ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΠΟ τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Μαρτίου ήταν το δυσκολότερο για την κυβέρνηση στη μέχρι σήμερα θητεία της. Μια σειρά από επικοινωνιακές αστοχίες αλλά και διαχειριστικά λάθη τής είχαν προκαλέσει αισθητή φθορά. Πολύ μικρότερη σε σχέση με τους κλασικούς δείκτες του πολιτικού ανταγωνισμού (οι οποίοι αποτελούν τη συνισταμένη πολλών παραγόντων), αλλά σαφώς εντονότερη σε σχέση με τη γενικότερη αίσθηση και επί μέρους ποιοτικά στοιχεία. Δεν είχε υποστεί κάποιο μείζον στρατηγικό πλήγμα (πλην μιας μεγέθυνσης του ρήγματος με τις νεότερες ηλικίες ίσως), αλλά η εικόνα της είχε ξεκάθαρα θαμπώσει σε σχέση με τον πρώτο χρόνο της θητείας της.
Ενάμιση μήνα μετά, ο νέος γύρος δημοσκοπήσεων δείχνει ότι η κυβέρνηση μοιάζει να έχει περάσει έναν επικίνδυνο για εκείνην κάβο. Όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου κύκλου που είδαν τη δημοσιότητα, ακόμα και εκείνων σε ΜΜΕ φιλικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, καταδεικνύουν ότι η φθορά της κυβέρνησης μοιάζει να έχει ανακοπεί και η αρνητική ένταση του προηγούμενου διαστήματος να έχει κοπάσει.
Στους βασικούς δείκτες πολιτικού ανταγωνισμού η διαφορά μεταξύ των κομμάτων μοιάζει θετικά παγιωμένη για τη ΝΔ, ενώ σε κάποιες έρευνες υπήρξε και ελαφρά βελτίωση υπέρ της.
Οι δείκτες κοινωνικής και ατομικής αισιοδοξίας αποτυπώνουν μια, ελαφρά έστω, βελτίωση του κλίματος. Δεν υπάρχει κάποιο κύμα ευφορίας (αυτό, εξάλλου, είναι αδύνατο, δεδομένων των συνθηκών), αλλά η κοινωνική δυσαρέσκεια που καταγράφεται αυτή την περίοδο είναι σίγουρα χαμηλότερη από αυτήν που η αντιπολίτευση περιγράφει ή προσδοκά.
Οι δείκτες κοινωνικής και ατομικής αισιοδοξίας αποτυπώνουν μια, ελαφρά έστω, βελτίωση του κλίματος. Δεν υπάρχει κάποιο κύμα ευφορίας (αυτό, εξάλλου, είναι αδύνατο, δεδομένων των συνθηκών), αλλά η κοινωνική δυσαρέσκεια που καταγράφεται αυτή την περίοδο είναι σίγουρα χαμηλότερη από αυτήν που η αντιπολίτευση περιγράφει ή προσδοκά.
Αναλύοντας τα γεγονότα που επηρέασαν το κλίμα αυτό το διάστημα, εστιάσαμε κυρίως σε τέσσερα. Πρώτον, στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Μπορεί σήμερα αυτό σε κάποιους να φαίνεται ήδη μακρινό, τη στιγμή εκείνη όμως αποτέλεσε μια νότα εθνικής αυτοπεποίθησης, η οποία με τη σειρά της λειτούργησε ως βαλβίδα αποσυμπίεσης και έδωσε μια επικοινωνιακή ανάσα στην κυβέρνηση, μετά από ένα κακό δίμηνο.
Δεύτερον, στην επίσκεψη Δένδια στην Άγκυρα. Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων αξιολόγησε θετικά τη στάση που κράτησε η ελληνική κυβέρνηση διά του υπουργού των Εξωτερικών και αυτό την ωφέλησε συνολικά.
