«Το γελαστό παιδί» είναι ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Ένα θρυλικό, ένα ιστορικό τραγούδι, που πάντα, μέσα στις δεκαετίες, βρίσκει τον τρόπο να γίνεται επίκαιρο, και να ξανατραγουδιέται μαζικά από τον κόσμο.
Με αφορμή τα 96α γενέθλια του μεγάλου μας συνθέτη (ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε, ως γνωστόν, στις 29 Ιουλίου 1925, στην Χίο) είπαμε να ξετυλίξουμε μια ιστορία, που θα μας οδηγήσει σιγά-σιγά προς ένα αναπάντεχο τέλος. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Για πρώτη φορά «Το γελαστό παιδί» είχε ακουστεί στο θεατρικό έργο του Ιρλανδού ποιητή και συγγραφέα Brendan Behan (1923-1964) «Ένας Όμηρος», σε μετάφραση Βασίλη Ρώτα, έργο που είχε ανεβεί από το Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά (Δημοκρίτου και Αλ. Σούτσου) στις 12 Απριλίου 1962.
Δεν ξέρουμε με ποιον ακριβώς τρόπο, αλλά «Το γελαστό παιδί» φθάνει στην Ιταλία στις αρχές του 1968, αποκτά ιταλικούς στίχους από τον Vito Pallavicini και ως “Il ragazzo che sorride” ακούγεται στην τηλεοπτική εκπομπή τής RAI “Europa Giovani”, που είχε πολιτικοκοινωνική χροιά εκείνη την περίοδο. Ερμηνευτής του; O ανερχόμενος Al Bano.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από το επαναστατικό παρελθόν του συγγραφέα, που ως μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), είχε ζήσει και νοιώσει από πολύ μικρός την βία του κατακτητή. Με λίγα λόγια η ιστορία...
Ένας βρετανός στρατιώτης αιχμαλωτίζεται από τον Δημοκρατικό Στρατό και κρατιέται σαν όμηρος. Πρόκειται, δε, να τουφεκισθεί, αν οι Βρετανοί εκτελέσουν έναν Ιρλανδό, καταδικασμένο ήδη σε θάνατο λόγω «τρομοκρατίας». Η δράση τοποθετείται σ’ ένα χαμαιτυπείο του Δουβλίνου, σ’ ένα μπορντέλο, που ανήκει σε έναν παλιό επαναστάτη – ένα μέρος που, συν τοις άλλοις, αποτελεί και την φυλακή για τον βρετανό όμηρο.
Ο χώρος και οι άνθρωποι που συχνάζουν εκεί αποτελούν μια μικρογραφία της κοινωνίας, και κάπως έτσι το δράμα αποκτά κι άλλες διαστάσεις ιλαροτραγικές, καθώς ο αγώνας για ανεξαρτησία μπερδεύεται με το ποτό και την κραιπάλη, η ανάγκη για ελευθερία με την φενάκη και την αυταπάτη, όπως και ο έρωτας με την απαξίωσή του, ενόσω η ζωή αναμετριέται με τον θάνατο.
Στην παράσταση έπαιρναν μέρος οι ηθοποιοί Κώστας Μπάκας, Νέλλη Αγγελίδου, Χρήστος Πάρλας, Τασσώ Καββαδία κ.ά., με τα τραγούδια να ακούγονται από την Ντόρα Γιαννακοπούλου, με την συνοδεία της κιθάρας του Δημήτρη Φάμπα.
Την επόμενη χρονιά (1963) «Το γελαστό παιδί» θα ακουγόταν από την Ντόρα Γιαννακοπούλου και στην μουσική παράσταση «Μαγική Πόλις», που είχε ανεβεί στο Θέατρον Παρκ, τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.
Ο Μίκης Θεοδωράκης θέλει να ηχογραφήσει τα τραγούδια, αλλά η λογοκρισία είναι σκληρή και τουλάχιστον μέχρι να αναλάβει την εξουσία η (αυτοδύναμη) Ένωσις Κέντρου (μετά τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964) αυτά δεν καταγράφονται στην δισκογραφία.
