Το Βούπερταλ, η βιομηχανική πόλη της Γερμανίας που έγινε διάσημη από την Πίνα Μπάους, γέννησε και μια από τις σπουδαιότερες φωτογράφους, την Γκρέτε Στερν, που αργότερα διάλεξε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής για δεύτερη πατρίδα της. Στην Αργεντινή η Στερν, με τον σύζυγό της Οράσιο Κόπολα, πρωτοστάτησαν στον εκσυγχρονισμό των εικαστικών τεχνών και η ίδια παρουσίασε την πρώτη έκθεση σύγχρονης φωτογραφικής τέχνης στο Μπουένος Άιρες, το 1935.
Η Γκρέτε Στερν γεννήθηκε 1904 στο Έλμπερφελντ του Βούπερταλ και πήγε σχολείο στην Αγγλία. Στα 19 της, από το 1923 έως το 1925, ξεκίνησε να σπουδάζει γραφικές τέχνες στο Kunstgewerbeschule της Στουτγάρδης, αλλά άρχισε να ενδιαφέρεται για τη φωτογραφία όταν είδε μια έκθεση των διάσημων τότε Αμερικανών και καινοτόμων φωτογράφων Πολ Ούτερμπριτζ, που ήταν γνωστός για τον πειραματισμό του με την έγχρωμη φωτογραφία, και Έντουαρντ Γουέστον.
Η Στερν αμέσως αποφάσισε ότι αυτό ήταν κάτι που την ενδιέφερε. «Πού μπορώ να μάθω πώς να το κάνω αυτό;» ρώτησε και μέσω του φωτογράφου και μαθητή της σχολής του Μπαουχάους Ότο Ούμπερ γνώρισε τον Βάλτερ Πέτερχανς, που ήταν φωτογράφος και αργότερα έγινε διευθυντής του τμήματος φωτογραφίας του Μπαουχάους, εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο και άρχισε να παίρνει ιδιωτικά μαθήματα. Όταν ο Πέτερχανς έφυγε για να διδάξει στο Μπαουχάους η Στερν αγόρασε τον εξοπλισμό του και άρχισε να εργάζεται ως ανεξάρτητη γραφίστρια.
Το 1930, με τη φίλη της Έλεν Ρόζενμπεργκ Άουερμπαχ, άνοιξαν ένα φωτογραφικό στούντιο που πήρε το όνομά του από τα παιδικά τους ψευδώνυμα ringl + pit.
Οι σουρεαλιστικές ερμηνείες των ονείρων που απεικόνισε συχνά υπονομεύουν διακριτικά τις παραδοσιακές αξίες που πρέσβευε το λαϊκό περιοδικό, εισάγοντας τη φεμινιστική κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων στην Αργεντινή, ρίχνοντας έναν σπόρο με τις εικόνες της, που αφορούσε την αυτοδιάθεση και την απελευθέρωση των γυναικών.
Οι δυο νέες γυναίκες άρχισαν να ειδικεύονται στα πορτρέτα και τη διαφήμιση, να παίζουν με τους παραδοσιακούς κώδικες της φωτογραφίας και το έργο τους έχαιρε εκτίμησης μεταξύ των πρωτοπόρων καλλιτεχνών του Βερολίνου για τις καινοτόμες και χιουμοριστικές τους εικόνες.
Στη δεύτερη Διεθνή Έκθεση Φωτογραφίας και Κινηματογράφου στις Βρυξέλλες για την αφίσα τους Komol (για μια βαφή μαλλιών), το 1933, πήραν το πρώτο βραβείο. Χρησιμοποιούσαν τους εαυτούς τους στις διαφημιστικές σκηνές και με τα ειρωνικά φωτομοντάζ τους αμφισβητούσαν συχνά την παραδοσιακή εικόνα των γυναικών.
