Ήταν ο πολύ ζεστός Ιούλιος του 1988. Μπορεί να μην ήταν σαν εκείνον της προηγούμενης χρονιάς, που είχε αφήσει πίσω του συντρίμμια, όμως ήταν σχεδόν το ίδιο «φωτιά και λάβρα». Καύσωνας με τα όλα του. Απλά ήταν κάπως μικρότερος σε διάρκεια, και μας είχε βρει, σίγουρα, καλύτερα προετοιμασμένους (ως κοινωνία, και ως κρατικό μηχανισμό).
Εντάξει, ως φοιτητές είχαμε τότε τις δικές μας αγωνίες και προτεραιότητες, αλλά από την άλλη δεν είναι δυνατόν να ξεχαστούν και μερικές σκηνές απείρου κάλλους. Όπως το να κάθεσαι (όχι να στέκεσαι) παρακολουθώντας συναυλία στις 10 το βράδυ, και να τρέχει επάνω σου ο ιδρώτας «ποτάμι».
Εκείνη την περίοδο το ταξίδι Πάτρα-Αθήνα και Αθήνα-Πάτρα ήταν σταθερό και μόνιμο. Στην Πάτρα αναπτυσσόταν το 3ο Διεθνές Φεστιβάλ του Δήμου Πατρέων, επί Θάνου Μικρούτσικου στην καλλιτεχνική διεύθυνση, ενώ στην Αθήνα πάμπολλες συναυλίες, από διάφορους φορείς, έδιναν κι έπαιρναν. Υπήρχε οργασμός.
Παράξενα κουρέματα-χτενίσματα (dreadlocks), ντυσίματα απλά, τζιν με t-shirts, πολλά αμάνικα με στάμπες Bob Marley, αλλά και Metallica(!) εξ όσων βλέπω σήμερα σε φωτογραφίες, και με κάποιους-κάποιες να δοκιμάζουν ακόμη και τη θάλασσα, με ρούχα ή εσώρουχα.
Κοιτώντας τώρα στα χαρτιά μου, ώστε να κεντράρω κάπως τις αναμνήσεις, συνειδητοποιώ το «σώσε» που γινόταν, καθώς μέσα σ’ έναν μήνα, χοντρικά από τις 20 Ιουνίου έως και τις 20 Ιουλίου 1988, είχα δει με τη σειρά Leonard Cohen, Keith Jarrett, Μίκη Θεοδωράκη, Al Di Meola, Jethro Tull, Afro-Reggae Heatwave Festival και Wynton Marsalis – και αυτά από major events, γιατί «έπαιζαν» και τα μικρότερα, για τα οποία δεν κρατούσα αναλυτικό λογαριασμό.
Θυμάμαι, επίσης, να βλέπω μια συναυλία το ένα βράδυ στην Πάτρα και το επόμενο βράδυ στην Αθήνα, ή το ανάποδο. Υπήρχε όρεξη για περιπέτεια, διάθεση για να είσαι παντού και κάποιο χρήμα φυσικά, όχι πολύ, που όδευε βασικά σε τέτοιες καταστάσεις.
Πολλές συναυλίες, δε, τις παρακολουθούσαμε δίχως να γνωρίζουμε επακριβώς τι θα δούμε και τι θ’ ακούσουμε. Μας αρκούσε το γεγονός πως θα ήμασταν «εκεί», μαζί με άλλους. Φίλους, γνωστούς κι αγνώστους. Πως θα γευόμασταν μιαν εμπειρία. Και πως, όπως συχνά συνέβαινε, από μια συναυλία θα ξεκινούσε ενδεχομένως και μια «γνωριμία» μ’ ένα συγκρότημα ή μ’ έναν καλλιτέχνη, που θα βαστούσε μια ζωή.