Και το λέμε τούτο καθώς υπάρχουν αποφάσεις της Προεδρίας Κυβερνήσεως της ΕΡΕ (Γενική Διεύθυνσης Τύπου / Διεύθυνσις Οπτικών Μέσων) και περαιτέρω δημοσιεύματα έως και τα τέλη Δεκεμβρίου 1963, από τα οποία συνάγεται πως «Το γελαστό παιδί» παρέμενε έως τότε λογοκριμένο, καθώς στον προοδευτικό Τύπο γινόταν λόγος, περιπαικτικά, ακόμη και για «ιρλανδοφάγους», για λογοκριτές, δηλαδή, που «έκοβαν» τραγούδια, που σχετίζονταν με την ιστορία του ιρλανδικού λαού!
Αυτή η κίνηση, από την μεριά του επίσημου κράτους, οδηγεί τον Μίκη Θεοδωράκη σε κάτι πρωτοφανές. Όπως διαβάζουμε στο πρόγραμμα με τα έργα του «Πνευματικό Εμβατήριο», «Ένας Όμηρος» και “Canto General”, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (27 Νοεμβρίου 2010 & 1 Δεκεμβρίου 2010):
«Η κυκλοφορία της ηχογράφησης ολόκληρου του κύκλου από την Columbia βρήκε ανυπέρβλητα εμπόδια από την λογοκρισία της εποχής, και ο Θεοδωράκης αρνούμενος να περικόψει μέρος του κειμένου, προέβη σε καταγγελία της λογοκρισίας και σε μια ιστορική φωνοληψία, με τον ίδιο να τραγουδά και να παίζει τον Όμηρο στο πιάνο. Σε συνεργασία με την εφημερίδα Αυγή, προσέφερε με πρωτοφανή τότε τρόπο την ηχογράφηση αυτή δωρεάν στο κοινό, υπερβαίνοντας την ισχύ της λογοκρισίας, που αφορούσε σε εμπορική χρήση δίσκων».
Κάποιοι λένε πως όποιος ήθελε προσκόμιζε, τότε, στα γραφεία της «Αυγής» μιαν άδεια ταινία (καρούλι) κι έπαιρνε μια «γεμάτη», με τα τραγούδια από το έργο!
To γελαστό παιδί
Οι πρώτες επίσημες κυκλοφορίες με τραγούδια από το «Ένας Όμηρος» συνέβησαν το 1964. Λέμε λοιπόν για ένα EP της His Master’s Voice, που περιείχε τέσσερα tracks και στο οποίο τραγουδούσε η Ντόρα Γιαννακοπούλου, με την κιθαριστική συνοδεία του Δημήτρη Φάμπα (όπως και στην παράσταση). Τα τέσσερα τραγούδια ήταν τα «Το γελαστό παιδί», «Το παράθυρο», «Τον Σεπτέμβριο θυμάμαι» και «Η Λαμπρή». Την ίδια χρονιά (1964) αυτά τα τραγούδια θα τυπώνονταν και σε δύο ξεχωριστά 45άρια, πάντα από την His Master’s Voice.
Και σ’ αυτές τις εκδόσεις, όμως, είχε επέμβει η λογοκρισία, καθώς είχε αφαιρεθεί μια ολόκληρη στροφή από το τραγούδι «Το παράθυρο» («Από τους μπάσταρδους τους ξένους κρύψε / καλή μου, το χάλι σου / εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο / και ρόδο στο κεφάλι σου»).
