Η ΚEIT ΓΟΥΙΝΣΛΕΤ είχε δηλώσει κάποτε ότι έχει «την ψυχή και την αντίληψη μιας επαγγελματίας ηθοποιού που είχε παγιδευτεί στο σώμα κάποιας σταρ του σινεμά». Και η καριέρα της, ειδικά την τελευταία δεκαετία, αποδεικνύει ότι δεν αποτελούσε εκδήλωση ψευδούς μετριοπάθειας αυτή η δήλωση. Και σ’ αυτό εδώ το υποβλητικό αστυνομικό δράμα επτά ωριαίων επεισοδίων (μέχρι στιγμής έχουν προβληθεί τα τέσσερα) με την σφραγίδα πρεστίζ του HBO, έχει όλο τον χρόνο να επιδείξει πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι χωρίς να τραβά την προσοχή με πυροτεχνικά «ηθοποιιλίκια» και με εκκεντρικές εμπνεύσεις. Φοβερή πραγματικά.
Αδικούμε ίσως το υπόλοιπο καστ (ιδιαίτερη εύφημο μνεία αξίζει η πάντα απολαυστική Τζιν Σμαρτ στο ρόλο της μαμάς της πρωταγωνίστριας) όσο και όλα τα τεχνικά στοιχεία που συνθέτουν μια εξαιρετική παραγωγή, λέγοντας ότι η σειρά είναι σε μεγάλο βαθμό ένα προσωπικό όχημα (δεν έχουμε ακριβώς εδώ ένα ‘ensemble καστ’, έχουμε την Κέιτ Γουίνσλετ και έναν έξοχο θίασο που την περιτριγυρίζει σαν δορυφόροι που διαρκώς κάνουν απρόβλεπτους ελιγμούς), η αλήθεια όμως είναι αυτή.
Εκτός από αυτό τον μουντό περίγυρο που καταγράφεται εικαστικά μέσα από μια παλέτα γκρίζων και χειμερινών αποχρώσεων και μέσα από ένα διαρκώς απειλητικό σάουντρακ, η Μερ κουβαλά και η ίδια τον προσωπικό της σταυρό, όπως και διάφοροι άλλοι χαρακτήρες αυτής της κοινότητας που μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στην οργή και στην μελαγχολία.
Η 46χρονη Αγγλίδα ηθοποιός είναι η Μερ Σίαν, στραβωμένη και ατημέλητη ντετέκτιβ της τοπικής αστυνομίας στην κωμόπολη του Ίστταουν, μια μικρή εργατούπολη στα βάθη της Πενσιλβάνια, ένα μέρος από αυτά που φυτοζωούν στα βάθη της αμερικανικής ενδοχώρας και μαστίζονται εδώ και χρόνια από την λεγόμενη «κρίση των οπιοειδών» πέρα από μια παρατεταμένη ύφεση που έχει ρημάξει τις δουλειές και τα εισοδήματα των ντόπιων. Κατά κανόνα, η εγκληματικότητα στην περιοχή δεν είναι υψηλή παρότι η βία φαίνεται να υποβόσκει παντού, και το έργο της συνήθως έχει να κάνει, όπως λέει η ίδια, με «τις ληστείες και τους θανάτους από υπερβολική δόση και όλα τα άλλα τα άσχημα πράγματα που συμβαίνουν εδώ πέρα». Τώρα όμως έχει να ασχοληθεί με την άγρια δολοφονία μιας νεαρής μητέρας, έγκλημα που ίσως συνδέεται με την εξαφάνιση μιας άλλης κοπέλας πριν από ένα χρόνο.
Εκτός από αυτό τον μουντό περίγυρο που καταγράφεται εικαστικά μέσα από μια παλέτα γκρίζων και χειμερινών αποχρώσεων και μέσα από ένα διαρκώς απειλητικό σάουντρακ, η Μερ κουβαλά και η ίδια τον προσωπικό της σταυρό, όπως και διάφοροι άλλοι χαρακτήρες αυτής της κοινότητας που μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στην οργή και στην μελαγχολία. Η Μερ είναι χωρισμένη, είναι ήδη γιαγιά από τον γιο της ο οποίος έχει αυτοκτονήσει, έχει υποφέρει ξανά και ξανά και της φαίνεται σαν από άλλη, ξένη ζωή η εποχή που είχε γνωρίσει την δόξα (και ακολούθως τον πρόωρο γάμο) όταν με δικό της καλάθι είχε γνωρίσει την δόξα η ομάδα μπάσκετ του τοπικού λυκείου. Η Μερ έχει καταφύγει στο σαρκασμό, στον κυνισμό και στην πικρία, ενσαρκώνοντας την ίδια την ατμόσφαιρα ενός μέρους που μοιάζει να βουλιάζει στην παραίτηση ενώ συγχρόνως πνίγεται από τον ιστό των μυστικών, των κρυφών σχέσεων και των ανεπούλωτων πληγών που συνδέει τους κατοίκους του.
«Δεν αξίζει τελικά να κάνεις κάτι σπουδαίο, το σπουδαίο είναι υπερεκτιμημένο», λέει σε κάποια αποστροφή του λόγου. «Μετά οι άνθρωποι περιμένουν από σένα να το κάνεις συνέχεια για λογαριασμό τους, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι είσαι κι εσύ στο ίδιο χάλι μ’ εκείνους». Βρίσκει όμως το κουράγιο να ανταπεξέλθει στις περιστάσεις που πλέον την κυκλώνουν και την ξεπερνούν.
Στο τέλος κάθε επεισοδίου πέφτει και μια ισχυρή «βόμβα» που ανατρέπει τις όποιες βεβαιότητες που μπορεί να είχαμε για κάποιον από τους κεντρικούς χαρακτήρες, ακόμα και για την ίδια την πρωταγωνίστρια. Το “Mare of Easttown” είναι κυρίως ένα πολυδύναμο δράμα που όμως λειτουργεί απολύτως και ως αστυνομική σειρά, καταφέρνοντας το ιδανικό για προϊόν του είδους: να σε κρατά σε απόλυτη εγρήγορση και αγωνία καθώς η αναζήτηση των ενόχων βάζει βαθιά το μαχαίρι στο κόκκαλο και συγχρόνως να λειτουργεί και ως βραδυφλεγής σπουδή πολυδιάστατων χαρακτήρων στο πλαίσιο μιας σπαραγμένης κοινότητας.