1.
IRINI KONSTANTINIDI: Nothing To Lose
[Private Pressing]
Η Ειρήνη Κωνσταντινίδη είναι μία πολύ σοβαρή τζαζ τραγουδίστρια και τραγουδοποιός. Αυτό το ξέρουν οι φίλοι της, που την παρακολουθούν χρόνια τώρα στις ζωντανές παραστάσεις της – κάτι που έχει περάσει, πάντως, και στην δισκογραφία, μέσω του συγκροτήματος στο οποίο συμμετείχε παλαιότερα, των Wonder-fall Quartet.
Η γνώμη μας είναι πως μια τραγουδίστρια-τραγουδοποιός τής «σιγουριάς» τής Κωνσταντινίδη, δεν μπορεί, δισκογραφικώς τουλάχιστον, να περιοριστεί μέσα στο πλαίσιο, που σχηματίζει ένα μόνιμο τζαζ γκρουπ. Είναι προτιμότερο, εννοούμε, να μπαίνει κάθε φορά στο στούντιο, έχοντας δίπλα της σέσιον μουσικούς, επιλεγμένους με γνώμονα το κλίμα που θέλει να δώσει στο εκάστοτε άλμπουμ της. Κοντολογίς, αυτό που κάνει τώρα δηλαδή.
Το “Nothing to Lose”, πρώτο προσωπικό CD τής Ειρήνης Κωνσταντινίδη, είναι ένα άλμπουμ κατ’ αρχάς, που μπορεί να σταθεί, ως «παραγωγή», παντού. Και όταν λέμε «παντού» εννοούμε ακόμη και στην Αμερική, ακόμη και στην κοιτίδα της σύγχρονης τζαζ, στο Μπρούκλιν, στην Νέα Υόρκη. Σαν ηχογράφηση, παραγωγή, editing κ.λπ. ακούμε το “Nothing to Lose” όπως ακούμε ένα ανάλογο αμερικανικό CD – πράγμα που σημαίνει πως, εδώ, δεν έχουμε κάτι που βγάζει μάτι ή αυτί ως «ελληνικό». Είναι μια πραγματικότητα αυτή, όσον αφορά στο “Nothing to Lose”, την οποίαν δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
Το “Nothing to Lose”, πρώτο προσωπικό CD τής Ειρήνης Κωνσταντινίδη, είναι ένα άλμπουμ κατ’ αρχάς, που μπορεί να σταθεί, ως «παραγωγή», παντού. Και όταν λέμε «παντού» εννοούμε ακόμη και στην Αμερική, ακόμη και στην κοιτίδα της σύγχρονης τζαζ, στο Μπρούκλιν, στην Νέα Υόρκη.
Προχωρώντας, τώρα, στα επιμέρους θέματα, θα λέγαμε πως η Ειρήνη Κωνσταντινίδη είναι κατ’ αρχάς μια πολύ ενδιαφέρουσα τραγουδοποιός – κάτι όχι αυτονόητο. Και μάλιστα ασκούμενη σ’ ένα δύσκολο χώρο, στον οποίον έχουν διαπρέψει παγκόσμιοι «μύθοι».
Οι στίχοι και οι μελωδίες λοιπόν, στα πέντε από τα δέκα τραγούδια τού CD, που της ανήκουν ολοκληρωτικά, κινούνται σε υψηλό επίπεδο. Και τα λόγια της είναι άκρως ενδιαφέροντα και απλώς ταιριασμένα, χωρίς προσποιήσεις ποιητικότητας, σοβαροφάνειας κ.λπ. (περιγράφονται προσωπικές καταστάσεις, μα και γενικότερες σ’ ένα στυλ ελαφράς φιλοσοφίας – έτσι πρέπει να συμβαίνει, γιατί τραγούδια ακούμε και κρίνουμε, όχι στοχαστικά δοκίμια) και οι μουσικές της, οι συνθέσεις της, φαίνεται, δείχνουν και είναι δουλεμένες, κινούμενες στην παράδοση του ιστορικού αμερικανικού songbook, συνδυάζοντας jazz, blues και pop πάντα στις σωστές δόσεις, δίχως περιαυτολογίες και αναίτιες επιδείξεις (θαυμάσιο το τραγούδι της “Game for two”).
Από πλευράς φωνής τώρα η Ειρήνη Κωνσταντινίδη είναι μια πολύ γυμνασμένη τζαζ τραγουδίστρια. Φαίνονται, θέλουμε να πούμε, οι δυνατότητές της και η σιγουριά της. Γνωρίζει να χειρίζεται την φωνή της και να την προσαρμόζει κάθε φορά στο «δια ταύτα» των τραγουδιών, δίχως να καταφεύγει σε υπερβολές, για να τονίσει το ένα ή το άλλο. Ακόμη και τους βοκαλισμούς χρησιμοποιεί, και το scat singing, σε σωστές δόσεις και δίχως ποτέ να σου δημιουργείται η εντύπωση πως γίνονται καταχρήσεις.
Η ισορροπία «σε όλα» πιάνει βεβαίως και την ορχήστρα της, τους καλούς έλληνες μουσικούς Μάρκο Χαϊδεμένο πιάνο, Κίμωνα Καρούτζο κοντραμπάσο και Παναγιώτη Κωστόπουλο ντραμς, όπως πιάνει και τους δύο ξένους μουσικούς, που συμμετέχουν στην εγγραφή, τον αργεντινό πιανίστα και μπαντονεονίστα Roman Gomez και την διακεκριμένη ολλανδή σαξοφωνίστρια-φυσαρμονικίστρια Hermine Deurloo (έχει υπάρξει μέλος και της Willem Breuker Kollektief, ανάμεσα σε πολλά άλλα).