Τελικά όλο το έργο αποκαθίσταται δισκογραφικά προς το τέλος του 1964, όταν η Lyra το τυπώνει σε LP, με την φωνή του Μίκη Θεοδωράκη, σε μιαν αριθμημένη έκδοση! Στο οπισθόφυλλο εκείνου του άλμπουμ υπήρχε το εξής κείμενο:
«Το θεατρικό έργο Ένας Όμηρος (The Hostage) του Brendan Behan πρωτοπαίχθηκε σε ελληνική μετάφραση του Βασίλη Ρώτα από το Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, τον Απρίλιο του 1962. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε επιμεληθεί τα κοστούμια και τον σκηνικό διάκοσμο και ο Μίκης Θεοδωράκης είχε γράψει τη μουσική που γεμίζει όλο το έργο. Η σκηνοθεσία ήταν του Λ. Τριβιζά. Ο Θεοδωράκης αποδίδει σ’ αυτή τη μουσική του σύνθεση, που αποτελεί τελικά μια σουίτα για φωνή και ορχήστρα, ιδιαίτερη σημασία. Ακριβώς επειδή θέλει να τονώση την εσωτερική μουσική ενότητα της σύνθεσης αυτής, ο Θεοδωράκης αποφάσισε στην ηχογράφηση αυτή να τραγουδήση ο ίδιος όλα τα τραγούδια του έργου, που στην παράσταση αποδίδουν οι ηθοποιοί. Ο χαράκτης Τάσσος εχάραξε μια θαυμάσια ξυλογραφία ειδικά για το εξώφυλλο του δίσκου αυτού».
Από την ίδιαν εταιρεία, την Lyra, θα κυκλοφορούσαν την ίδιαν εποχή (τελευταίο τρίμηνο ’64, αρχές ’65) ακόμη τρεις σχετικές με το θέμα μας εκδόσεις.
Η πρώτη είχε να κάνει μ’ ένα 45άρι με τα τραγούδια «Το γελαστό παιδί / Άνοιξε λίγο το παράθυρο» (1964), ερμηνευμένα από την Σούλα Μπιρμπίλη και με διεύθυνση ορχήστρας από τον Γιώργο Κατσαρό, η δεύτερη αφορούσε σ’ ένα 4-tracks EP, πάντα με την Σούλα Μπιρμπίλη και με διεύθυνση του Γιώργου Κατσαρού, υπό τον τίτλο «Το Γελαστό Παιδί» (1965) με τα τραγούδια «Το γελαστό παιδί», «Άνοιξε λίγο το παράθυρο», «Δακρυσμένα μάτια», «Χάθηκα» (τα δύο τελευταία δεν σχετίζονταν με το «Ένας Όμηρος»), ενώ η τρίτη σχετιζόταν με το LP «Η Σούλα Μπιρμπίλη Τραγουδά Θεοδωράκη» [Lyra, 1965], εντός του οποίου υπήρχαν ξανά τα τραγούδια «Το γελαστό παιδί» και «Άνοιξε λίγο το παράθυρο» (αμφότερα από το «Ένας Όμηρος»). «Το γελαστό παιδί» υπήρχε επίσης και στο γαλλικό άλμπουμ τής Soula Birbili “Chansons de Mikis Theodorakis”, που είχε τυπωθεί από την Le Chant du Monde το 1967, με τις γνωστές ελληνικές ηχογραφήσεις της.
Στο τέλος του 1964, όταν συμβαίνουν οι εκδόσεις της Lyra, ανεβαίνει για δεύτερη φορά το «Ένας Όμηρος» (πρεμιέρα μάλλον ανήμερα τα Χριστούγεννα του ’64) στο θέατρο Μετάλλειον στο Παγκράτι (Ευτυχίδου 44), αυτή τη φορά από τον θίασο του Τίτου Βανδή. Πάλι σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά, σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη, μουσική Μίκη Θεοδωράκη και με πρωταγωνιστές τούτη τη φορά τους Τίτο Βανδή, Μάρθα Βούρτση, Γιώργο Τζώρτζη, Τάνια Σαββοπούλου, Μαρία Μαρμαρινού κ.ά.
Σίγουρα, λοιπόν, οι δισκογραφικές εκδόσεις βοήθησαν την θεατρική παράσταση, όπως και η θεατρική παράσταση τις δισκογραφικές εκδόσεις.
Το 1966 μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη από το «Ένας Όμηρος» («Εισαγωγή», «Ήταν 18 Νοέμβρη») θα ακούγονταν και στην γαλλική ταινία του Jean-Daniel Pollet “Une Balle au Cœur”, με πρωταγωνιστές τους Sami Frey, Françoise Hardy, Τζένη Καρέζη, Σπύρο Φωκά κ.ά. – μια ταινία, που προβλήθηκε πέρυσι στην χώρα μας, ξανά, ύστερα από δεκαετίες.
