείδει.
— Κατ' αρχάς, γιατί και πώς προέκυψε η «Παραγουάη»;
Πολλά βιβλία μου «δανείζονται» ως τίτλους τοπωνύμια. «Ο Μεγάλος Αμπάι» είναι ο Γαλάζιος Νείλος, «Η Χρυσή Ακτή», το πρώτο μου μυθιστόρημα (2005), παραπέμπει στη Δυτική Ακτή της Αφρικής, στην Γκάνα, που την εποχή του δουλεμπορίου ονομαζόταν έτσι. Η «Τελευταία έξοδος, Στυμφαλία» αναφέρεται σε έναν τόπο μυθολογικό, που όμως είναι ταυτόχρονα υπαρκτός, η «Εκουατόρια», που πήρε και το Κρατικό Βραβείο το 2016, είναι μια επινοημένη και λίγο ονειρική γεωγραφική ενότητα στην Κεντρική Αφρική.
Ο τίτλος «Παραγουάη» τώρα αφενός αναφέρεται στην ομώνυμη χώρα –στα προλαλήματα της ελληνικής κρίσης ένας Καρδιτσιώτης γεωπόνος αποφασίζει μετά τον χωρισμό του να ξενιτευθεί για ένα καινούργιο ξεκίνημα κι ενώ δεν είχε μεγάλη εμπειρία από ταξίδια διάλεξε τη συγκεκριμένη χώρα «από το βλέμμα ενός τζάγκουαρ σε μια αφίσα», όπως μας λέει– εξού και το εξώφυλλο.
Η Παραγουάη δεν είναι τουριστικός προορισμός, σε αντίθεση με τη γειτονική Βραζιλία που παρά τα πολλά της θέλγητρα δεν συγκινεί τον ήρωά μας που πέρασε κι από εκεί, μάλλον τον απωθεί η εντελώς αγοραία κουλτούρα της. Η Παραγουάη είναι μια χώρα στους αντίποδες της Ελλάδας και μάλιστα της ορεινής Καρδίτσας από όπου προέρχονται και οι δύο ήρωες της αφήγησης, έχει επίσης πολλά ποτάμια αλλά όχι θάλασσα, είναι επιπλέον στους αντίποδες των εθνικών φαντασιώσεων και των αρχετύπων μας, μια διέξοδος, ένα όνειρο σαν το κινηματογραφικό Brazil, όπου η Βραζιλία του τίτλου δεν υπάρχει πουθενά στην ταινία.
— Σχετίζεται, φαντάζομαι, και το μυθιστόρημα αυτό με κάποιο από τα πολλά σου ταξίδια.
Ακριβώς, όπως όλα τα παραπάνω βιβλία. Ναι, έχω γυρίσει πολύ, εγκατέλειψα όμως προ ετών το «άθλημα» των μεγάλων, τουλάχιστον, ταξιδιών, κυρίως επειδή τα περισσότερα μέρη του πλανήτη μοιάζουν πια τόσο μεταξύ τους ώστε δεν έχεις κάτι ιδιαίτερο να ανακαλύψεις. Έχουν ομογενοποιηθεί και τουριστικοποιηθεί τα πάντα, δεν σε γοητεύει πια δηλαδή το ταξίδι ως περιπέτεια, τουλάχιστον αν είσαι άνθρωπος με άλλες ανησυχίες κι ενδιαφέροντα.
Όμως τα ταξίδια ήταν για μένα επί μακρόν υπόθεση ζωής, σχετίζονταν άλλωστε και με τη δουλειά μου. Ξεκίνησα την επαγγελματική μου καριέρα στα 25 μου ως μηχανικός στο Καμερούν όπου έζησα δύο χρόνια, μια συγκλονιστική εμπειρία που με καθόρισε σε πολλά επίπεδα. Η φύση, οι μυρωδιές, οι ήχοι, οι χοροί, οι μουσικές που παιζόντουσαν μέχρι και στις κηδείες, στις οποίες οι ντόπιοι στήνουν τριήμερες γιορτές ώστε να ησυχάσει και ταυτόχρονα να τους ευνοήσει το πνεύμα του εκλιπόντος, οι λογοτεχνικές εισροές από τον αμερικανικό Νότο και κοντά σε αυτά, μια ευρύτερη οικολογική και αναπτυξιακή προβληματική που ήδη με απασχολούσε.