Ο Gomez, εν τω μεταξύ, κρίνεται και ως συνθέτης εδώ, και όχι μόνον ως πιανίστας-μπαντονεονίστας, καθώς τα τέσσερα από τα δέκα tracks είναι δικές του συνθέσεις (πάντα σε στίχους τής Κωνσταντινίδη). Και ως συνθέτης μπορεί να μεταφέρει, ελαφρώς, και κάποια ηχοχρώματα της ιδιαίτερης πατρίδας του, αλλά βασικά συνθέτει σε γενικότερες φόρμες – το τραγούδι “Alone”, στο οποίο έχει γράψει μουσική μαζί με τον Riccardo Taddei είναι απλώς καταπληκτικό (και είναι όλοι καταπληκτικοί εδώ, και η Κωνσταντινίδη και οι μουσικοί της).
Πολύ ωραίo, με ντελικάτο swinging, και το επόμενο “True love”, όπως και κάθε στιγμή αυτού του, απλώς και καθαρώς, απολαυστικού, τραγουδιστικού jazz-CD, που ρίχνει από την αρχή το μήνυμα – ένα μήνυμα, που πιστώνεται κατά πρώτον στην Κωνσταντινίδη.
Ωραία είναι τα στάνταρντ (και υπάρχει ένα εδώ, το έσχατο “Smile” του Charlie Chaplin, από το ρεπερτόριο του Nat King Cole), αλλά το θέμα είναι να μπορέσεις να γράψεις νέα, ωραία τραγούδια, ικανά να βαδίσουν σε δρόμους παράλληλους μ’ εκείνα.
Αυτό επιχειρούν εδώ η Ειρήνη Κωνσταντινίδη με τους συνεργάτες της – και ίσως να είναι τούτο το ένα και μοναδικό στοιχείο, που να φανερώνει πως το “Nothing to Lose” δεν είναι, τελικώς, ένα αμερικανικό άλμπουμ...
2.
JEF MAARAWI: Terra Papagalli
[Inner Ear]
Δεύτερο άλμπουμ για τον Jef Maarawi, το “Terra Papagalli”, έναν τραγουδοποιό, που ζει στην Ελλάδα, και που είναι γεννημένος από Σύρο πατέρα και Βραζιλιάνα μητέρα, χωρίς, πάντως, να γράφει τραγούδια ή στα ελληνικά, ή στα βραζιλιάνικα, ή στα αραβικά, μα στα αγγλικά. Έτσι συνέβαινε, εξάλλου, και με το προηγούμενο LP του, το “Comfort Food” (2017) , αλλά και με ένα παλαιότερο συγκρότημά του, τους Egg Hell.
Ο Jef Maarawi, που παραμένει νέος, καθώς τώρα πρέπει να είναι λίγο πάνω από τα 30 του, είναι ένας ενδιαφέρων οπωσδήποτε τραγουδοποιός, που ξέρει να λέει, τραγουδιστά, ιστορίες, καθώς τα περισσότερα κομμάτια του, αν όχι όλα, είναι από λίγο έως πολύ μπαλάντες, αν και όχι κοντά στο κλασικό folk, μα σ’ ένα σημερινό ιδίωμα, που κατακρατεί στοιχεία και από την κλασική μπαλάντα (ακουστική ή ηλεκτρική), και από το soft rock, ενδεχομένως και από την tropicália (λιγότερο πάντως εδώ, απ’ όσο στο προηγούμενο άλμπουμ του), και από άλλα ενδεχομένως είδη.
Προσωπικώς, κι έτσι όπως τον ακούω στο “Terra Papagalli”, θα έλεγα πως ο Jef Maarawi θα μπορούσε να ηχεί σαν ένας ιδιότυπος συνδυασμός στοιχείων της τραγουδοποιίας του Donovan, με εκείνην του Caetano Veloso ή του Jorge Ben – αλλά κι αυτό μην το πάρετε τοις μετρητοίς, γιατί τα πράγματα, εδώ, δεν είναι τόσο ξεκάθαρα... και καλύτερα δηλαδή.
Το “Terra Papagalli” είναι ένας ιδιότυπος, ένας προσωπικός φόρος τιμής του Jef Maarawi στον τόπο που γεννήθηκε, στην Βραζιλία (εξ ου και ο τίτλος «Γη των Παπαγάλων»), και άρα, αφού είναι «προσωπικός», τα τραγούδια παίρνουν αφορμές από γεγονότα, αναμνήσεις κ.λπ., που έχουν σημαδέψει τον τραγουδοποιό στην κατά καιρούς παρουσία του στη μεγάλη χώρα της Λατινικής Αμερικής. Στην πατρίδα του δηλαδή. Ή τέλος πάντων σε μία από τις πατρίδες του.
Υπάρχουν τραγούδια εδώ, και ας ξεκινήσουμε από την πρώτη πλευρά, που είναι πολύ καλά, όπως τα δύο δυναμικά εισαγωγικά, τα “Terra papagalli” και “Caveboi”, αλλά εμείς προτιμούμε το αμέσως επόμενο, το “How to sustain minor losses”, που δεν είναι φορτωμένο και γκελάρει καλύτερα – γενικώς έχουμε τη γνώμη πως τα «λιγότερο φορτωμένα» τραγούδια τού Maarawi είναι προτιμότερα από τα «φορτωμένα». Κι ένα τέτοιo, πάντα από την Side Α, είναι και το “Senna”, που παίρνει αφορμή από τον θάνατο του Βραζιλιάνου πιλότου τής Φόρμουλα 1 Ayrton Senna (1960-1994), για να μιλήσει-τραγουδήσει (ο Maarawi) για ένα δικό του θέμα.
Πολύ ωραία ξεκινά και η Side B με το “Supermarket” (μια ιστορία για ένα σουπερμάρκετ, στη γειτονιά του, στο São Paulo, που έπιασε φωτιά), για να ακολουθήσουν διάφορα τραγούδια, που παίρνουν χρώμα και από τον τρόπο που χειρίζεται τα φωνητικά ο Jef Maarawi, κάτι που δείχνει, οπωσδήποτε, και τις βαθιές επιρροές του από το βραζιλιάνικο τραγούδι (εκεί όπου τα φωνητικά –και δεν αναφερόμαστε στην πρώτη φωνή– είναι μια «επιστήμη» από μόνα τους).