Υπήρχαν, όμως, κι άλλες ελληνικές προδικτατορικές εκδόσεις ή εκτελέσεις του τραγουδιού «Το γελαστό παιδί».
Κατ’ αρχάς μία ορχηστρική, που ακούστηκε σ’ ένα 4-tracks EP δημοσίων σχέσεων τής Doxiadis Associates, υπό τον τίτλο “Music from Greece / Best Wishes from 1965” (Νοέμβριος 1964), έπειτα εκείνη από την Καλλιτεχνική Χορωδία Τρικάλων (και Ορχήστρα) υπό την διεύθυνση της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου – τόσο σε 45άρι [RCA, 1965], όσο και στο LP «Μίκη Θεοδωράκη Νο 3» [RCA, 1966]. Επίσης μία όχι τόσο γνωστή, αλλά ιδιαίτερη εκτέλεση από τον Κώστα Χατζή, στο LP «Σε Τραγούδια Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλου, Χατζή» [Philips, 1966], ενώ υπήρξαν και δύο εκτελέσεις με την Μαρία Φαραντούρη.
Η μία, από το 1966, κυκλοφόρησε στο εξωτερικό, ενώ η άλλη, από το 1967, που είναι και η κλασική, κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, στην Μεταπολίτευση πια, στο γνωστό LP «Ένας Όμηρος / “Το Γελαστό Παιδί” από το μουσικό θέμα της κινηματογραφικής ταινίας Ζ» [ΕΜΙ / His Master’s Voice, 1974]. Όλο το έργο, με την Μαρία Φαραντούρη ως ερμηνεύτρια, είχε κυκλοφορήσει πρώτα στο εξωτερικό (ακούμε, φερ’ ειπείν, την έκδοση της βρετανικής Columbia από το 1972).
Όλοι γνωρίζουν την συσχέτιση του τραγουδιού «Το Γελαστό Παιδί» με την ταινία “Z” (1969) του Κώστα Γαβρά. Σ’ ένα κείμενο του Μίκη Θεοδωράκη από τις σημειώσεις μιας CD-έκδοσης του “Z” [FM Records], με ημερομηνία 1 Ιουνίου 2002, διαβάζουμε:
«Η συμμετοχή μου στην ταινία του Κώστα Γαβρά “Z” έχει μια ιδιομορφία, γιατί λόγω του ότι τον καιρό εκείνο ήμουν εξόριστος στην Ζάτουνα, το σενάριο δεν μπόρεσε να φθάσει στα χέρια μου παρά τις προσπάθειες του Γαβρά. Επομένως η επιλογή της μουσικής πρέπει να έγινε από τον Κώστα Γαβρά και τον Γάλλο υπεύθυνο για την μουσική του φιλμ. Νομίζω πως το βασικό κριτήριο στην επιλογή τους θα έπαιξε το γεγονός ότι τα έργα μου “Ένας Όμηρος” και “Mauthausen”, από τα οποία άντλησαν τα κύρια θέματα ήσαν πολύ συγγενικά προς της ιστορία του “Z”. Άλλωστε το “Γελαστό παιδί” (κύριο μουσικό θέμα του φιλμ), ο ελληνικός λαός το είχε απολύτως συνδέσει με τον Γρηγόρη Λαμπράκη, μετά τον θάνατό του. Νομίζω ότι η επιλογή ήταν σωστή, όπως επίσης και η ενορχήστρωση υπήρξε πολύ καλή. Δεν μπορώ εκ των υστέρων να φανταστώ ότι θα έγραφα καλύτερη μουσική... Πάντως γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να ξέρει».