Η χώρα βρισκόταν κιόλας τότε στη διαδικασία της αποαποικιοποίησης, οι κοινωνικές ανισότητες και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που δημιουργούσαν, ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη ήδη διαφαίνονταν και τα όσα είδα κι έμαθα εκεί τροφοδότησαν τη μετέπειτα, ας την πούμε, καριέρα μου στα ελληνικά οικολογικά πράγματα.
Η κεντρική Αφρική είναι και μια από τις εννέα αντιπροσωπευτικές περιοχές του πλανήτη που εξετάζω στο πρώτο μου βιβλίο, «Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς». Ανάμεσα σε αυτές ήταν και ο Αμαζόνιος, όπου είχα πάει για τρεις μήνες, αρχές της δεκαετίας του ’80, με ένα συμβόλαιο του ΟΗΕ, ήμουν μάλιστα από τους πρώτους στον κόσμο που έγραψαν για την αποδάσωση και τα λοιπά οικολογικά και κοινωνικά προβλήματα στην Αμαζονία και την ευρύτερη περιοχή.
— Έκανες, νομίζω, κι άλλα ταξίδια στη Λατινική Αμερική.
Πράγματι, μάλιστα μια άλλη φορά στη Βραζιλία παραλίγο να παντρευτώ! Στη δε Παραγουάη βρέθηκα δύο φορές, Χριστούγεννα του ’87 και καλοκαίρι του ’88 – άλλη ευκαιρία για γάμο εκεί! Η Νίλντα Ροντρίγκεζ που εμφανίζεται στο βιβλίο είναι πραγματικό όνομα, αφορά υπαρκτό πρόσωπο, όπως πραγματικό είναι και το περιστατικό της γνωριμίας του κεντρικού ήρωα με αυτή τη γυναίκα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, σε ένα «κοσμικό κέντρο», καθώς τα λέγαμε τότε, με τραγούδια, μουσικές και χορούς.
Υπάρχουν δηλαδή και αυτοβιογραφικά στοιχεία στο μυθιστόρημα, που όμως δεν μένει στο εξωτικό στοιχείο, καταπιάνεται επίσης με την αστικοποίηση, τη βιομηχανοποιημένη γεωργία, τα «νέα ήθη» και τις επιδράσεις τους στις παραδοσιακές κοινωνίες. Θύμιζε τότε η Παραγουάη την Ελλάδα του Μεσοπολέμου, από την αναπτυξιακή φάση που βρισκόταν μέχρι την κοινωνική ζωή, τα γλέντια και το ντύσιμο των απλών ανθρώπων.
— Είχες επαφές και με Έλληνες ομογενείς σε αυτά τα μέρη;
Ελάχιστες, αφενός δεν είναι πολλοί, αφετέρου δεν το επιδίωκα. Βασική μου αρχή ήταν να μην συγχρωτίζομαι με το ελληνικό στοιχείο γιατί παγιδεύεσαι, ούτε τη γλώσσα μαθαίνεις, ούτε χρήσιμες πληροφορίες παίρνεις, ούτε στην ντόπια κουλτούρα μπαίνεις, άσε πόσα κονσερβαρισμένα νοσταλγικά αρχέτυπα για την Ελλάδα του ΄50 θα ακούσεις!
Αυτή η κακοφορμισμένη νοσταλγία χαρακτηρίζει γενικά ένα μεγάλο κομμάτι της διασποράς μας. Έχουν, έπειτα, οι περισσότεροι εξαιρετικά συντηρητικές και ρατσιστικές πεποιθήσεις. Τους Έλληνες του Καμερούν π.χ., παρότι πολύ φιλόξενοι, τους απέφευγα ευγενικά επειδή τους μαύρους τους θεωρούσαν εντελώς παρακατιανούς, χρήσιμους μόνο σαν υπηρετικό προσωπικό. Το χειρότερο που άκουσα; Έβγαινα με μια ντόπια κοπέλα κι ένας «πατριώτης» που μας είδε μαζί, μου είπε την άλλη μέρα ειρωνικά «πάλι κτηνοβασία έκανες χτες βράδυ»; Και το εννοούσε, αν με καταλαβαίνεις.