Backing vocals στο άλμπουμ κάνουν οι Ειρήνη Αραμπατζή, Ελένη Ποζατζίδου και Νεφέλη Φασούλη, και κάπως έτσι τραγούδια σαν το “Go back home!” ή το “Legendary” αναδεικνύονται ακόμη περισσότερο.
Το κλείσιμο με το περισσότερο... ψυχεδελικό τραγούδι τού άλμπουμ, το “Fashion & faith & fantasy”, δείχνει απλώς πως ο Jef Maarawi είναι ένας τραγουδοποιός με αληθινές δυνατότητες, ο οποίος –και σ’ ένα δικό μου προσωπικό επίπεδο τώρα–, στο τέλος, με αφήνει ελαφρώς μετέωρο. Και θα πούμε τι εννοούμε...
Ενώ θα θέλαμε ν’ ακούσουμε τον Jef Maarawi σε τραγούδια του με ελληνικό στίχο (μας ιντριγκάρει αυτό), νομίζουμε πως ο βραζιλιάνικος, ο πορτουγκέζικος στίχος ταιριάζει καλύτερα στις μουσικές του, μιας και ο αγγλικός αφαιρεί πολύ από τον... εξωτισμό τής τραγουδοποιίας του. Έχουμε τη γνώμη, λοιπόν, πως πρέπει να τολμήσει, ο Jef Maarawi, το ένα από τα δύο – και μάλλον το δεύτερο...
Πολύ καλό το «πακέτο» της έκδοσης, με το ωραίο εξώφυλλο, το innersleeve και το πολύχρωμο 20σέλιδο booklet.
3.
MARVA VON THEO: Afterglow
[Wave Records & Shades of Sound]
Δισκογραφική επανεμφάνιση των Marva Von Theo, μετά το “Dream within a Dream” του 2018, μ’ ένα νέο άλμπουμ το οποίον αποκαλείται “Afterglow” και που περιλαμβάνει έντεκα καινούρια tracks – άπαντα γραμμένα και παρουσιασμένα από το βασικό δίδυμο, δηλαδή την Μάρβα Βούλγαρη και τον Τεό Φοινίδη, και ερμηνευμένα από την Μάρβα Βούλγαρη.
Το ντούο χαρακτηρίζεται από δυο-τρία πολύ καίρια στοιχεία, τα οποία το ξεχωρίζουν από άλλα ανάλογα (της ημεδαπής πρώτα-πρώτα).
Το πρώτο (στοιχείο) είναι η φωνή της Βούλγαρη, που είναι πολύ καλή δηλαδή επαγγελματικά καλή, ικανή να διαπρέψει ακόμη και σε παραγωγές, που θα μπορούσε να υπερβαίνουν τα γεωγραφικά μας όρια.
Δεύτερον, οι Marva von Theo συνθέτουν ενδιαφέροντα, καλά και πολύ καλά τραγούδια, χρησιμοποιώντας προγραμματισμό, πλήκτρα ως βασικά «όργανα», δημιουργώντας eighties περιβάλλοντα, ή μάλλον περιβάλλοντα που είναι επηρεασμένα από την pop των eighties, την synth-pop, το electro κ.λπ.
Τρίτον, τα άλμπουμ τους, και βεβαίως το “Afterglow”, διαθέτουν πολύ καλή ηχοληψία, μείξη, παραγωγή, editing κ.λπ. – ακούγονται δηλαδή τέλεια και πλούσια.
Όμως η περίπτωση των Marva Von Theo δεν είναι μόνον... απ’ έξω εμφάνιση. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα άψογα φινιρισμένο προϊόν, που προσπαθεί να κρύψει άλλες «εσωτερικές» αδυναμίες.
Αν και, γενικώς, τους βρίσκουμε, εδώ, ελαφρώς κατώτερους, σε σχέση με το πρώτο άλμπουμ τους, όσον αφορά στην ουσία και το νόημα του υλικού τους, δεν μπορείς παρά να παραδεχθείς πως και στο “Afterglow” ακούγονται μερικά πολύ καλά τραγούδια, όπως το “Forever”, το “Dissolve”, αλλά που τεντώνουν τις αισθήσεις όπως το “Older” και άλλα που θα μπορούσε να «χιτάρουν» παντού, σαν το “Somewhere safe” για παράδειγμα.
Θα τους παρακολουθήσουμε και στην επόμενη δουλειά τους, τους Marva Von Theo, αλλά πριν από την επόμενη υπάρχει, τώρα, το “Afterglow”, που αξίζει να κάνει υψηλή διαδρομή.
4.
ANGELOS TP: Angelo’s Bookstore
[Καθρέφτης Ήχων Αληθινών]
Νέος στην δισκογραφία τραγουδοποιός, ο Angelos TP (Angelos Theodorakis Papangelidis – εγγονός του Μίκη Θεοδωράκη) έχει τώρα το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του, που αποκαλείται “Angelo’s Bookstore”.
Το άλμπουμ περιλαμβάνει δώδεκα tracks, αγγλόφωνα τραγούδια βασικά, σε μουσικές, στίχους και ερμηνείες από τον Angelos TP, ενώ υπάρχει κι ένα τραγούδι στην γλώσσα μας, το «Σπασμένο ρόδι», που έχει στίχους του Κώστα Φασουλά και ερμηνεία από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αυτό το τραγούδι ακούγεται και στα αγγλικά από τον Angelos TP, ως “Step back”.
Ακούσαμε αρκετές φορές το CD “Angelo’s Bookstore”, χωρίς οι επιπρόσθετες ακροάσεις να αλλάξουν τις πρώτες εντυπώσεις που αποκομίσαμε απ’ αυτό. Είναι, εννοούμε, τόσο πασιφανή τα προτερήματα και οι αδυναμίες του άλμπουμ – ώστε να «βγάζουν μάτι» εξ αρχής. Ας ξεκινήσουμε από τα πρώτα, από τα προτερήματα.