Στην Ελλάδα, τόσο η ταινία “Z”, όσο και το σάουντρακ, είδαν το φως της δημοσιότητας στην αρχή της Μεταπολίτευσης (η ταινία προβλήθηκε κανονικά στις αίθουσες στα μέσα Δεκεμβρίου του 1974), ενώ είναι γνωστό πως, εξαιτίας του “Z”, το «Γελαστό παιδί» διασκευάστηκε από πολλούς και διαφόρους παγκοσμίως (Henry Mancini, Shirley Bassey, Marcello Minerbi, Sky κ.ά.).
Αξίζει, τώρα, να δώσετε προσοχή στη συνέχεια...
Ως γνωστόν, λίγο μετά την έλευση της δικτατορίας, με προκήρυξη του ΓΕΣ (επί αρχηγίας του χουντικού αντιστράτηγου Οδυσσέως Αγγελή), η οποία είχε δοθεί στον Τύπο στις 2 Ιουνίου 1967, οι μουσικές και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη απαγορεύονταν παντού. Οι ήδη υπάρχουσες εκδόσεις θα αποσύρονταν από την κυκλοφορία, οι ταινίες-ηχογραφήσεις που ήταν έτοιμες να κυκλοφορήσουν θα έμεναν στο ράφι, οι επανεκτελέσεις θα απαγορεύονταν (δηλαδή τα στούντιο της Columbia θα έκλειναν τις πόρτες τους για τις μουσικές Θεοδωράκη), ενώ θα απαγορεύονταν και οι ζωντανές εκτελέσεις τραγουδιών του σε μπουάτ, συναυλίες κ.λπ.
Αυτά θα ίσχυαν για το σύνολο του έργου του συνθέτη, συμπεριλαμβανομένων και των «σκέτων» μουσικών του (σάουντρακ κ.λπ.) και των μη πολιτικών τραγουδιών του (ερωτικά π.χ.).
Δεν ξέρουμε με ποιον ακριβώς τρόπο, αλλά «Το γελαστό παιδί» φθάνει στην Ιταλία στις αρχές του 1968, αποκτά ιταλικούς στίχους από τον Vito Pallavicini και ως “Il ragazzo che sorride” (στην πράξη πρόκειται για την συνένωση των τραγουδιών «Ήταν 18 Νοέμβρη» και «Το γελαστό παιδί», αμφότερα από το έργο «Ένας Όμηρος») ακούγεται στην τηλεοπτική εκπομπή τής RAI “Europa Giovani”, που είχε πολιτικοκοινωνική χροιά εκείνη την περίοδο (καθώς το 1968 ήταν μια χρονιά με πολύ σημαντικά πολιτικά γεγονότα, παγκοσμίως, που σχετίζονταν και με την νεολαία φυσικά). Ερμηνευτής του; O ανερχόμενος Al Bano.
Το τραγούδι τυπώνεται τον Μάιο του 1968 σε 45άρι –“Il ragazzo che sorride / Musica” [EMI / Il Voce del Padrone]–, ακούγεται πολύ, ενώ μερικούς μήνες αργότερα, τον Οκτώβριο, σκαρφαλώνει ψηλά στο ιταλικό hit parade, μπαίνοντας στην πρώτη δεκάδα (στη θέση #5).
Al Bano....Il Ragazzo Che Sorride
Το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται και στο δεύτερο προσωπικό LP του Al Bano, που έχει τον ίδιο τίτλο – δηλαδή “Il Ragazzo Che Sorride” [EMI / La Voce Del Padrone, 1968]–, περιέχοντας δώδεκα τραγούδια στην ιταλική έκδοσή του, όπως δώδεκα θα περιείχε και στην ελληνική. Οι δύο εκδόσεις όμως δεν είναι ίδιες. Έχουν διαφορετικά εξώφυλλα, άλλους τίτλους και διαφορετικό track list.
Φυσικά, από την ελληνική έκδοση λείπει το τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη. Πιο συγκεκριμένα, απουσιάζουν τα τραγούδια “Il ragazzo che sorride” και “Musica”, τα οποία έχουν αντικατασταθεί από τα “Pensando a te” και “Qunado il sole chiude gli occhi”. Και αφού το τραγούδι δεν χαράζεται στο ελληνικό βινύλιο, δεν θα είχε νόημα να τιτλοφορείται και ο δίσκος “Il Ragazzo Che Sorride”. Και όντως, αφού ο (ελληνικός) τίτλος του θα γινόταν απλώς “Al Bano” [EMI / His Master’s Voice, 1969].