— Έχω ακούσει δυστυχώς κι άλλες τέτοιες ιστορίες… Πόσο εύκολο είναι, όμως, να προσπαθήσει να ενταχθεί κανείς σε μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα;
Εύκολο δεν είναι, ούτε είσαι πάντα καλοδεχούμενος από τους ντόπιους. Χρειάζεται πρώτα να τους κερδίσεις, μπορεί επίσης να συναντήσεις ανάστροφο ρατσισμό και προκαταλήψεις σε κάποια μέρη – στην Αφρική, ας πούμε, οι νεόκοποι μαύροι αστοί δεν επιτρέπουν στα παιδιά τους να παντρευτούν με λευκούς. Δικαιολογημένο, εν μέρει... Αξίζει, όμως, να επιχειρήσεις μια τέτοια προσέγγιση γιατί έχει και τις ανταμοιβές της που είναι πολύ περισσότερες από ό,τι ενός απλού τουρίστα!
— Ξεκίνησες να εκδίδεις τη «Νέα Οικολογία» το 1984, ένα ιστορικό περιοδικό που έγινε σημείο αναφοράς για τον χώρο. Πότε όμως άρχισες να έχεις οικολογικές ανησυχίες;
Από πολύ παλιά, ήδη από την εκθεμελιωμένη Αθήνα του ’68 και του ’70, που γνώρισα ως μαθητής γυμνασίου. Πολυκατοικίες να ξεφυτρώνουν παντού, ο ήχος του κομπρεσέρ καθημερινότητα, τα προεόρτια της ασχήμιας που ζούμε σήμερα.
Η «Νέα Οικολογία» ήταν ουσιαστικά συνέχεια του περιοδικού «Οικολογία και Περιβάλλον» που πρωτοκυκλοφόρησε το ’82 στις εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνης. Την ξεκινήσαμε με μια ομάδα πολύ σημαντικών και δραστήριων νέων ανθρώπων – επιστήμονες, πολιτικοί ακτιβιστές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι... Το εγχείρημα αυτό κράτησε 15 χρόνια και έβγαινε κάθε μήνα στα περίπτερα και τα βιβλιοπωλεία, δεν ήταν δηλαδή απλώς ένα ακόμα παρεμβατικό έντυπο μιας ομάδας ομοφρονούντων αλλά έβγαζε και τα λεφτά της, διαπαιδαγωγώντας παράλληλα μια ολόκληρη γενιά.
— Εκεί, προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οπότε το περιβαλλοντικό ζήτημα άρχισε να συζητιέται ευρύτερα και στην Ελλάδα, γίνονταν πολλές «ζυμώσεις», όπου είχες κι εσύ λάβει μέρος. Συμμετείχες και στους Οικολόγους/Εναλλακτικούς, το πρώτο «πράσινο» κόμμα που μπήκε στη βουλή (1989). Όμως εκείνα τα εγχειρήματα σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής δεν είχαν την αναμενόμενη συνέχεια.
Τη δημιουργία ενός υπολογίσιμου «πράσινου» κόμματος εννοείς; Αυτό συνέβη σε ελάχιστες χώρες, έπειτα η «πράσινη» πολιτική δεν εκφράζεται πάντα με την παραδοσιακή έννοια, ούτε είναι αναγκαίο. Η Γερμανία είναι πράγματι το επιφανές παράδειγμα, υπάρχουν όμως και ιστορικοί λόγοι γι’ αυτό: Στη Δυτική Γερμανία, αν εξαιρέσουμε τους Σοσιαλδημοκράτες, δεν υπήρχαν αριστερά κόμματα, οι κομμουνιστές ήταν εκτός νόμου, οπότε όλη αυτή η προβληματική που συνήθως συνοδεύει τα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς –πολιτικά δικαιώματα, φεμινισμός, αντιρατσισμός, μειονοτικές πολιτικές κ.λπ.– εκφράστηκε μέσα από τους «Πράσινους», οι οποίοι δεν ήταν και τόσο περιβαλλοντιστές με τη συμβατική έννοια.
Ξεκίνησαν ως αντιπυρηνικό και ειρηνιστικό κίνημα προτάσσοντας τις αρχές της αυτοδιεύθυνσης και της αυτοοργάνωσης κι έφτασαν να διαμορφώνουν κεντρικές πολιτικές. Ολόκληρες πόλεις όπως το Φράιμπουργκ γίνανε «πράσινες» με εκτεταμένους ποδηλατοδρόμους, δημιουργία «πράσινων» ζωνών, προώθηση της ανακύκλωσης και των ήπιων μορφών ενέργειας, απομάκρυνση οχληρών και ρυπογόνων δραστηριοτήτων κ.λπ. Στήριζαν μάλιστα και το εκτεταμένο τότε κίνημα των καταλήψεων σπιτιών καθώς υπήρχε μεγάλο οικιστικό πρόβλημα.