Ο Angelos TP είναι οπωσδήποτε ένας ταλαντούχος και αξιοπρόσεκτος τραγουδοποιός. Τα τραγούδια του έχουν αρχή, μέση και τέλος, κάτι που δεν το συναντάς, σήμερα, συχνά. Μία στο τόσο... Και κάτι τέτοιο, για το είδος της μπαλάντας, της ενισχυμένης έστω, με την οποίαν καταπιάνεται ο Angelos TP, είναι κάτι που θα πρέπει και να μετρηθεί, μα και να πιστωθεί (στον ίδιον πρώτα-πρώτα). Φερ’ ειπείν τα τραγούδια “Dimensions”, “No more tension”, “Contrast” και “Honest” δείχνουν πηγαίο ταλέντο, που κάτω από συνθήκες θα μπορούσε να διαπρέψει.
Επίσης, οι συνθέσεις του έχουν «κλίμα» (κάπως μινόρε, θλιμμένο) και μιαν «ενότητα», που τις κάνει απολύτως προσωπικές, παρά τις όποιες μικρές αναφορές ακόμη και σε μελωδίες του παππού του –πράγμα απολύτως φυσιολογικό– ή τις ακόμη μεγαλύτερες στην αγλλοσαξωνική seventies μπαλάντα, τύπου Cat Stevens ας πούμε.
Τα προβλήματα, ή έστω «προβλήματα», σε σχέση με τον Angelos TP έχουν να κάνουν κυρίως με τα αγγλικά του, που θέλουν «δουλίτσα», και ίσως με την εκφραστική του, που χωρίς να είναι μέτρια ή κακή, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι κάπως «χύμα». Αυτά πάντως είναι πράγματα, που, από λίγο έως πολύ, διορθώνονται – δεν έχουν να κάνουν δηλαδή με τον πυρήνα της τραγουδοποιίας του (με τις μελωδίες του ή τα λόγια του), ο οποίος είναι επαρκέστατος.
Πάντως, ένα ακόμη πιο σοβαρό θέμα, και από τα αγγλικά και από την εκφραστική, είναι το ζήτημα της πρωτογενούς παραγωγής, στην περίπτωση τού “Angelo’s Bookstore”, η οποία μοιάζει κάπως «τυχαία», δίχως να ανταποκρίνεται στα στάνταρντ μιας πρότασης τού σήμερα. Και είναι κρίμα και άδικο αυτό, για τον Angelos TP, τα τραγούδια του οποίου μπορούν να αφορούν ευρύτερα (ακόμη και πέραν της χώρας).
(Οι μουσικοί, που συμμετέχουν στην ηχογράφηση, κάνουν προφανώς το καλύτερο δυνατό – και δεν σχετίζονται με τους μουσικούς, φυσικά, αυτά τα οποία εντοπίζουμε στο κείμενο. Ούτε με την ανεξάρτητη εταιρεία Καθρέφτης, που μας έδωσε τη δυνατότητα να ακούσουμε, σε κάτι ολοκληρωμένο, τον συγκεκριμένο, ταλαντούχο, τραγουδοποιό).
5.
ΜΕΚΑΝΙΜΑΛ: Θόρυβος
[Inner Ear]
Παράξενος δίσκος. Απρόσμενος. Μετά από τέσσερα αγγλόφωνα άλμπουμ, οι Mechanimal, ή, εδώ τουλάχιστον, Μεκάνιμαλ, «ανακαλύπτουν» τον ελληνικό στίχο, δίνοντας μιαν άλλη προοπτική στον ήχο τους. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η γλώσσα στους Mechanimal, οι απαγγελίες του Freddie Faulkenberry (μα και της Etten παλαιότερα), λογαριάζονταν και σαν ήχος, σαν κομμάτι του ήχου τους, και όχι απλώς ως στίχοι με κάποιο νόημα, το όποιο νόημα.
Γενικώς θα λέγαμε πως το νόημα, στο νέο άλμπουμ των Μεκάνιμαλ «Θόρυβος», δεν αλλάζει – δίχως να υποστηρίζουμε πως τα αγγλικά λόγια (των Γιάννη Παπαϊωάννου και Freddie F.), που ακούγαμε από τον Freddie F., ταυτίζονται με τα ελληνικά τής Αγγελικής Βρεττού. Εκείνο που αλλάζει είναι η προσωδία, η επανατοποθέτηση τού λόγου πάνω στα ανάλογα ηλεκτρονικά-βιομηχανικά patterns τού Γιάννη Παπαϊωάννου και κυρίως (εκείνο που αλλάζει) είναι η διαφορετική αντιμετώπιση τού λόγου.
Από τη στιγμή που επιλέγεις την ελληνική γλώσσα (Έλληνας ων) είναι σαν να λες –και δεν είναι λάθος αυτό– πως... να, τώρα, πρέπει να προσέξετε και τον λόγο. Ένας λόγος, ο οποίος, ως ελληνικός πια, δεν μπορεί παρά να αποκτά μια δική του αυτοδύναμη υπόσταση. Κι έτσι, αυτοδύναμος, να ακούγεται από το ημεδαπό κοινό, που θα προστρέξει στο άλμπουμ. Κι εδώ θα άξιζε, πραγματικά, να γνωρίζαμε τις αντιδράσεις και του ξένου κοινού –γιατί σίγουρα υπάρχουν ακροατές από την αλλοδαπή, που γνωρίζουν και ακούνε τους Mechanimal– γύρω από το πώς φαίνεται και σ’ εκείνους η συγκεκριμένη αλλαγή, πώς την αντιμετωπίζουν δηλαδή.
Η Θέκλα Τσελεπή, η γνωστή ραδιοφωνική παραγωγός, είναι αυτή τη φορά μπροστά από το μικρόφωνο. Είναι αυτή που μεταφέρει στα αυλάκια τού δίσκου τους στίχους τής Α. Βρεττού, πατώντας (η φωνή της) πάνω στις ρυθμικές δομές, που επεξεργάζεται ο Γ. Παπαϊωάννου – με τη βοήθεια κάποιων λίγων, ακόμη, οργάνων-μουσικών (ακούγεται τσέλο σε τρία tracks, μπάσο σε δύο, ηλεκτρική κιθάρα σε ένα και ακουστική κιθάρα επίσης σε ένα).