Άρα στην Ελλάδα, από πλευράς δισκογραφίας, το “Il ragazzo che sorride” με τον Al Bano είναι ένα άγνωστο τραγούδι, εξαιτίας της καθολικής απαγόρευσης τού θεοδωρακικού έργου.
Το καλοκαίρι του 1968, και μέχρι το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στο σπίτι του, στο Βραχάτι Κορινθίας (υπό την επιτήρηση τού καθεστώτος φυσικά), ενώ από τα τέλη Αυγούστου και μετά εκτοπίζεται στην Ζάτουνα της Αρκαδίας.
Κάποια στιγμή, μέσα στις πρώτες 20 μέρες του Αυγούστου, ο Al Bano επισκέπτεται τον Μίκη Θεοδωράκη στο Βραχάτι! Οι φωτογραφίες από την επίσκεψη, που υπάρχουν διαθέσιμες, είναι ολοφάνερα καλοκαιρινές και επιβεβαιώνουν, φυσικά, το γεγονός.
Υπάρχουν εξάλλου και οι αναμνήσεις της κόρης τού Μίκη Θεοδωράκη, της Μαργαρίτας-Ασπασίας Θεοδωράκη, καταγραμμένες στο πρόσφατο βιβλίο της «Αναμνήσεις ενός Κοριτσιού» [Ianos Εκδόσεις, 2020] στο κεφάλαιο «Η ζωή με τον μπαμπά μου – Al Bano, μία αναπάντεχη επίσκεψη».
Η επίσκεψη του Al Bano ήταν όντως αναπάντεχη, αν σκεφθούμε την χωροχρονική συγκυρία, αλλά είχε στόχο. Και ο στόχος της συνάντησης Μίκη Θεοδωράκη και Al Bano σίγουρα σχετιζόταν με το “Il ragazzo che sorride” (δεν υπήρχε εξάλλου κάτι άλλο, που να τους συνδέει), αλλά υπό ποια έννοια; Ρωτάμε, γιατί το τραγούδι έχει ήδη κυκλοφορήσει στην Ιταλία, κάνοντας την πορεία του.
Τι θα ανάγκαζε, λοιπόν, τον Al Bano να επισκεφθεί τον απομονωμένο Μ. Θεοδωράκη, σ’ ένα ελληνικό χωριό; Να ήταν άραγε μόνον κάποιοι λόγοι αβροφροσύνης και απόδοσης τιμής προς τον διωκόμενο συνθέτη ή υπήρχε και κάτι άλλο, επαγγελματικής φύσεως να πούμε;
Η επιτυχία του τραγουδιού, όπως ήδη γράψαμε, ήταν ξεχωριστή στην Ιταλία, κάτι που φαίνεται από το γεγονός πως άγνωστα ονόματα (Rudy Rickson, Marziano / Orchestra L. Sedram, Orchestra Marco Antony, Riorita...) ηχογραφούν το “Il ragazzo che sorride”, σε μικρές εταιρείες, για να επωφεληθούν εμπορικά, ενώ κυκλοφορεί και τραγούδι με τον τίτλο “Quel ragazzo che non sorride mai” (παίζει, δηλαδή, με τις ίδιες λέξεις) από μιαν επίσης όχι γνωστή τραγουδίστρια ονόματι Alessandra Casaccia (υποθέτουμε, δηλαδή, πως θα βγήκε αργότερα από το “Il ragazzo che sorride”). Φυσικά, θα το έλεγε και η σπουδαία Iva Zanicchi δύο χρόνια πιο μετά...
Υπάρχει λοιπόν το σχέδιο για μια κινηματογραφική ταινία, με τον ίδιο τίτλο, “Il Ragazzo che Sorride” δηλαδή, την οποίαν θα σκηνοθετούσε ο Aldo Grimaldi (1942-1990), ο οποίος στη σύντομη (και από επαγγελματικής άποψης) ζωή του γύριζε βασικά κωμωδίες και σεξοκωμωδίες.