Τα χρόνια που λειτουργούσε το στούντιο η Στερν συνέχισε τις σπουδές της, μέχρι το 1933 που φαίνεται γραμμένη στα μητρώα του Μπαουχάους, στο Ντεσάου, με τον Πέτερχανς. Στα αρχεία του Μπάουχαους στο Βερολίνο, σήμερα μπορεί κάποιος να δει τις σημειώσεις της με διάφορες θεωρίες για τον υπολογισμό της έντασης του φωτός και τις αναλογίες μείγματος για την εμφάνιση των φωτογραφιών, ένα μείγμα μαθηματικού σημειωματάριου και βιβλίου μαγειρικής χημείας.
Όπως έγραψε αργότερα, το πιο σημαντικό μάθημα που πήρε από το Πετερχάους ήταν «η εκμάθηση του φωτογραφικού οράματος: Από πού πρέπει να κάνω τη λήψη; Αποφασίζοντας το θέμα –τι πρέπει να είναι στο επίκεντρο και τι δεν πρέπει– ποια λεπτομέρεια θέλω;».
Το πολιτικό κλίμα της Γερμανίας και η άνοδος του ναζισμού με την άφιξη του Χίτλερ διακόπτει τη δραστηριότητα του στούντιο και η Στερν με τον αδερφό της μεταναστεύουν στο Λονδίνο και εκεί ανοίγει ένα στούντιο με την Άουερμπαχ. Στο Λονδίνο καθιερώνεται ως φωτογράφος πορτρέτου, ενώ ήδη έχει γνωρίσει και παντρευτεί τον Αργεντινό φωτογράφο Οράσιο Κόπολα το 1935.
Οι φίλοι τους ήταν ακτιβιστές, συνδεδεμένοι με αριστερούς κύκλους και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δημιούργησε τα πιο εντυπωσιακά πορτρέτα της κοινότητας Γερμανών διανοουμένων στην εξορία, όπως αυτά των Μπέρτολντ Μπρεχτ και Καρλ Κορς, μιας από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του θεωρητικού μαρξισμού.
Το 1936 οι νεόνυμφοι Στερν και Κόπολα ταξιδεύουν για να εγκατασταθούν στην Αργεντινή, μακριά από τα σύννεφα του πολέμου που αρχίζουν να καλύπτουν την Ευρώπη. Εκεί κάνουν την πρώτη κοινή τους έκθεση, στα γραφεία του περιοδικού Avant-garde Sur, που η αρχισυντάκτρια και φίλη του Κόπολα, Βικτόρια Οκάμπο, έδωσε στους δυο νέους φωτογράφους και που θεωρείται η πρώτη δημόσια έκθεση σύγχρονης φωτογραφίας στην Αργεντινή.
Άνοιξαν ένα στούντιο φωτογραφίας και γραφιστικής και η Στερν αρχίζει να πειραματίζεται με φωτομοντάζ, κολάζ και έργα μέσα από τα οποία εξελίσσεται σε μια συναρπαστική καλλιτέχνιδα.
Τα πορτρέτα της από τη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του τριάντα –η ηθοποιός Χελένε Βέιγκελ, σύζυγος του Μπρεχτ, αυστηρή, με κούρεμα αλά Ζαν Ντ΄Αρκ, αλλά και αυτά του Μπόρχες– την κάνουν γνωστή και το σπίτι τους από το 1940 γίνεται τόπος καλλιτεχνικής δημιουργίας και διανοητικής ανταλλαγής, που φιλοξένησε την πρώτη έκθεση του Grupo Madí το 1945.
Το καλλιτεχνικό κίνημα αυτό, που ξεκίνησε στο Μπουένος Άιρες το 1946 από τον Ούγγρο-Αργεντινό καλλιτέχνη και ποιητή Gyula Kosice, και τους Ουρουγουανούς Carmelo Arden Quin και Rhod Rothfuss, περιελάμβανε όλες τις μορφές έκφρασης, από πλαστικές και εικαστικές τέχνες, μουσική, λογοτεχνία, θέατρο, αρχιτεκτονική, χορό, με τους καλλιτέχνες να παίζουν με τις συμβάσεις και τους κανόνες της Δύσης που είχαν μέχρι τότε εμφανιστεί, όσο αφορούσε το μέσο αλλά και τον τρόπο.