Διαβάζοντας, αρχικώς, τα λόγια στο innersleeve, πριν ακούσουμε τον δίσκο, δεν μπορούμε να πούμε πως ενθουσιαστήκαμε (απ’ αυτά). Τα βρήκαμε κατ’ αρχάς μακροσκελή, ανακυκλούμενα και περαιτέρω πολύ «κολασμένα» και κάπως «επιτηδευμένα». Ακούγοντάς τα, όμως, στο άλμπουμ διαπιστώσαμε πως λειτουργούν διαφορετικά. Υπάρχει μια σαφής εικόνα, εννοούμε, που προβάλλεται μέσα από ασαφείς λεπτομέρειες. Είναι κι αυτός ένας τρόπος... Σε κάθε περίπτωση το σκηνικό είναι εκείνο ενός δύσβατου αστικού βίου, δύσθυμου, απαθούς, υποτονικού και με εκρήξεις βίας ανά περιπτώσεις, τοποθετημένου χοντρικά μέσα σ’ ένα αποκαλυπτικό σκηνικό.
Ο «Θόρυβος» είναι σίγουρα ένα «σκοτεινό» άλμπουμ, σίγουρα το περισσότερο σκοτεινό απ’ όλα τα προηγούμενα των Μεκάνιμαλ, κάτι που δεν είναι άμοιρο τού φύσει και θέσει ελληνικού, στα όρια της πλημμυρίδας, λόγου.
Η δική μας γνώμη, πάντως, είναι πως τα αγγλικά λόγια λειτουργούσαν καλύτερα στους electro μετασχηματισμούς των Μεκάνιμαλ. Έδεναν καλύτερα. Ίσως, αν ο Γ. Παπαϊωάννου το πήγαινε το άλμπουμ κάπου αλλού ηχητικά, σε πιο minimal, ήπιες, ambient κατευθύνσεις, με πιο χαλαρά beats, το άκουσμα να ήταν διαφορετικό και ίσως προτιμότερο. Σίγουρα θα ήταν διαφορετικό – το προτιμότερο θα το κρίναμε τότε. Νομίζουμε, δε, πως σ’ ένα τέτοιο (υποτιθέμενο) πλαίσιο ακόμη και η βαθιά φωνή τής Θ. Τσελεπή θα απέδιδε περισσότερο, καθώς, εδώ, νοιώθουμε να σκεπάζεται, να πνίγεται.
Ξαναλέμε πάντως πως ο «Θόρυβος» είναι ένας παράξενος δίσκος. Κι είναι ένας χαρακτηρισμός αυτός, το «παράξενο», που λειτουργεί έξω από τις γνωστές διαβαθμίσεις («μέτριο», «καλό», «πολύ καλό», «αριστούργημα» κ.λπ.).
6.
NO SIN: Sick & Transit
[B-Other Side Records / Vinyl Mania]
Θα μπορούσε οι No Sin να είναι η συνέχεια των παλαιών Moot Point, καθώς μέλη τού σχήματος είναι η Λία Γιόκα φωνή, πλήκτρα και ο Αγαμέμνων Μάρδας μπάσο (μέλη των Moot Point), με τους Θανάση Τασσούλα κιθάρες, φωνή και Steve Oi ντραμς να συμπληρώνουν την τετράδα (υπάρχουν επίσης περιστασιακές βοήθειες σε τσέλο, φωνή και σαξόφωνο).
Οι No Sin δεν είναι καινούριο σχήμα, υπάρχουν εδώ και 20 χρόνια περίπου, έχουν ηχογραφήσει δύο άλμπουμ, που κυκλοφόρησαν σε CD-R το 2006 και το 2008 αντιστοίχως, ενώ το τρίτο τους, το “Sick & Transit” τυπώνεται τώρα σε δίσκο βινυλίου.
Δεν είναι, όμως, μόνον τα κοινά μέλη των δύο συγκροτημάτων. Είναι και το punk-rock τού “Sick & Transit”, που ακούγεται ως μετεξέλιξη εκείνου των Moot Point. Υπάρχει λοιπόν μιαν αισθητική συνέχεια, αλλά από την άλλη, στην νεότερη περίπτωση, έχουμε κι έναν ήχο τωρινό, σημερινό, που σαν ηχογράφηση-παραγωγή είναι πιο γεμάτος, πιο ζωντανός, πιο μεστός και πιο δυναμικός. Λογικό.
Χοντρικώς θα γράφαμε για μια μπάντα που πετάει, που σκίζει, πολύ δεμένη, με τραγούδια δυναμίτες, που διαδέχονται ανεπαίσθητα το ένα το άλλο, φέρνοντας στη μνήμη το αμερικάνικο punk των early 80s. Μνήμες από X ανακαλούν οι No Sin, και δεν είναι μόνον το γεγονός πως έχουν γυναίκα μπροστά (όπως και οι X είχαν την Exene Cervenka), είναι γιατί και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους οι No Sin είναι υψηλά ιστάμενοι, ικανοί να συγκριθούν ως ίσοι προς ίσους με τα μεγάλα γκρουπ του εξωτερικού.
Φοβερά κομμάτια, άπιαστη η ενότητα του άλμπουμ τους, που ολοκληρώνεται μέσα σε μισή ώρα, προτείνοντας δεκατέσσερα τραγούδια, που σκίζουν, που κυλάνε σαν ένα, χωρίς να είναι «ίδια» φυσικά, και που πολύ δύσκολα θα μπορούσες να ξεχωρίσεις κάποια, καθώς όλα κινούνται σε υψηλότατο επίπεδο. Τελείως ενδεικτικά θα αναφέραμε το “Riding a death ray into the sea” από την πρώτη πλευρά και το “Trapped vision” από την δεύτερη – αν και κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει επ’ ουδενί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα, πως οι No Sin θα μπορούσε να ήταν το γκρουπ των ενός-δυο κομματιών.