Περαιτέρω, ορισμένες συναυλίες διαφημίζονταν από τον Τύπο της εποχής ως κάτι ξεχωριστό –υπήρχαν τέτοιες, σίγουρα– οπότε, αν δεν παρευρισκόσουν σ’ αυτές θεωρούσες πως κάτι θα έχανες. Και για κάποιες ήταν έτσι. Έχανες.
Για να πω την αλήθεια, λοιπόν, το 1988 δεν είχα αναπτύξει ως ακροατής κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη reggae και με την afro μουσική. Ήξερα μερικά βασικά πράγματα, που τα ήξερε όλος ο κόσμος. Κάποια τραγούδια του Bob Marley, του Jimmy Cliff και του Peter Tosh, ίσως και μερικών ακόμη, κάτι από Alpha Blondy επίσης, που ήταν στη μόδα τότε, ίσως να είχα ακούσει λίγο King Sunny Adé, ενώ μάλλον πρέπει να είχε πάρει το αυτί μου από τον Γιάννη Πετρίδη (στις ραδιοφωνικές εκπομπές του) και κάτι από Linton Kwesi Johnson. Δεν ήξερα ούτε τον Joe Higgs, ούτε εκείνη την γκρουπάρα, τους Culture, ούτε τον Yellowman, ενώ ίσως να είχα πιάσει επαφή με Salif Keita και Youssou N’Dour (που τον ήξερα σίγουρα σαν όνομα, λόγω Peter Gabriel).
Το γεγονός, όμως, πως οργανωνόταν ένα φεστιβάλ με τόσα πολλά ξένα ονόματα, «άλλων μουσικών», όχι ροκ, ποπ, πανκ και τα ανάλογα, κάτι όχι καθημερινό και συνηθισμένο, από μόνο του σε εξίταρε. Δεν χρειαζόταν να έχεις τη δισκογραφία των καλλιτεχνών για να αποφασίσεις να πας. Ο «όγκος» του event μπορούσε να σε στείλει από μόνος του.
Ένα διήμερο στον παραθαλάσσιο Άλιμο (από το οποίο διήμερο, τελικά, θα κατάφερνα να παρακολουθήσω μόνο την πρώτη μέρα – τη reggae), μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, με μουσικές χορευτικές και tropical, ήταν κάτι που θα τα είχε όλα. Και τα είχε.
Τώρα που το σκέφτομαι, μάλιστα, λέω πως εκείνο το event, το Σαββατοκύριακο 16-17 Ιουλίου 1988, ήταν κάτι πολύ προχωρημένο για την εποχή, και απολύτως μοναδικό έως και σήμερα. Πιέζω, δε, το μυαλό μου να θυμηθώ μήπως συνέβη κάτι άλλο ανάλογο, όλα τα επόμενα χρόνια, αλλά δεν βρίσκω.
Και γιατί «προχωρημένο» και «μοναδικό»; Μα γιατί η οργάνωση (την οποία είχε αναλάβει το νέο, τότε, κλαμπ Ρόδον) κεντράριζε σε δύο μουσικά είδη, ξεχωριστά από τη φύση τους. Reggae και afro! Δύο μουσικές διαφορετικές μεν μα και «ίδιες», επηρεασμένες η μία από την άλλη, άρα σε επικοινωνία, έντονα πολιτικοποιημένες, με στίχους το ίδιο καυτούς με τα μουσικά patterns, στην αυγή σχεδόν του ethnic – με το οποίο θα ξεσάλωνε ο κόσμος, παντού, και στην Ελλάδα, όλη την επόμενη δεκαετία και πέρα απ’ αυτή.
Το φεστιβάλ WOMAD υπήρχε ήδη, χωρίς βεβαίως την αίγλη που θα αποκτούσε αργότερα, αλλά η Real World Records του Peter Gabriel δεν είχε ακόμη ιδρυθεί, ούτε Ο καιρός των Τσιγγάνων του Εμίρ Κουστουρίτσα είχε προβληθεί στις αίθουσες.
