ΣΚΛΗΡΟ, ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΑΙ ΣΥΝΑΜΑ βγαλμένο από την καρδιά, το μυθιστόρημα του Ντάγκλας Στιούαρτ κέρδισε το κοινό και τους κριτικούς με την ανθρώπινη ματιά και την αφηγηματική του δύναμη. Ο Σάγκι Μπέιν είναι πλέον ένα από τα πολυαγαπημένα βιβλία στον αγγλόφωνο κόσμο και ένας λόγος για να ξαναθυμηθεί κανείς την πολύπαθη Γλασκόβη της δεκαετίας του ’80 μέσα από τις περιπέτειες του μικρού Μπέιν, την προβληματική αλλά και τρυφερή σχέση με την αλκοολική μητέρα του, Άγκνες Μπέιν, και με τα δυο του αδέλφια.
Στις συνεντεύξεις του ο συγγραφέας έχει ομολογήσει ότι έχει βιώσει ανάλογες καταστάσεις με αυτές του ήρωά του, χωρίς ποτέ να φανταστεί ότι κάποια στιγμή θα ανέβει την κοινωνική κλίμακα ως πετυχημένος παράγοντας στον χώρο της μόδας και στη συνέχεια ως συγγραφέας, διεκδικώντας παράλληλα με περηφάνια τη σεξουαλικότητά του.
Όλα αυτά εξελίχθηκαν με τον καλύτερο τρόπο για τον πρωτοεμφανιζόμενο στον χώρο της λογοτεχνίας Στιούαρτ, ο οποίος είδε ξαφνικά το βιβλίο του να αποσπά επαινετικές κριτικές, να κατακτά το ένα βραβείο μετά το άλλο και να κάνει τα μέλη της επιτροπής του Μπούκερ να μην μπορούν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους, λέγοντας πως: «Μας άφησε άφωνους αυτό το πρώτο μυθιστόρημα, το οποίο δημιουργεί ένα εκπληκτικά οικείο, συμπονετικό, συγκλονιστικό πορτρέτο εθισμού, θάρρους και αγάπης».
Ο Σάγκι Μπέιν θα κυκλοφορήσει στις 30 Ιουνίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου, ενώ παράλληλα θα κυκλοφορήσει και συλλεκτική έκδοση (σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων) με πρόλογο και σκίτσο από τον συγγραφέα. Αποκλειστικό απόσπασμα από το βιβλίο εξασφάλισε η LiFO.
— T.M.
_______________________
Τώρα τα απογεύματα, οι μεγαλύτεροι γιοι των ανθρακωρύχων στέκονταν στις γραμμές του τρένου, με μπίρες και σακούλες με κόλλα και κοιτούσαν με θλίψη και μοχθηρία τις χαρούμενες φάτσες που βρυχιούνταν κάθε μισή ώρα. Χάιδευαν τα βυζιά των ξαδελφάδων τους κάτω από τα φαρδιά πουλόβερ και έτρεχαν στις ράγες μπροστά από το τρένο που ανέπτυσσε ταχύτητα, με τα απαλά μαλλιά τους να ανεμίζουν εξαιτίας ενός ατυχήματος που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Πετούσαν μπουκάλια με κάτουρα στα παράθυρα και όταν ο οδηγός του τρένου πατούσε θυμωμένος τη σφυρίχτρα, εκείνοι ένιωθαν πως τους βλέπει ο κόσμος, νιώθανε ζωντανοί.
Αφότου έκλεισε το ανθρακωρυχείο, εκείνοι είχαν τη συνήθεια να απλώνουν πάνω στις ράγες παχιά καφετιά κλαριά που έπρεπε να κρεμιούνται αποπάνω τους, για να τα κόψουν από τα δέντρα που ξεραίνονταν. Όταν τα τρένα τα τσακίζανε εύκολα, τα παιδιά πετούσανε πέτρες κι αργότερα τα κόκκινα τούβλα που χρησιμοποιούσαν οι οικοδόμοι. Ένα αγόρι όχι πολύ μεγαλύτερο από τον Σάγκι έχασε ένα μάτι από τις ιπτάμενες πέτρες που σπινθήριζαν. Αλλιώς, οπλισμένοι με κουτιά που περιείχαν αέρα για αναπτήρες και προορίζονταν για σνιφάρισμα, αυτοί άρχισαν να βάζουν φωτιά στις καλαμιές. Ο Λικ έβλεπε πως βάζανε φωτιά στον καφετί βάλτο κι από τις δυο μεριές των γραμμών. Κι όμως, τα τρένα για τη Γλασκόβη δεν σταματούσαν.