Στο Μπουένος Άιρες η Στερν αντιλήφθηκε ότι εθνικό σπορ της χώρας δεν ήταν το ποδόσφαιρο αλλά η ψυχοθεραπεία. Το 1948 άρχισε να εργάζεται για το Idilio, ένα εικονογραφημένο γυναικείο περιοδικό, που απευθυνόταν ειδικά σε γυναίκες χαμηλότερης και μεσαίας τάξης. Η Στερν εικονογραφούσε τη στήλη «El psicoanálisis te ayudará» (Η ψυχανάλυση θα σας βοηθήσει), με μια σειρά που αργότερα ονομάστηκαν «Los Sueños» (Τα Όνειρα) και έχουν συγκριθεί με τα σχέδια του Φρανσίσκο Γκόγια «Sueños», μια σειρά προκαταρκτικών σχεδίων για το μεταγενέστερο σώμα εργασίας του, «Los Caprichos».
Οι αναγνώστριες ενθαρρύνθηκαν να υποβάλουν τα όνειρά τους για ανάλυση από τους «ειδικούς» ως βοήθεια προκειμένου να βρουν «την αυτογνωσία και την αυτοβοήθεια που θα τους βοηθούσαν να πετύχουν στην αγάπη, την οικογένεια και την εργασία. Κάθε εβδομάδα επιλεγόταν ένα όνειρο που αναλυόταν από έναν ειδικό και η Στερν το απεικόνιζε με φωτομοντάζ. Στη διάρκεια των τριών ετών αυτής της εργασίας της δημιούργησε περίπου 150 έργα, εκ των οποίων μόνο 46 σώζονται μέχρι σήμερα σε αρνητικά.
Οι σουρεαλιστικές ερμηνείες των ονείρων που απεικόνισε συχνά υπονομεύουν διακριτικά τις παραδοσιακές αξίες που πρέσβευε το λαϊκό περιοδικό, εισάγοντας τη φεμινιστική κριτική στους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων στην Αργεντινή, ρίχνοντας έναν σπόρο με τις εικόνες της, που αφορούσε την αυτοδιάθεση και την απελευθέρωση των γυναικών. Οι συνθέσεις της ήταν καταπληκτικές, ευρηματικές, αστείες και δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα έργα πολύ διασημότερων ομότεχνών της σουρεαλιστών. Γυναίκες σαν αμπαζούρ, γυναίκες με πλημμυρισμένα σαλόνια, τρομοκρατημένες, να απειλούνται από γυμνές κούκλες, να μαζεύουν λουλούδια από βιβλία ή να ταξιδεύουν παρέα με μια καμηλοπάρδαλη σε κάμπριο αυτοκίνητα. Όλα αυτά μέσα στο καθεστώς του Περόν, με την Εβίτα θεοποιημένη και τις γυναίκες να έχουν σαν πρότυπο τη χυδαία επίδειξη της κομψότητας και του πλούτου της.
Η Στερν διάβασε στα έργα της, απεικονίζοντας τα γυναικεία όνειρα, τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του καθεστώτος σε μια κοινωνία που υπέφερε με σουρεαλιστικό πνεύμα, ελαφρότητα και χιούμορ, ανέλυσε την επιθυμία των γυναικών και την αποδραματοποίησε, δείχνοντάς τους ότι η φαντασία και τα όνειρα είναι απροσπέλαστα από κάθε μορφής εξουσία. Μέσα σε αυτές τις εικόνες οι ειρωνικές αναπαραστάσεις των γυναικείων ρόλων εξακολουθούσαν να αποτελούν το κεντρικό θέμα της δουλειάς της.
Η Γκρέτε Στερν κατάφερε να έχει μια ταυτότητα πολύ προσωπική, με ένταση, που την υπηρέτησε και ως καθηγήτρια φωτογραφίας στα Πανεπιστήμια Resistencia και National University of the Northeast, μέχρι να αποσυρθεί το 1985.
Πέθανε το 1999, σε ηλικία 95 ετών.
Έργα της Γκρέτε Στερν και του Οράσιο Κόπολα εκτίθενται στην έκθεση «From Bauhaus to Buenos Aires: Grete Stern and Horacio Coppola» στο MoMA της Νέας Υόρκης.