Τρίτον, στα οικονομικά μέτρα που ανακοινώθηκαν για τη στήριξη πολιτών και επιχειρήσεων, τα οποία σε όλες τις μετρήσεις κοινής γνώμης συγκεντρώνουν υψηλή αποδοχή. Μέτρα που μοιάζουν να αποδίδουν ακριβώς επειδή η κυβέρνηση διαθέτει ακόμα πολιτικό κεφάλαιο, καθώς η εμπειρία έχει δείξει ότι αν μια κυβέρνηση έχει σπαταλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο, δεν έχει σημαντικά οφέλη, ακόμα κι αν πετάει λεφτά από ελικόπτερο.
Τέταρτον, και πιθανότατα σημαντικότερο όλων, στο σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας και στην πορεία του εμβολιασμού. Η επαναφορά κάποιων δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με την έλευση του ελληνικού καλοκαιριού και την πορεία του εμβολιασμού δημιουργούν ένα κλίμα συγκρατημένης, έστω, αισιοδοξίας και ενισχύουν την πεποίθηση ότι όντως βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους.
Στα παραπάνω, τα οποία αφορούσαν κυβερνητικές επιλογές, ας προσθέσουμε και ένα σχόλιο για την αντιπολίτευση, ειδικά τη μείζονα, η οποία το δύσκολο για την κυβέρνηση διάστημα δεν κατάφερε να εισπράξει όσα προσδοκούσε.
Το βασικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι η αυτοαναφορικότητά του. Μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το πώς θα φανατίσει περαιτέρω ένα κοινό που ήδη τον υποστηρίζει παρά να επικοινωνήσει με τους εκτός των τειχών ψηφοφόρους. Η αντιπολίτευση της «θυμωμένης φατσούλας» στο Facebook, οι κραυγές για «χούντες» και γενικά η οξύτητα διαφόρων στελεχών ή υποστηρικτών του, μερικές φορές στα όρια του πολιτικού παροξυσμού, ούτε τη χαμηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ βελτίωσαν σημαντικά ούτε, φυσικά, τον βοήθησαν να εισπράξει την όποια δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης. Αντιθέτως, μάλλον υπονόμευσαν τη διακηρυγμένη προσπάθεια μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά περισσότερα γι’ αυτό θα πούμε σε μελλοντική ανάλυση.
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω; Για τη μεν κυβέρνηση, ότι διαθέτει ακόμα πολιτικό κεφάλαιο, μπορεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ατζέντας και, αν αποφύγει φτηνά λάθη, όπως αυτά του διμήνου από μέσα Ιανουαρίου μέχρι μέσα Μαρτίου, μπορεί να προσδοκά βάσιμα την παγίωση της πολιτικής της υπεροχής, και μάλιστα σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Αρκεί το πέρασμα του κάβου να μην ενεργοποιήσει αλαζονικά αντανακλαστικά που μετά βεβαιότητας θα οδηγήσουν σε επανάληψη των λαθών, που αυτήν τη φορά είναι σίγουρο ότι θα κοστίσουν περισσότερο. Για τον δε ΣΥΡΙΖΑ, ότι δεν πρέπει να βάζει όλα του τα αυγά στο καλάθι της κυβερνητικής αποτυχίας. Η στρατηγική της έντασης εκφράζει μόνο το φανατικό κοινό του (το οποίο, ακριβώς επειδή είναι φανατισμένο, δεν αντιλαμβάνεται πόσο παραπλανητικά λειτουργεί αυτό) και εν τέλει δρα περιοριστικά για την πολιτική του επιρροή. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κερδίσεις εκλογές και το να μπορείς να ακολουθήσεις περισσότερους από έναν δρόμους είναι δείγμα πολιτικής ωρίμανσης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κούρσα του πολιτικού ανταγωνισμού είναι ακόμα μακρά. Ούτε η πανδημία έχει τελειώσει ούτε οι οικονομικές επιπτώσεις/προοπτικές για την επόμενη μέρα είναι ξεκάθαρες. Αυτό είναι το πεδίο στο οποίο θα κριθεί η επόμενη αναμέτρηση. Και χωρίς αυτά τα δεδομένα, οποιαδήποτε ανάλυση είναι ακόμα επισφαλής.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.