Ο Λικ έσερνε το μασημένο του μολύβι μέσα από αυτήν τη θέα της ερήμωσης. Δεν το αντιλαμβανόταν, αλλά ενώ εκείνος ζωγράφιζε, οι καμπουριασμένοι του ώμοι γέρνανε μπροστά.
Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να σηκώνεται τα πρωινά, να αφήνει τη μέρα να μπει στο σπίτι, να ξαναγυρνά στο κορμί του και να παύει να περιπλανιέται ολόγυρα πίσω από τα βλέφαρά του, εκεί όπου ήταν ελεύθερος. Παρουσιαζόταν όλο και πιο αργά στα μαθήματα κατάρτισης. Ο προϊστάμενος έκανε υποχωρήσεις, ο Λικ μπορούσε να το διακρίνει αυτό. Περιπλανιόντουσαν ο ένας πλάι στον άλλον με την ίδια αδιαφορία.
Στην αρχή ο προϊστάμενος, ένας μυώδης ρεαλιστής τύπος, έβγαζε τους λόγους που είχε εξασκηθεί να βγάζει. Καθώς η μαθητεία συνεχιζόταν και ο Λικ συνέχισε να τον κοιτάζει αδιάφορα, οι λόγοι του άλλου γίνονταν πικρόχολοι. Ο Λικ, σαν μετρονόμος, κουνούσε το κεφάλι του, που το λέκιαζαν τα σάλια στη διάρκεια της διάλεξης που αφορούσε το πώς η δική του γενιά κατέστρεφε τη χώρα. Βγάζοντας αφρούς, ο προϊστάμενος άπλωσε τότε το χέρι του και παραμέρισε τη φράντζα του Λικ με την τραχιά παλάμη του. Τα μάτια του νεαρού ήταν αδειανά σαν δυο θαμπά κομμάτια μάρμαρο. Ο άνθρωπος τα είχε δει όλα στα τριάντα χρόνια που βρισκόταν στον χώρο των κατασκευών: γενιές παιδιών που σύρθηκαν στα κρατικά προγράμματα, τεμπέλικα και αδιάφορα ή φλύαρα και πονηρά. Με τον καιρό έσπαγαν και παίρνανε τον δρόμο τους, μεγάλωναν και γίνονταν άντρες που έβαζαν σε μπελάδες τα κορίτσια και χρειάζονταν έναν σταθερό μισθό. Ποτέ σ’ όλα του τα χρόνια δεν συνάντησε κάποιον σαν αυτό το αγόρι.
Θυμωμένος ο προϊστάμενος τράβηξε το μολυβάκι πίσω από το αυτί του, πρόβαλε αποφασιστικά το κατωσάγονό του και κάρφωσε το μολυβάκι σε απόσταση δύο πόντους περίπου από τα μούτρα του Λικ. Ο Λικ δεν έκανε πίσω ποτέ, αυτό το συνήθιζε με την Άγκνες. Κλείδωσε την πόρτα που βρισκόταν πίσω από τα μάτια του κι έφυγε, εγκαταλείποντας το εργαστήριο, τον γύψο, ένα παγούρι με κρύο τσάι και τον θυμωμένο προϊστάμενο.
Ο προϊστάμενος μπορεί να του επέτρεπε να φύγει, εδώ όμως ήταν ένα πρόγραμμα κατάρτισης για νέους, και όσο η Θάτσερ τού μείωνε τον μισθό, ο άντρας θα άφηνε τον Λικ να παραμείνει. Πάντα χρειάζονται κάποιον να φτιάχνει τσάι. Οι παλιότεροι ξυλουργοί άρχισαν να κάνουν πλάκες στον Λικ στον χώρο της δουλειάς. Τον έβαζαν να ελέγχει τα κουτιά με τα καρφιά και να τα ταξινομεί κατά μέγεθος. Ο Λικ απλώς σήκωνε τους ώμους όταν τους άκουγε να γελάνε και συνέχιζε την πορεία του, ευτυχισμένος που μπορούσε να χάνεται μέσα στα μονότονα, άσκοπα καθήκοντά του και το μυαλό του να περιπλανιέται ελεύθερο στον κόσμο.