Κάπως ελαφριά ταινία, μουσικής φύσεως όμως, μα και με κοινωνικό περιεχόμενο, ήταν και η “Il Ragazzo che Sorride”, που θα ήταν έτοιμη μέσα στο 1969, έχοντας για πρωταγωνιστές τους Al Bano και Susanna Martinková, δίπλα σ’ αυτούς την πολύ γνωστή μας, από την κινηματογραφική συνεργασία της με τον Δημήτρη Χορν, Yvonne Sanson, όπως και τον πασίγνωστο εκείνη την εποχή Αμερικανό soulman Rocky Roberts (σε διπλό ρόλο ηθοποιού-τραγουδιστή), που ήταν εξαιρετικά δημοφιλής σε Ιταλία και Ελλάδα.
Θέση, δε, στα τραγούδια της ταινίας θα είχε κι ένας Γκανέζος, ο Mack Porter, που έκανε καριέρα τότε στη γειτονική χώρα και τον οποίον κάποιοι (συλλέκτες κυρίως) θα τον μάθαιναν από την επανέκδοση τού μοναδικού άλμπουμ του “Peace on You”, που είχε γίνει στην γερμανική εταιρεία Shadoks το 2006 (πρώτη έκδοση στην ιταλική Rifi, το 1972). Βεβαίως, υπήρχε και πρωτότυπο σάουντρακ στην ταινία, το οποίον υπέγραφε ο σημαντικότατος Carlo Rustichelli (και δίσκος, τότε, στην Cinevox).
Πιο αναλυτικά στην ταινία ακούγονταν τα εξής τραγούδια: “Musica”, “Mille cherubini in coro”, “Mattino” και “Il ragazzo che sorride” από τον Al Bano, “Sono tremendo” και “Silent night” από τον Rocky Roberts και “... È la mia donna” από τον Γκανέζο Mack Porter.
Το “Sono tremendo” ήταν επιτυχία και στην Ελλάδα από τους Rocky Roberts & I Pirañas (δισκάκι σε ετικέτα Durium), ενώ είχε τραγουδηθεί και στα ελληνικά από τον Νίκο Αντωνίου ως «Θέλω ένα κορίτσι» (δισκάκι στην Pan-Vox). Το “Silent night” ήταν, φυσικά, ο γνωστός χριστουγεννιάτικος ύμνος.
Ποιο ήταν, όμως, το στόρι της ταινίας;
Ο Τζόρτζο (Al Bano), άρτι αποφοιτήσας από το Πολυτεχνείο, είναι κάποια χρόνια παντρεμένος με την Λιβία (Susanna Martinková), η οποία, όμως, δεν θέλει να κάνει παιδιά μαζί του (κατά βάση δεν μπορεί), αρνούμενη να τον συνοδεύσει, επίσης, σε μια (δύσκολη) δουλειά στην Κένυα.
Ο Τζόρτζο υποψιάζεται πως η Λιβία έχει κάποιον εραστή (στην πράξη, συναντά έναν γιατρό για τα γυναικολογικής φύσεως ζητήματά της), και γι’ αυτό αφήνει στο πόδι του έναν καθηγητή του να την παρακολουθεί και να τον πληροφορεί σχετικώς. Στην Κένυα ο Τζόρτζο είναι κανονισμένο να δουλέψει σ’ ένα ορυχείο, εκεί όπου θα γνωριστεί με τον μαύρο εργάτη Ρόκι (Rocky Roberts), ο οποίος θα τον μπάσει στο νόημα τής δουλειάς.
Ο Τζόρτζο σοκάρεται από τον τρόπο αντιμετώπισης των μαύρων εργατών, τους πολύ σκληρούς όρους εργασίας, εννοούμε, που επικρατούν στο ορυχείο, την έλλειψη μέτρων προστασίας κ.λπ., καταγγέλλοντας στους προϊσταμένους του τις παραβάσεις, που έχει εντοπίσει, ζητώντας από την εργοδοσία αλλαγή στάσης.