Όλα αυτά με σύστημα και οργάνωση, όπως το συνηθίζουν οι Γερμανοί, με τη δημιουργία εναλλακτικών δομών και δικτύων. Γενικά μιλώντας, όπου «άνθισαν» τέτοια κόμματα υποκατέστησαν ουσιαστικά την έλλειψη μαζικών αριστερών πολιτικών σχηματισμών.
— Υπήρχε εξαρχής μια αντιπαράθεση μεταξύ περιβαλλοντισμού και πολιτικής οικολογίας.
Ναι, ήταν ένα γενικότερο φαινόμενο όπου εμφανίστηκαν «πράσινα» κινήματα. Προσωπικά προσπαθούσα να γεφυρώσω αυτό το «χάσμα» γιατί λόγω και επιστημονικών-επαγγελματικών και ιδεολογικών καταβολών προσπαθούσα να πατάω και στις δύο «βάρκες», κάτι όχι πάντοτε βεβαίως εφικτό – θα θυμάσαι ότι στους Οικολόγους/Εναλλακτικούς συμμετείχαν από «αγνοί» φυσιολάτρες μέχρι αριστεριστές και αναρχικοί.
Όμως το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα δεν εκφυλίστηκε από την πολυσυλλεκτικότητα αλλά επειδή οι διεκδικήσεις του εκφυλίστηκαν σε συνδικαλιστικά, ας πούμε, ζητήματα τύπου «να σώσω τη θάλασσα αλλά αυτή που είναι μπροστά στο αυθαίρετό μου, που θέλω να νομιμοποιήσω». Εκτός, βλέπεις, που οι Έλληνες δεν έχουμε οικολογική και περιβαλλοντική παιδεία, είμαστε κατά βάση ατομιστές και συμφεροντολόγοι. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που θεώρησα εκεί, γύρω στο 2005, ότι είχαν ήδη ολοκληρωθεί όλοι οι πιθανοί κύκλοι αυτού του κινήματος και μαζί ο δικός μου σε αυτό.
— Μεταξύ 2000-2005 ήσουν και πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος.
Ναι, εγώ το ίδρυσα εκείνο το «μαγαζί» στη βίλα Καζούλη και είχα τρομερό «πόλεμο», όχι μόνο εσωτερικό αλλά και από το κυβερνών τότε ΠΑΣΟΚ – ότι από το σημιτικό κομμάτι αλλά από το λεγόμενο «βαθύ ΠΑΣΟΚ», διότι απειλούνταν συμφέροντα, μεγάλες εργολαβίες και άλλα τέτοια πράγματα τα οποία βάλανε κι αυτά το λιθαράκι τους στη ρότα που μας οδήγησε εντέλει στη χρεοκοπία. Ε, κάποια στιγμή είπα «ως εδώ, αρκετά!».
Το οικολογικό κίνημα στην Ελλάδα δεν εκφυλίστηκε από την πολυσυλλεκτικότητα αλλά επειδή οι διεκδικήσεις του εκφυλίστηκαν σε συνδικαλιστικά, ας πούμε, ζητήματα τύπου «να σώσω τη θάλασσα αλλά αυτή που είναι μπροστά στο αυθαίρετό μου, που θέλω να νομιμοποιήσω». Εκτός, βλέπεις, που οι Έλληνες δεν έχουμε οικολογική και περιβαλλοντική παιδεία, είμαστε κατά βάση ατομιστές και συμφεροντολόγοι.
— Τότε ήταν που προέκυψε η λογοτεχνία;
Ακριβώς, όχι πάντως εντελώς τυχαία – με τη γραφή είχα πάντα καλές σχέσεις. Δεν ήταν εντούτοις μια εύκολη απόφαση, όπως δεν ήταν εύκολη και η διαδικασία αυτής της «μεταστροφής» ώσπου να καταλήξω ότι στο εξής θα είμαι αυτό και ό,τι έχω να πω θα προσπαθώ πια να το λέω ως λογοτέχνης.