Βυθισμένος στη σιωπή, γυρνούσε τώρα τις σελίδες του μπλοκ και από το πίσω φύλλο έβγαλε δυο φακέλους. Ο πρώτος φάκελος ήταν ένα λεπτό πολύχρωμο αεροπορικό γράμμα, σε κομψό γαλάζιο αναδιπλούμενο χαρτί, και το έστελνε η Κάθριν με μια σειρά γραμματοσήμων από το Τράνσβααλ. Το στριφογύρισε στα χέρια του και ευχήθηκε να μην ένιωθε τόσο οδυνηρή την ανάγκη να το διαβάσει. Θα ήθελε ο ενθουσιασμός της για τα έπιπλα κήπου και τα νοτιοαφρικάνικα λουκάνικα μπίλτονγκ να μην τον έκαναν να νιώθει τόσο παραπεταμένος, κάτι που τόσο εύκολα το αφήνεις πίσω σου.
(...) Ο Λικ έπιασε το δεύτερο γράμμα. Τώρα πια αυτό ήταν βρόμικο, λιγδιασμένο στις γωνίες ύστερα από τόσες ώρες που πέρασε διαβάζοντάς το και ξαναδιαβάζοντάς το. Ο φάκελός ήταν από χοντρό κρεμ χαρτί, διάστικτο, όπως το ακριβό χαρτί για ακουαρέλες. Κάποιος έγραψε το όνομά του με μαύρη μελάνη καλλιγραφίας ‒κύριο Αλεξάντερ Μπέιν‒, κάνοντας μάλιστα την προσπάθεια να σταθεροποιήσει με μια κομψή χαρακιά. Ο Λικ άνοιξε τον φάκελο και ξεδίπλωσε το τυπωμένο γράμμα. Το χαρτί ήταν τόσο καλής ποιότητας, που έτριζε. Τα βρόμικα δάχτυλά του ψηλάφισαν το γνώριμο έμβλημα στην κορυφή της σελίδας. Θα μπορούσε να διαβάσει το γράμμα με κλειστά μάτια:
Αγαπητέ κύριε Μπέιν,
Έχω τη χαρά να σας πληροφορήσω ότι, κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης της αιτήσεώς σας και του βιογραφικού σας, είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας προσφέρουμε μια θέση άνευ όρων στο προπτυχιακό τμήμα της Σχολής Καλών Τεχνών.
«Ο Λικ δίπλωσε το γράμμα και το γλίστρησε προσεκτικά στον φάκελο. Ήξερε ότι, σύμφωνα με το γράμμα, θα του έστελναν περισσότερες πληροφορίες, ότι έπρεπε να επικοινωνήσει με τον γραμματέα της σχολής για να δεχτεί την πολυπόθητη θέση. Ήξερε πως θα άρχιζε μαθήματα τον Σεπτέμβριο. Αυτό όμως αφορούσε τον Σεπτέμβριο πριν από δύο χρόνια. Ξαναγύρισε νοερά στην εποχή που έλαβε το γράμμα. Είδε τον Σαγκ να φεύγει. Είδε την Κάθριν να κοιτάζει την πόρτα και τον αστείο αδελφούλη του, πεινασμένο και τρομαγμένο, ενώ η μάνα τους καθόταν με το κεφάλι χωμένο μέσα στον φούρνο του γκαζιού.
Στην απολιθωμένη θάλασσα έκανε κρύο κι ήταν ήσυχα, γι’ αυτό και του άρεσε. Χαμένος μέσα στο όνειρο που έβλεπε στον ξύπνο του, στην αρχή ο Λουκ αγνόησε τον θόρυβο, ώσπου αυτός ήρθε κοντύτερα κι έγινε πιο επίμονος: ήταν η φριχτή πορδή από γαλότσες που γλουγλούκιζαν. Στην κορυφή ενός σωρού από σκουριά εμφανίστηκε ο Σάγκι, κόκκινος και φουντωμένος. Τα συνηθισμένα κρεμ χρώματά του είχαν σβηστεί από ένα στρώμα σκόνης, γύρω όμως από τα μάτια και το στόμα του υπήρχαν ροζ κύκλοι. Ο Λικ έκρυψε το γράμμα στο μπλοκ του και τα ξανάβαλε όλα προσεκτικά στο σακάκι του.
“Σου ζήτησα να περιμένεις!” βόγκηξε ο Σάγκι. Μέσα στην γκρίζα σκόνη, το κάτω χείλος του ήταν μια ρόδινη φούσκα.