Δεν υπάρχει μέτρια στιγμή εδώ, απεναντίας υπάρχει μια από τις πιο γερές ροκ αρμαθιές, από ελληνικό συγκρότημα, που ακούσαμε τον τελευταίο χρόνο!
www.el.b-otherside.gr, www.vinylmania.gr
7.
VASSIŁINA: Fragments
[Inner Ear]
Vassiłina είναι το όνομα μιας νέας Ελληνίδας τραγουδοποιού, που κινείται μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου, καταφέρνοντας να ετοιμάσει ένα άλμπουμ, μέσα στην δύσκολη περιπέτεια των λοκντάουν. Το άλμπουμ έχει τίτλο “Fragments”, περιλαμβάνει έντεκα tracks κι έχει ετοιμασθεί, εξ αιτίας των συνθηκών, σε τρία διαφορετικά στούντιο (στην Αγγλία και την Ελλάδα). Παρά ταύτα τούτο το γεγονός δεν αποτελεί πρόβλημα, καθότι ο ήχος είναι «ένας», όπως και «μία» είναι η αίσθηση, που σου αφήνουν τα κομμάτια τής Vassiłina – που δεν είναι ακριβώς τραγούδια, αλλά κάτι ανάμεσα σε τραγούδια και αφηγήσεις.
Το κλίμα είναι περίπου dark, electro σίγουρα, με παραπομπές στην δεκαετία του ’80 φυσικά, αλλά με σημερινό περιτύλιγμα. Τα τραγούδια ας τα πούμε έτσι, χάριν διευκολύνσεως, είναι εξομολογητικά, ποιητικά κάπως, «εσωτερικά», ενώ καταπιάνονται με θέματα προσωπικά φυσικά, που δείχνουν πως η Vassiłina είναι μία τραγουδοποιός, που θέλει να μιλήσει για ό,τι την καίει και την βασανίζει, και όχι για ό,τι την βγάζει σ’ ένα ξέφωτο ας πούμε.
Η βασανιστική περίοδος του εγκλεισμού (βασανιστική για όλους και όλες, αλλά και κάτι παραπάνω για ορισμένους και ορισμένες) είναι ένα πλαίσιο οπωσδήποτε, μέσα στο οποίο εντάσσεται ο λόγος της Vassiłina (“I had the weirdest dream last night. I think this isolation is fucking my brain.” από το “Bad omen”), ένα πλαίσιο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια ώστε να το σπάσεις και να βγεις έξω απ’ αυτό, ξεπερνώντας το (“Silent sea. Floating grains touch my heels. It seems like gravity fails to fight me. Higher than fear. I feed my demons with guilts. I’m not trying to resist. To stop feeling”, όπως ακούμε σ’ ένα από τα ωραιότερα κομμάτια τού LP της, το “Floating bones”).
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον λοιπόν αναπτύσσονται τα τραγούδια της Vassiłina, που διαθέτουν βιολιά, κιθάρες, πλήκτρα, συν όλο το σύγχρονο στουντιακό οπλοστάσιο σε ρυθμούς, προγραμματισμό κ.λπ. Τραγούδια δύσκολα, αλλά όχι πάντα (“This is the last song I’m gonna write for you”), που απαιτούν την προσοχή του ακροατή για να αποκαλυφθούν, φανερώνοντας, σε κάθε περίπτωση, μια τραγουδοποιό όχι τυχαία, που ξέρει τι ζητάει, γνωρίζοντας επίσης πώς να το μεταφέρει (εκείνο που ζητάει) στα αυλάκια ενός δίσκου.
Φυσικά το όλο concept της παραγωγής (Tom Wright, Luke Mannell, Christos Bekiris, Vassiłina) λειτουργεί άψογα εδώ, αλλά χωρίς την πρώτη ύλη είναι σίγουρο πως δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά. Ή τουλάχιστον τόσο πολλά.
Το περίπου κλείσιμο με το «Ατυχήσαμε», την μοναδική ελληνόφωνη στιγμή του δίσκου, δείχνει πως το υπαρξιακό μοτίβο των στίχων τής Vassiłina θα μπορούσε άνετα να μεταφερθεί και στη γλώσσα μας, με τα ίδια ή και ακόμη καλύτερα αποτελέσματα.
8.
SILENT WINTER: Empire of Sins
[Pride & Joy Music]
Οι Silent Winter είναι ένα παλαιό μεταλλικό συγκρότημα από τον Βόλο, καθώς υπάρχουν σχεδόν τριάντα χρόνια τώρα. Όπως βλέπουμε στο discogs οι πρώτες ηχογραφημένες προσπάθειες τους (σε κασέτες) προέρχονται από την περίοδο 1995-97, ενώ τα τελευταία χρόνια το συγκρότημα φαίνεται πως έχει ξανανιώσει, κυκλοφορώντας 7ιντσα, LP και CD.
Το έσχατο “Empire of Sins” είναι μια ολοκληρωμένη δουλειά των Silent Winter, τυπωμένη σε βινύλιο και compact disc, η οποία φιλοδοξεί να γράψει τη δική της διαδρομή στο χώρο τού ντόπιου μετάλλου, μα γιατί όχι και πέραν της χώρας (το άλμπουμ κυκλοφορεί εξάλλου από γερμανική εταιρεία), καθώς τα προσόντα δεν φαίνεται να λείπουν από τους Βολιώτες. Πού είναι ποιοι ακριβώς; Να τους πούμε...
Mike Livas φωνή, φωνητικά, Kiriakos Balanos κιθάρες, πλήκτρα, Vangelis Papadimitriou κιθάρες, Vangelis Tsekouras μπάσο και John Antonopoulos ντραμς, με όλα τα tracks να ανήκουν στον Κυριάκο Μπαλάνο (μουσικές και λόγια), με το άλμπουμ να κλείνει με την διασκευή των παιδιών στο “Leave a light on”, που είχε πει το 1989 η Belinda Carlisle!