Εν τω μεταξύ ο Ρόκι, μαζί με άλλους εργάτες, παγιδεύεται σε μια στοά του ορυχείου, με τον Τζόρτζο να έχει τώρα υπό την επίβλεψή του και τον μικρό γιο τού Ρόκι, τον Τζόνι (C. Baldeo).
Τελικά, οι εργάτες σώζονται, ο Ρόκι μπορεί να είναι τραυματισμένος, με τον μικρό Τζόνι να φοβάται για την τύχη τού πατέρα του, όμως η Λιβία έρχεται στην Κένυα, για να πει το μυστικό στον Τζόρτζο, πως είχε κάποια σοβαρά θέματα με την υγεία της και πως τώρα, πλέον, είναι όλα μια χαρά.
Η ταινία βγαίνει στην Ιταλία, στις 7 Μαρτίου 1969, κάνοντας μικρή πορεία.
Προβλήθηκε το “Il Ragazzo che Sorride” στην Ελλάδα;
Προβλήθηκε, με τελείως διαφορετικό τίτλο, ως «Ρόκυ Νέγκρο»(!), λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1969!
Η διανομή (Αρ. Γεωργιάδης), που ήταν υποψιασμένη φυσικά σε σχέση με το τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη, πόνταρε «όλα τα λεφτά» στον Rocky Roberts, που τότε ήταν πολύ δημοφιλής στην χώρα μας (δημοφιλέστερος και από τον Al Bano), «βάφτισε» την ταινία με το όνομά του (χώνοντας και το «νέγκρο» από δίπλα, για να τον προσδιορίζει ακόμη περισσότερο), ενώ τον είχε φάτσα-μόστρα και στην διαφημιστική καταχώρησή της.
Στην οποία καταχώρηση δεν βλέπουμε ούτε τον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας (πράγμα που συνηθιζόταν να σημειώνεται με μικρά γράμματα), ούτε τον σκηνοθέτη της (περίεργο), ενώ διαφημίζονται οι τραγουδιστές (ακόμη και ο άγνωστος στην Ελλάδα Mack Porter), με το «Ρόκυ Νέγκρο» να πουσάρεται και με την φράση «μια Ολυμπιάς Τραγουδιού!» – την εποχή όπου η 2α Ολυμπιάς Τραγουδιού διεξαγόταν στο Παναθηναϊκό Στάδιο (27-29 Ιουνίου 1969), με τον Rocky Roberts να είναι στην Ελλάδα και να διαγωνίζεται, εκπροσωπώντας τις ΗΠΑ, με το τραγούδι “I know you’ll come running back”!
Το τραγούδι των Μίκη Θεοδωράκη / Vito Pallavicini “Il Ragazzo che sorride”, με τον Al Bano, ακουγόταν στην ταινία λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους! Οπότε τα κύρια και αναπάντητα ερώτημα είναι τα εξής:
Ακούστηκε το τραγούδι στην ταινία ή λογοκρίθηκε; To πήραν χαμπάρι, δηλαδή, οι λογοκριτές ή όχι; Υπάρχει περίπτωση να είχε κοπεί η σκηνή του τέλους, με την ταινία να ολοκληρώνεται... άτσαλα; Υπάρχει περίπτωση να είχε κοπεί ο ήχος; Τι μπορεί να είχε γίνει, κανείς δεν ξέρει... Εκτός, φυσικά, από ’κείνους που είχαν δει την ταινία, το καλοκαίρι του ’69, και ίσως να θυμούνται ακόμη τα σχετικά...
Αν πάντως –αν λέμε– οι Έλληνες διανομείς της ταινίας είχαν κατορθώσει να περάσουν από την λογοκρισία «Το γελαστό παιδί» του Μίκη Θεοδωράκη, το 1969, έστω και στα ιταλικά με τον Al Bano, τους αξίζει ένα εύγε – ακόμη και μετά από 52 χρόνια!
Θα ήταν μια πράξη αντίστασης!
Il Ragazzo che sorride