Στη «Χρυσή Ακτή» π.χ. ο κεντρικός ήρωας ειρωνευόταν αρχικά μια παλιά του φίλη, πρώην χρήστρια, που έτρεχε ένα κέντρο προστασίας άγριων ζώων. Σταδιακά όμως, όταν φτάνει η στιγμή της προσωπικής του λύτρωσης και θέλοντας να τιμωρήσει τρόπον τινά τον εαυτό του, καταφεύγει εκεί, όπου προσφέρει και τις υπηρεσίες του φροντίζοντας τραυματισμένα γεράκια και αλεπούδες!
Ναι, βεβαίως και υπάρχουν οικολογικές αναφορές και προβληματισμοί στα βιβλία μου και πολλοί λογοτεχνικοί μου ήρωες αποκτούν στην πορεία μια περιβαλλοντική συνείδηση που δεν είχαν κι αυτό δίχως να καταφεύγω σε προβλέψιμα μοτίβα. Γνωρίζω εξάλλου πολύ καλά πώς εξελίσσεται ένας τέτοιος «διάλογος».
— Στην «Παραγουάη» αναφέρεσαι στις Reducciones, τις κοινότητες ιθαγενών που διεύθυναν Ιησουίτες μοναχοί τον 15ο αιώνα και που όταν διαλύθηκαν οι ένοικοί τους δεν επέστρεψαν στη ζούγκλα, όπως θα περίμενε κάποιος ρομαντικός.
Αυτή είναι μια βασική ιστορία του βιβλίου, που αντιφάσκει κιόλας με κάποια αρχέτυπα, γιατί τις κοινότητες αυτές τις έφτιαξαν πράγματι Ιησουίτες. που στόχο δεν είχαν τόσο τον προσηλυτισμό όσο τη διατήρηση της κουλτούρας και την προστασία της ζωής και των δικαιωμάτων των ιθαγενών Ινδιάνων. Οι οποίοι κιόλας μορφώνονταν και μάθαιναν διάφορες δεξιότητες εκεί, γεύονταν δηλαδή και τα καλά του πολιτισμού εκτός από τα κακά του! Ε, δεν γινόταν μετά να επιστρέψουν στην προηγούμενη ζωή τους εφόσον και τις γνώσεις επιβίωσης στο φυσικό περιβάλλον είχαν απωλέσει και αυτό είχε περιοριστεί αλλά και οι ίδιοι είχαν αλλάξει.
Πρόκειται για αντιφάσεις που μας δείχνουν ότι δεν ερμηνεύονται όλα με το να τα εντάσσουμε σε δίπολα. Δεν είμαι από εκείνους που βλέπουν τη φύση σαν κάτι υπερβατικό και καθαγιασμένο, ο ήρωάς μου στην «Παραγουάη», ας πούμε, είναι γεωπόνος που εργάζεται για μεγάλη εταιρία λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Δεν θέλω τη σχηματική, την εύκολη λύση γιατί απλώς δεν υπάρχει.
— Λίγο πριν τα σκεπάσει όλα η πανδημία, ένα ζήτημα αιχμής της επικαιρότητας ήταν η κλιματική αλλαγή.
Νομίζω ότι δεν ήταν τόσο ζήτημα αιχμής όσο δημοσίων σχέσεων. Γι΄αυτό και η κλιματική αλλαγή έγινε ξαφνικά ένας τόσο «πιασάρικος» όρος ενώ τα ζητήματα που θέτει είναι γνωστά και συζητιούνται εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες. Η πρώτη μεγάλη Διεθνής Συνθήκη για την Κλιματική Αλλαγή υπογράφτηκε το 1992 στο Ρίο και λίγα χρόνια μετά είχαμε το περίφημο Πρωτόκολλο του Κιότο που έθετε όρους, δεσμεύσεις κ.ά.
Απλώς με τα χρόνια αυτά ξεχάστηκαν και η κλιματική αλλαγή που πλέον οι πάντες επικαλούνται με κάθε ευκαιρία σαν «κερασάκι» επανήλθε στη δημόσια ατζέντα χάρη σε κάποιες αδρά χρηματοδοτούμενες ΜΚΟ. Έτσι μάς προέκυψε κι εκείνο το κοριτσάκι, η Γκρέτα, που βγήκε κι έλεγε διάφορα πράγματα σωστά μεν, αυτονόητα και χιλιοειπωμένα δε.