Το “Empire of Sins” είναι ένα πολύ τσιτωμένο, αθεράπευτα δυναμικό power metal άλμπουμ, που σκίζει σε όλα τα επιμέρους θέματα – μουσικές, στίχους, παιξίματα, ερμηνείες, ηχογράφηση, μείξη και γενικότερη παραγωγή.
Όλα ακούγονται τόσο τέλεια, τόσο μπιτάτα, τόσο επιστημονικά τοποθετημένα πάνω σε μιαν ευθεία γραμμή, χωρίς ανούσιες ή έστω και με νόημα παρεκκλίσεις, στοιχειοθετώντας ένα άλμπουμ που μπορεί να το ακούσει και να το απολαύσει ο «μέσος» ακροατής, ενδεχομένως όχι ο... πολύ ψαγμένος μεταλλάς, ο νταρκάς, ο ντεθάς και λοιπά, ο ακραιφνής τέτοιος εννοούμε, ο πολύ φανατικός κάποιου συγκεκριμένου υποείδους, που θα θεωρήσει ενδεχομένως τους Silent Winter κάπως περισσότερο... pop (ουδεμία σχέση, γιατί άμα το καλοψάξεις εδώ υπάρχουν μεταλλικά tracks ακόμη και για τα πιο απαιτητικά γούστα, όπως είναι το αχτύπητο “Dragons dance” για παράδειγμα).
Κι έτσι, γι’ αυτόν τον «μέσο» μεταλλά ακροατή πιθανώς να μην αποτελεί έκπληξη και η διασκευή τού “Leave a light on” (το bonus track στο τέλος του άλμπουμ), που δίνει μια νέα διάσταση σ’ αυτό το κλασικό 80s ποπ τραγούδι, που από «την μάνα του» διέθετε ένα ξεπέταγμα και που θα έπρεπε να το περιλάβουν οι Silent Winter, 30+ χρόνια αργότερα, προκειμένου να γίνει κατανοητό (το ξεπέταγμά του).
9.
GREEN WAS GREENER: Introspective
[Inner Ear]
Δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είδους ακριβώς συγκρότημα είναι οι Green Was Greener, γιατί άλλα διαβάζουμε στο bandcamp τους και άλλα στο innersleeve τού πρώτου άλμπουμ τους, που αποκαλείται “Introspective”.
Στο bandcamp λοιπόν γίνεται λόγος για ένα συγκρότημα από την Κρήτη, το οποίον αποτελούν οι Thomas Stratakis κιθάρα, φωνή, Nikos Vogiatzakis κιθάρες, σύνθια, φωνή, Frank Papadakis σύνθια, Konstantinos Tzagkarakis μπάσο και Angelos Panagiotidis ντραμς, ενώ στο innersleeve φαίνεται πως υπάρχει ένας βασικός, ο Θωμάς Στρατάκης, που τραγουδά και παίζει όλα τα όργανα, και από κει και πέρα υπάρχει ένας ντράμερ ο Παύλος Μοναστηριώτης, επιπρόσθετες κιθάρες και φωνητικά (Νίκος Βογιατζάκης) και ακόμη επιπρόσθετο μπάσο (Άρη Τερζάκης και Νίκος Βογιατζάκης). Εν πάση περιπτώσει εμείς θα εκλάβουμε τους Green Was Greener ως συγκρότημα και έτσι θα τους κρίνουμε.
Λοιπόν θα πούμε από την αρχή κάτι βασικό. Οι Green Was Greener είναι σφόδρα επηρεασμένοι από τους Βρετανούς The End και το συγκλονιστικό pop-psychedelic άλμπουμ τους “Introspection” [Decca, 1969]. Και προφανώς αποτείνουν φόρο τιμής σ’ αυτό, όχι μόνο δανειζόμενοι τον ίδιο σχεδόν τίτλο, αλλά καταφέρνοντας να ακούγονται όπως θα ακούγονταν και οι End, αν έβγαζαν το δικό τους άλμπουμ σήμερα.
Τώρα, μπορεί να βγούνε μέλη των Green Was Greener και να πούνε ότι... δεν έχουμε καμία σχέση με The End, πρώτη φορά ακούμε αυτό το όνομα και τέτοια... Ας βγούνε και να πούνε... Εμείς δεν θα αλλάξουμε γνώμη. Και σημειωτέον δεν ψάξαμε να βρούμε από πριν αν υπάρχει κάτι σχετικό στο δίκτυο, αν ήδη έχει γραφτεί ή ειπωθεί κάτι ανάλογο... οτιδήποτε. Δεν διεκδικούμε κάποια πατρότητα εννοούμε, απλώς καταγράφουμε εκείνο που ακούμε.
Πέραν αυτών λοιπόν... οι Green Was Greener, όπως παρουσιάζονται εδώ, είναι καλοί ή και άξιοι... διάδοχοι των The End (και όχι των Tame Impala εννοείται). Δεν είναι...αντιγραφείς –δεν θα μπορούσε και να ήταν– φτιάχνουν τα δικά τους, σύγχρονα, σημερινά, pop-psych άσματα, με πολλά στοιχεία shoegaze («πατέρες» του shoegaze υπήρξαν οι End εξάλλου) και παρότι δεν έχουν να προτείνουν αυτή τη δράκα των τραγουδιών, που θα τους τοποθετούσε αυτομάτως στην... κορυφή των Ιμαλαΐων, έχουν τον τρόπο να σε ανατριχιάζουν με μερικά κομμάτια τους σαν το “‘cause everytime you go I know” για παράδειγμα. (Υπάρχουν κι άλλα καλά τραγούδια στο “Introspective”, όπως το “Desert king”, το “Everyday” ή το “Train of thoughts” – δεν είναι μόνον ένα).