“Αν δεν μπορείς να ακολουθήσεις, τότε μη ζητάς να έρθεις”. Ήταν σίγουρος πως έκαναν και πριν αυτήν τη συζήτηση, ένιωθε σαν να την έκαναν πάντα. Ο Λικ σηκώθηκε και ξεκίνησε πάλι. Έμοιαζε με δηλητηριώδη αράχνη με μακριά πόδια που προσπαθούσε να γλιστρήσει στην επιφάνεια του μελανού νερού και το μπλε νάιλον αδιάβροχό του ήταν τόσο γυαλιστερό, όσο και το κέλυφος ενός σκαθαριού. Προσπάθησε να αφήσει πίσω τον μικρό του αδελφό, διατρέχοντας με μεγάλα πηδήματα τις απότομες πλαγιές. Ήλπιζε ότι το αγόρι θα σταματούσε και θα γυρνούσε στο σπίτι. Ωστόσο ο Σάγκι συνέχισε.
Ο Λικ άκουσε τον αδελφό του να λαχανιάζει σαν ασθματικός πίσω του: αυτό του χαλούσε την ησυχία του. Θα του έλεγε πως δεν μπορούσε να έρθει, αλλά ο αδελφός του ήταν γνωστό καρφί. Ο Σάγκι είχε μάθει καλά αυτή την τέχνη, ήταν όμως αδέξιος στη χρήση της. Θα διέδιδε και τη χειρότερη πληροφορία για τη μικρότερη αμοιβή και σχεδόν πάντα το παραξήλωνε. Όταν την προκαλούσαν, η Άγκνες ήταν ικανή να κυνηγάει τον Λικ ολόγυρα στο σπίτι με ένα βαρύ πέδιλο Dr. Scholl. Η επίπεδη λαστιχένια σόλα άφηνε άλικα σημάδια που έπλεαν μέσα σε κόκκινα ίχνη από σκαμπίλια, πράγμα που έκανε τον Σάγκι να χαμογελά σαρδόνια.
Ο Λικ αναρωτιόταν γιατί η μητέρα του ανησυχούσε αν περιπλανιόταν στο ορυχείο που δεν λειτουργούσε πια. Ήταν σίγουρος πως δεν έφταιγε ο κίνδυνος της σκουριάς ή το απύθμενο μαύρο νερό στο παλιό νταμάρι. Αυτό που ενοχλούσε την Άγκνες ήταν η σκόνη. Ήταν το τι θα σκέφτονταν οι γείτονες κουκουλωμένος από βρόμα και καπνιά. Το ότι δεν θα μπορεί πια να παριστάνει ότι εκείνη δεν τους μοιάζει, ότι γεννήθηκε σε καλύτερο περιβάλλον και μόνο προσωρινά βρέθηκε κολλημένη στην άθλια, ξεχασμένη απ’ όλους γωνιά τους. Η περηφάνια κι όχι ο κίνδυνος ήταν αυτό που την έκανε να θυμώνει τόσο.
Με ένα χτύπημα του μοκασινιού του ο Λικ έστειλε προς τα πίσω έναν καταιγισμό από σκουριά κι άκουσε έναν ελαφρό βήχα κι ένα κλαψούρισμα. Ο Σάγκι έβγαλε ένα γρύλισμα σαν θυμωμένος ασβός και ο Λικ γέλασε και υποσχέθηκε στον εαυτό του να τον αναγκάσει να το ξανακάνει την ώρα που θα γυρνούσαν στο σπίτι.
Ο Λικ κατέβηκε καλπάζοντας τον τελευταίο από τους λόφους και περίμενε στους πρόποδές του τον αδελφό του. Το κύμα της σκουριάς κινούνταν σαν κατολίσθηση. Ο Σάγκι έκανε μεγάλα άλματα και, με το δεύτερο ή τρίτο βήμα του, ξάφνου η σκουριά στερεοποιήθηκε. Τα πόδια του κινήθηκαν πάρα πολύ γρήγορα, έβγαλε ένα διαπεραστικό σκούξιμο κι έπεσε μπροστά και διέτρεξε γλιστρώντας όλη την υπόλοιπη απόσταση μπρούμυτα. Όταν σταμάτησε ήταν καταγδαρμένος και τριγύρω του σηκωνόταν σιωπηλά η σκουριά, καταπίνοντάς τον σαν πεινασμένος τάφος. Ο Λικ έφτασε κάτω και με το ένα του χέρι ανέσυρε το αγόρι μέσα από το κάρβουνο, τρίβοντάς το από τα λουριά του σακιδίου του. Ένα μαύρο προσωπάκι με δυο άσπρα μάτια τον κοίταξαν γεμάτα σύγχυση και φόβο.