— Πράγματι, η κλιματική αλλαγή δεν είναι κάτι καινούργιο, μήπως όμως το ξαφνικό ενδιαφέρον που λέτε οφείλεται στο ότι η κατάσταση χειροτέρεψε πολύ έκτοτε;
Θα έλεγα πως όχι, δεν έχει χειροτερέψει και τόσο, ακριβώς επειδή έχουν υπάρξει τρομακτικά κέρδη από τη στροφή σε ήπιες μορφές ενέργειας. Η Ευρώπη προς τιμή της έχει κάνει τεράστια βήματα προόδου, θεσπίστηκαν ρυθμίσεις και κανονισμοί, ρυπογόνες δραστηριότητες διακόπηκαν ή αναβαθμίστηκαν, τα αυτοκίνητα ναι μεν αυξήθηκαν αλλά η τεχνολογία τους είναι πλέον αντιρρυπαντική κ.λπ.
Να, βλέπουμε τώρα την Ελλάδα να ακολουθεί τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες τρέχοντας προγράμματα απολιγνιτοποίησης στην Πτολεμαϊδα και την Κοζάνη και καλώς γίνεται αυτό διότι είμαστε ενεργειακά μονομερώς εξαρτώμενοι από τον λιγνίτη, από τα πλέον ρυπογόνα καύσιμα παγκοσμίως. Η διεθνής ανασχετική αυτή τάση οφείλει βέβαια πολλά στο οικολογικό κίνημα και σε όσα δομήθηκαν ως κινηματική δράση και επιστημονική συμβολή τις τελευταίες δεκαετίες.
Υπάρχει βέβαια το ζήτημα του παγκόσμιου υπερπληθυσμού και των αναπόφευκτων συνεπειών της ανάπτυξης. έχεις ας πούμε 2.5 δισ. ανθρώπους στην Ασία και όχι μόνο, που προφανώς θέλουν να ακολουθήσουν το δυτικό μοντέλο και δεν θα το κάνουν εξαρχής στην καλύτερη δυνατή εκδοχή του, όπως δεν το έκαναν εξαρχής ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε οι Αμερικανοί.
— Κάποιο σχόλιο για το νέο περιβαλλοντικό νομοσχέδιο;
Όχι, δεν μπαίνω καθόλου σε αυτή την κουβέντα καθώς πρόκειται για ένα έργο βαρετό που έχουμε ξαναδεί χιλιάδες φορές. Αυθαίρετα, δασικοί χάρτες, αιγιαλός, ένα εθνικό κτηματολόγιο που το συζητάμε μισόν αιώνα και ακόμα να ολοκληρωθεί… Μα είμαστε τόσο ηλίθιος λαός; Είναι δυνατόν παρόμοιες κυβερνήσεις, παρόμοια κόμματα να εξαγγέλλουν όταν γίνονται κυβέρνηση ακριβώς τα ίδια πράγματα με τα οποία τελετουργικά διαφωνούν όταν βρεθούν στην αντιπολίτευση; Τα οποία, εννοείται, θυμόμαστε μόνο μετά από ανθρώπινες τραγωδίες, όπως στο Μάτι των αυθαιρέτων και στη Μάνδρα των μπαζωμένων ρεμάτων, για να τα ξεχάσουμε ξανά μέχρι την επόμενη καταστροφή.
— Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, πόσο αισιόδοξος είσαι για το μέλλον από την «πράσινη» οπτική του;
Για ένα πράγμα σίγουρα αισιοδοξώ, ότι δεν θα πλήξουμε! Μας επιφυλάσσει ακόμα πολλά δραματικά μέρη το έργο που βλέπουμε και το οικολογικό πρόβλημα δεν λύνεται σε μια γενιά. Η πανδημία του κορωνοϊού, ας πούμε, είναι πρωτίστως αποτέλεσμα μιας ανεξέλεγκτης πληθυσμιακής και αστικής ανάπτυξης καθώς και μιας μεταβολής των ηθών σε πιο καταναλωτικά, πιο ελευθέρια επίσης.
Κοινωνίες κλειστές και απομακρυσμένες ουσιαστικά δεν υπάρχουν πλέον, ταξιδεύουμε πολύ, κινούμαστε πολύ, τουρισμός, συνέδρια, επιχειρηματικές δραστηριότητες, υπάρχει ένα διαρκές, παγκοσμιοποιημένο πάρε-δώσε και μια διαρκής κινητικότητα σε μαζική κλίμακα, συνθήκες που ευνοούν την έκρηξη πανδημιών. Συνθήκες που τις κάνουν να μη «μαζεύονται» εύκολα κιόλας. Διαβάζετε λοιπόν βιβλία γιατί χανόμαστε!