Εκείνο που θα ονομαζόταν ethnic και world, τέλος πάντων, τότε ξεκινούσε. Και το afro επίσης, ως global music, που έφευγε και ερχόταν μέσα στα χρόνια, στην Ελλάδα, τότε έσκασε ξανά με πάταγο, μ’ εκείνο το απίθανο «Yé ké yé ké» (1987) του Mory Kanté, ή και με τα άλμπουμ της Earthworks / Virgin, αν θέλετε (Mahlathini, Youssou N’Dour κ.λπ.), για να μην πούμε και για το «Gimme hope Jo'Anna» του Eddy Grant, που τράνταζε τους πάντες το καλοκαίρι του ’88.
Το Afro-Reggae Heatwave Festival άνοιγε, σε κάθε περίπτωση, έναν δρόμο, μια λεωφόρο, όταν ο δρόμος ήταν ακόμη μονοπάτι. Γι’ αυτό ήταν μπροστά από την εποχή του. Γιατί αν συνέβαινε ακόμη και δέκα χρόνια αργότερα, το 1998 φερ’ ειπείν, πάλι «μπροστά» θα ήταν!
Ας δούμε τη line-up εκείνου του φεστιβάλ στην παραλία του Αλίμου.
Την πρώτη μέρα, το Σάββατο 16 Ιουλίου 1988, θα εμφανίζονταν οι Joe Higgs, Culture, Linton Kwesi Johnson με Dennis Bovell & Dub Band, συν Don Cherry και ακόμη οι King Yellowman & The Sagittarius Band, ενώ την Κυριακή 17 Ιουλίου στο stage θα ανέβαιναν οι Abdullah Ibrahim & Ekaya, Salif Keita, Youssou N’Dour και King Sunny Adé.
Μια σειρά από απίστευτα ονόματα: από το πιο προχωρημένο reggae (dub και dancehall), μέχρι τους προπάτορες της jazz και afro-jazz (τους γίγαντες Don Cherry και Abdullah Ibrahim), και από τους μάστερ του afrobeat, του afro-funk και της afro-pop, μέχρι τους νέους, για την Ευρώπη τότε, super heroes του african-ethnic-world.
Τι μπορεί να θυμάται κανείς μετά από 33 ολόκληρα χρόνια από ένα τέτοιο event ή και από άλλα ανάλογα; Στην πράξη λίγα πράγματα – αν και κάποια δημοσιεύματα της εποχής, αν υπάρχουν κρατημένα, σίγουρα βοηθάνε στην αναθέρμανση των αναμνήσεων.
Τα μουσικά περιοδικά προαναγγέλλανε τις συναυλίες, ήταν κομμάτι της ύλης τους, αλλά σπανίως είχαν ανταποκρίσεις στο επόμενο τεύχος τους από αυτές. Αν μια συναυλία συνέβαινε στην αρχή ή στο μέσον του μήνα, το να γράφεις γι’ αυτή μετά από 20 ή από 30 μέρες στο επόμενο τεύχος ενός μουσικού περιοδικού ήταν κάπως άκαιρο. Δεν υπήρχε, επίσης, σε έντονο βαθμό και το ρεπορτάζ, τότε, στα μουσικά περιοδικά. Οπότε; Οπότε μόνον οι εφημερίδες της επόμενης ή της μεθεπόμενης μέρας, αν διέθεταν σοβαρό πολιτιστικό team, θα είχαν ενδεχομένως κάποιαν ανταπόκριση.
Είχα αγοράσει λοιπόν την «Ελευθεροτυπία» της Δευτέρας 18 Ιουλίου 1988, έχοντας κρατημένο από τότε ένα δισέλιδο ρεπορτάζ –που το εντόπισα με κάποιο κόπο, είναι αλήθεια– από την πρώτη μέρα εκείνου του live στον Άλιμο, από τη reggae μέρα δηλαδή, ή μάλλον νύχτα, με κείμενο και έγχρωμες φωτογραφίες από τους Ντίνα Βαγενά και Βασίλη Κ. Καλαμαρά.
