ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ έπεσα πάνω σε ένα κείμενο που μιλούσε για τον σπουδαίο συνθέτη της ηλεκτρονικής πρωτοπορίας Σ.Β. Διάβασα το κείμενο διαγωνίως, πηδώντας τις γραμμές ‒ μιλούσε για τις άγνωστες ηχογραφήσεις του σε κάποιο στούντιο της σουηδικής ραδιοφωνίας, για τη μουσική που είχε γράψει για μια τραγωδία που είχε περιοδεύσει μόνο σε πόλεις της Καλιφόρνιας τη δεκαετία του ’70.
Εξηγούσε πως είχε επηρεαστεί από τον Γιάννη Χρήστου και περιείχε φράσεις όπως «μια φανερή προσπάθεια να επικοινωνήσουν οι σύγχρονοι φουτουριστικοί ήχοι με τους ήχους της αρχέγονης παράδοσης». Δεν αναγνώρισα το όνομα αμέσως, αλλά πάνω-πάνω είχε μια φωτογραφία του. Με έκπληξη αναγνώρισα τον δάσκαλο που μας μάθαινε μουσική στο δημοτικό.
Έβαλα να ακούσω ένα από τα έργα του. Ήταν ένα 16λεπτο έργο μόνο με κοντραμπάσο και μαγνητοταινία. Η μουσική του μου ήταν τελείως ακατανόητη, στ’ αυτιά μου ήταν σαν να βάραγε κάποιος ένα κουτάλι στον πάγκο της κουζίνας.
Όταν είσαι παιδί, βλέπεις τους ενήλικες με αφετηρία τον εαυτό σου. Οι γονείς σου, οι δάσκαλοί σου, δεν είναι ανεξάρτητα, ξεχωριστά όντα με δικές τους επιθυμίες. Τους κοιτάς μέσα από ένα πα—ραμορφωμένο πρίσμα. Είναι η μαμά σου, ο μπαμπάς σου ή ο δάσκαλός σου, ο κύριος Σ.Β. Δεν σε απασχολούν οι επιθυμίες τους, δεν τους αντιλαμβάνεσαι παρά μόνο σε σχέση μ’ εσένα.
Ο Σ.Β. είχε κάτασπρα μακριά μαλλιά, πολύ λευκό δέρμα και φορούσε υπερμεγέθη γυαλιά με λεπτό χρυσό σκελετό. Το πιγούνι του έμοιαζε ενωμένο με τον κορμό του. Μιλούσε πάντα με μια πολύ χαμηλή, μπάσα φωνή. «Ελάτε, παιδάκια», μας έλεγε, «να παίξουμε φλογέρα». Την ώρα που δολοφονούσαμε παράφωνα κάποιο τραγούδι στη φλογέρα ή στη harmonica, ή βαράγαμε ντέφια, αυτός προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γυαλιά που του έπεφταν συνέχεια από τη μύτη. Φορούσε συνήθως ένα γκρίζο παντελόνι, που θύμιζε πιτζάμα, και σιέλ πουκάμισο με κοντά μανίκια, σαν χαμένος συνταξιούχος σε πλατεία στου Παπάγου. Το σχολείο είχε δύο καθηγητές μουσικής, αυτόν και την κυρία Ναταλία, μια μικροσκοπική ηλικιωμένη γυναίκα που χτενιζόταν παράξενα. Έφτιαχνε ένα στεφανάκι με γκρίζες ψεύτικες κοτσίδες στο κεφάλι της και μας έβαζε να διαβάζουμε νότες με στρατιωτική πειθαρχία.
Το σχολείο μου ήταν ένα παράξενο πλέγμα κτιρίων, χτισμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια σειρά από τσιμεντένια οκτάγωνα στη μέση του πουθενά. Από ψηλά έμοιαζε με κυψέλη μέσα στο δάσος. Οι αίθουσες είχαν βαριές σιδερένιες πόρτες, βαμμένες μαύρες και πορτοκαλί ‒ στην Α’ Δημοτικού είχα καταφέρει να εγκλωβιστώ ανάμεσα στα δύο φύλλα της πόρτας και να χτυπήσω το κεφάλι μου. Θυμάμαι ακόμα τη δασκάλα μου να με τραβάει επιτακτικά από το χέρι για να με πάει κάπου να με βοηθήσουν. Έχω ακόμα το σημάδι στον δεξί μου κρόταφο. Εκτός από το μάθημα της μουσικής, κάναμε κάτι που ονομαζόταν «ομαδικό τραγούδι». Πηγαίναμε στο θέατρο, ο Σ.Β. καθόταν στο πιάνο και τραγουδούσαμε. Οι στίχοι προβάλλονταν με έναν προβολέα στη σκηνή. «Για το βουνό πηγαίνω, κι ανεβαίνω κι ανεβαίνω, για το βουνό πηγαίνω, κι όλο πάω και τραγουδώ. Δεν φοβάμαι τον δρόμο, πάω τον ήλιο να δω».
Όσο πιο πολύ σκεφτόμουν την περίπτωση του Σ.Β., τόσο περισσότερη εντύπωση μου έκανε η άλλη του ζωή. Όταν είσαι παιδί, βλέπεις τους ενήλικες με αφετηρία τον εαυτό σου. Οι γονείς σου, οι δάσκαλοί σου, δεν είναι ανεξάρτητα, ξεχωριστά όντα με δικές τους επιθυμίες. Τους κοιτάς μέσα από ένα παραμορφωμένο πρίσμα. Είναι η μαμά σου, ο μπαμπάς σου ή ο δάσκαλός σου, ο κύριος Σ.Β. Δεν σε απασχολούν οι επιθυμίες τους, δεν τους αντιλαμβάνεσαι παρά μόνο σε σχέση μ’ εσένα.
Πώς να ήταν άραγε η άλλη ζωή του Σ.Β.; Πέρναγε τα πρωινά του διδάσκοντας παιδάκια με μύξες πώς να παίζουν τραγούδια στη φλογέρα και μετά γυρνούσε σπίτι του και συνέθετε πρωτοποριακά ηλεκτρονικά αριστουργήματα με πριόνια μπροστά από μια κονσόλα; Η διδασκαλία τού άρεσε; Μήπως μας μισούσε; Τα παιδιά είναι πάρα πολύ σκληρά με ανθρώπους που δεν μοιάζουν με τους υπόλοιπους, δεν μπορώ να φανταστώ τι μπορεί να είχε ακούσει, διδάσκοντας κακομαθημένα παιδάκια.
Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιείς πόσο πολλές διαφορετικές ζωές χωράνε σε μία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.