Θα εξάρουμε, περαιτέρω, την πολύ καλή τεχνική δουλειά στο πρώτο αυτό LP των Green Was Greener, σε όλα τα επίπεδα (ηχογράφηση, μείξη, παραγωγή, mastering, κοπή...), την ιδιαίτερη πρόνοια που έχει δοθεί σε φωνές-φωνητικά (όχι σύνηθες στα ελληνικά συγκροτήματα) και κυρίως την ανάγκη να γραφτούν σημερινά τραγούδια, που να ακούγονται σαν αληθινά τραγούδια και όχι στο περίπου.
Καλή συνέχεια στους Κρητικούς.
10.
ANTONIS ANTONIOU: Κκισμέττιν
[ajabu!records]
Ο Αντώνης Αντωνίου είναι ένας μουσικός από την Κύπρο, που μας έχει απασχολήσει ξανά – βασικά μέσα από τα εξαιρετικά συγκροτήματα Trio Tekke και Monsieur Doumani. Τώρα, ο Αντωνίου έχει έτοιμο το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του, που τιτλοφορείται «Κκισμέττιν» (σημαίνει κισμέτ, μοίρα), το οποίον κυκλοφορεί από την ajabu!records σε δίσκο βινυλίου. Το άλμπουμ περιέχει δέκα tracks, πέντε ανά πλευρά, και πιο συγκεκριμένα εννέα τραγούδια κι ένα ορχηστρικό.
Ένα πρώτο παράξενο; Τα tracks έχουν στίχους γραμμένους και τραγουδισμένους στην κυπριακή διάλεκτο. Συνέβαινε και στο LP των Monsieur Doumani «Αγκάθθιν / Angathin» (2018).
Ένα δεύτερο παράξενο; Οι στίχοι έχουν κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο, χωρίς να είναι στενά πολιτικοί εννοείται – καθώς έχουν να κάνουν με μια γενικότερη «ιδέα», που απασχολεί νέους και λιγότερο νέους ανθρώπους στην μεγαλόνησο, και που σχετίζεται με το μέλλον του τόπου.
Με ποιον τρόπο, δηλαδή, οι δύο κοινότητες, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή, θα ξεπεράσουν τα υφιστάμενα εμπόδια, ώστε να αποτελέσουν εκείνο που ονομάζεται «διζωνική και δικοινωτική ομοσπονδία» (αυτό το σημειώνουμε εμείς), χωρίς την δυσπιστία, ενός τέτοιου εγχειρήματος, που εκ πρώτης φαίνεται να κυριαρχεί στα υψηλά πολιτικά κλιμάκια.
Οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας εξέλιξης, τουλάχιστον ανάμεσα στους λαούς των δύο κοινοτήτων, φαίνεται πως υπάρχουν, κάτι που καταγράφεται σε μια σειρά από στίχους τού «Κκισμέττιν» – οπότε ας μεταφέρουμε μερικούς, εδώ, ώστε να γίνει περισσότερο κατανοητό εκείνο που λέγεται. Τρεις στροφές τού Μάριου Επαμεινώνδα από το τραγούδι με τον ίδιο τίτλο:
«Τούτον το κάστρον, χωσμένη πόλη / αρκόντοι, δούλοι την κατοικούσιν / χαρές τζαι πίκρες στες γειτονιές της / νεκατωμένοι, ούλλοι χωρούσιν
Πλώννουν τα σέρκα να ζηθκιανέψουν / σακατεμμένοι όξω της πύλης / τζ’ άλλοι δουλεύκουν μες τα χωράφια / γέννημαν νήλιου ίσια με δείλις
Που Άην Γιάννην σ’ Αραπαχμέττην / θέλουν, εν θέλουν ζούσιν αντάμα / έτσι εγράφτην με το κκισμέττιν / λλίοι το γέλιον, πολλοί το κλάμαν».
Ένα τρίτο παράξενο; Το «Κκισμέττιν» είναι προϊόν της πρώτης καραντίνας (Μάρτιος-Απρίλιος 2020) – υπάρχει και το έσχατο κομμάτι του άλμπουμ, το «Αχτίνα», που μας το υπενθυμίζει («μια αχτίνα τρυπά την καραττίναν / ζωγραφίζει φτερούγες στην κουρτίναν»).
Τι σημαίνει αυτό; Κατ’ αρχάς την ύπαρξη μιας καραντίνας, μέσα σε μιαν άλλη πολύχρονη. Όταν δεν μπορούν οι άνθρωποι να κινηθούν ελεύθερα στο νησί τους, τόσες δεκαετίες τώρα, το νεότερο λοκντάουν, λόγω της covid-19, δεν μπορεί παρά να δρα επιπρόσθετα, επιδεινώνοντας μιαν ήδη βεβαρημένη κατάσταση.
Έτσι, σ’ ένα τέτοιο σκηνικό δεν μπορεί παρά να δράσεις μόνος σου (βασικά όλα τα όργανα που ακούγονται εδώ, και βεβαίως η παραγωγή, ανήκουν στον Αντωνίου), έχοντας λίγα περιθώρια για συνεργασίες (στο «Κκισμέττιν» υπάρχουν μόνον τραγουδιστές, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, σε ορισμένα κομμάτια).
Ένα τέταρτο παράξενο; Οι μουσικές, που καταγράφονται στο άλμπουμ. Ένα παλίμψηστο ήχων, που αφορούν στην ευρύτερη περιοχή, την Ανατολική Μεσόγειο και τα μεσο-ανατολίτικα παράλια. Υπάρχει το rock, η jazz και ο αυτοσχεδιασμός, τα ηλεκτρονικά και τα ποικίλα «κόλπα», αλλά υπάρχει, πάνω απ’ όλα, η τοπική μουσική παράδοση και βεβαίως τα πανταχού παρόντα oriental στοιχεία, που δίνουν και παίρνουν στην ηχογράφηση.
Το αποτέλεσμα, δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από ένα «ψυχεδελικό» αμάλγαμα, πολύ πυκνό, μελετημένο και στιβαρό, που διαχέεται από κομμάτι σε κομμάτι, δημιουργώντας ένα συμπαγές άκουσμα, που σε κερδίζει πανεύκολα με την ιδιοτροπία του.