Άρχισα να θυμάμαι...
Κατ’ αρχάς τη μικρή ταλαιπωρία για να φθάσουμε στην παραλία. Την πολλή ζέστη, παρότι ήταν βράδυ, τις μπίρες που κουβαλούσαμε και που αναγκαστήκαμε να τις πιούμε μάνι-μάνι τις περισσότερες απ’ έξω, γιατί απαγορεύονταν τα ποτά στον χώρο, και ακόμη τους υπερβολικά πολλούς αστυνομικούς και με σκυλιά και ΜΑΤ ανάμεσα που ήταν σκόρπιοι, ανά πολυμελείς ομάδες, σε όλη την έκταση του live. Αρχικά, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι ψάχνανε να βρούνε – αν και γρήγορα κάναμε τη σύνδεση, λόγω reggae, ganja κ.λπ. Ήταν ενήμερες, φαίνεται, οι αρχές... Υπήρχε ισχυρή αστυνόμευση, τέλος πάντων, και καθόλου διακριτική.
Πλήθος πολύχρωμο – και επώνυμοι ανάμεσα, όπως η τραγουδίστρια Ελένη Δήμου, που δύο χρόνια αργότερα (1990) θα τραγουδούσε στα ελληνικά («Συννεφάκι μοιάζεις») μια σύνθεση του Linton Kwesi Johnson!
Παράξενα κουρέματα-χτενίσματα (dreadlocks), ντυσίματα απλά, τζιν με t-shirts, πολλά αμάνικα με στάμπες Bob Marley, αλλά και Metallica(!) εξ όσων βλέπω σήμερα σε φωτογραφίες, και με κάποιους-κάποιες να δοκιμάζουν ακόμη και τη θάλασσα, με ρούχα ή εσώρουχα.
Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τον Joe Higgs, καθώς μάλλον χάσαμε το μεγαλύτερο μέρος του σετ του, αλλά θυμάμαι πολύ καλά το πυρετικό σετ των Culture, με τον έντονα πολιτικοποιημένο λόγο τους – σε μιαν εποχή που κυριαρχούσε η φυλάκιση του Nelson Mandela από το καθεστώς του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική.
Οι Linton Kwesi Johnson με Dennis Bovell & Dub Band συν Don Cherry ήταν μια προχωρημένη ομάδα, με πολύ επαναστατημένο speaking ανάμεσα στα τραγούδια, που δεν ήταν τραγούδια κατά βάση αλλά πολιτικά μανιφέστα γύρω από τη ζωή των φυλετικών μειονοτήτων στη συνοικία Brixton του Λονδίνου.
Για τους πολύ σκληροπυρηνικούς fans της σύγχρονης τότε reggae, με τον Linton Kwesi Johnson να είχε την τύχη να περιλαμβάνει στην ομάδα του και τον μέγιστο jazzman Don Cherry, που έπαιζε διάφορα περίεργα tribal όργανα και φυσικά τη «σήμα κατατεθέν» pocket τρομπέτα του.
Η βραδιά θα ολοκληρωνόταν τα ξημερώματα πια, μετά τις 4 το πρωί, με τον σίφουνα Yellowman – έναν απίστευτο Τζαμαϊκανό αλμπίνο περφόρμερ, που κινιόταν σαν τίγρης πάνω στη σκηνή, δοκιμάζοντας τις εξαντλημένες αντοχές του πλήθους στον χορό, που έπλεε πλέον στα όρια του πανζουρλισμού και της έκστασης.
Το τελευταίο που έχει μείνει στο μυαλό μου είναι να φεύγουμε λουσμένοι στον ιδρώτα, και με τα πόδια, από την παραλία του Αλίμου, βγαίνοντας προς Λεωφόρο Αμφιθέας και περπατώντας προς Συγγρού, όσο αντέχαμε τέλος πάντων, μέχρι να σκάσουν τα πρώτα πρωινά λεωφορεία...