Ο Λικ δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια.
“Τι σου έχω πει εγώ; Πρέπει να κατεβαίνεις πιο ανάλαφρα, ειδάλλως όλη η πλαγιά αυτού του γαμημένου πράγματος αρχίζει να κουνιέται”.
“Το ξέρω, αυτό όμως αρχίζει να γλιστράει και φοβάμαι μήπως με θάψει”. Ο Σάγκι τίναξε τη σκουριά από τα μαύρα μαλλιά του. “Η μαμά θα σ’ έκανε κομμάτια έτσι και πέθαινα”.
Ο Λικ άφησε κάτω το παιδί.
“Πρέπει να είσαι τόσο ενοχλητικός; Γιατί δεν μπορείς να είσαι φυσιολογικός για μια φορά έστω;”
Το αγόρι γύρισε την πλάτη στον αδελφό του.
“Είμαι φυσιολογικός”.
Ο Λικ νόμισε ότι έβλεπε την κοκκινίλα να φουντώνει στον σβέρκο του Σάγκι. Οι ώμοι του τρεμούλιασαν καθώς τον πήραν τα δάκρυα. Ο Λικ έπιασε τον αδελφό του και τον στριφογύρισε. “Μη μου γυρνάς εμένα την πλάτη όταν σου μιλάω”. Ο Λικ μελέτησε από κοντά το πρόσωπό του. Δεν τον είχαν πάρει τα δάκρυα. Ο Λικ γνώριζε πολύ καλά το κοκκίνισμα της ντροπής και της απογοήτευσης. “Σε δέρνουν τα παιδιά στο σχολείο;”
“Όχι”. Ο Σάγκι γύρισε κι απελευθερώθηκε από τη λαβή του Λικ. “Κάπου κάπου”.
“Μην τους αφήνεις να σε ενοχλούν. Βλέπουν το μόνο πλάσμα που είναι λίγο πιο διαφορετικό απ’ αυτούς και του ρίχνονται”.
Ο Σάγκι σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε.
“Μίλησα γι’ αυτούς στον πατέρα Μπάρι. Του ζήτησα να σταματήσει αυτό το πράγμα”. Ο Σάγκι ίσιωσε την τσάκιση στο παντελόνι του. “Εκείνος όμως μου είπε μονάχα να μείνω στο σχολείο, όταν θα τελειώναμε. Μ’ έβαλε να διαβάσω τους διωκόμενους αγίους”.
Ο Λικ προσπάθησε να μη χαμογελάσει κοροϊδευτικά.
“Τι άχρηστος γερο-μπάσταρδος. Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος της Εκκλησίας;
“Σταμάτα να παραπονιέσαι, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα”. Κλότσησε το μοκασίνι του με τις φούντες και γέρνοντας μπροστά το άδειασε από τη σκουριά. “Ξέρεις, όταν ήμουνα στο σχολείο λέγανε ότι υπήρχε ένας παπάς που πηδούσε εκείνο το ήσυχο αγόρι. Μπορείς να φανταστείς;” Σήκωσε τα μάτια του και συνάντησε το πρόσωπο του Σάγκι. “Σ’ ακούμπησε ποτέ, Σάγκι; Ο πατέρας Μπάρι, εννοώ”.
Ένα σύννεφο πέρασε από το πρόσωπο του Σάγκι και ήταν αρκετά σκοτεινό ώστε να πάψει ο Λικ να τινάζεται για να απαλλαγεί από τη σκόνη.
“Όχι” είπε ήρεμα ο Σάγκι. Κι έπειτα τα λόγια άρχισαν να πέφτουν γρηγορότερα απ’ όσο μπορούσε εκείνος να τα βάλει σε τάξη. “Είπαν, όμως, ότι εγώ του ’κανα διάφορα πράγματα. Είπαν ότι έκανα βρόμικα πράγματα. Εγώ όμως δεν τα έκανε ποτέ. Σου τ’ ορκίζομαι. Ούτε ξέρω τι πράγματα είναι αυτά”».