Οι νεκρικές γιρλάντες του Ραμσή Β'
"Θησαυροί του Muséum": οι νεκρικές γιρλάντες του Ραμσή Β' ξαναβρέθηκαν τυχαία μέσα σε ένα παλιό χαρτόκουτο μετά από 28 χρόνια λήθης
Τα λουλούδια που κοσμούσαν τη μούμια του διάσημου φαραώ ανακαλύφθηκαν μαζί με τα λείψανά του, στα τέλη του 19ου αιώνα. Το βοτανολόγιο, που είχε χαθεί κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, βρέθηκε πάλι το 1964 σε μια σοφίτα στην οδό Μπουφόν στο Παρίσι.
Pierre Barthelemy
Le Monde, 16 Αυγούστου 2021
'Ενα μικρό σημείωμα βρέθηκε γραμμένο πάνω σε ένα παλιό χαρτόκουτο: "Ανακάλυψα το βοτανολόγιο αυτό στη σοφίτα τον Οκτώβριο του 1964. J.-C. Jolinon". Ο υπογράφων, Jean-Claude Jolinon, έγινε αργότερα επικεφαλής των βοτανικών συλλογών στο Muséum national d'histoire naturelle (MNHN). Αυτό που είχε ξεθάψει το φθινόπωρο του 1964, κάτω από στοιβαγμένα χαρτιά, είχε πολύ ταπεινή όψη: μισή ντουζίνα φύλλα, όχι περισσότερα, στα οποία ήταν κολλημένα μαραμένα λουλούδια με ξεθωριασμένα χρώματα. Περίμεναν ανέγγιχτα από την περίοδο του μεσοπολέμου στον τελευταίο όροφο του κτιρίου της βοτανολογίας στην οδό Μπουφόν στο Παρίσι. Περίμεναν τόσο πολύ καιρό εκεί που μερικές δεκαετίες λιγότερες ή περισσότερες δεν είχαν πια καμία σημασία γι' αυτά. Ξεχασμένα. Και επρόκειτο ούτε λίγο ούτε πολύ για τα παλαιότερα αποξηραμένα λουλούδια στον κόσμο, για τις νεκρικές γιρλάντες του Ραμσή Β'.
Το όνομα και μόνο σε κάνει να ονειρεύεσαι. Όπως ο Τουταγχαμών και η Κλεοπάτρα, μεταφέρει όσους το διαβάζουν στις όχθες του αρχαίου Νείλου. Όταν ζητάμε από την αιγυπτιολόγο Hélène Guichard, συντηρήτρια πολιτιστικής κληρονομιάς στο Μουσείο του Λούβρου, να μας παρουσιάσει με λίγα λόγια το πρόσωπο, γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια άχαρη άσκηση: "Αποκαλείται και Ραμσής ο Μέγας", ξεκινάει να μας λέει. Είχε τη μεγαλύτερη σε διάρκεια βασιλεία σε όλη την ιστορία των φαραωνικών δυναστειών, από το 1279 έως το 1213 π.Χ. Πέθανε σε πολύ μεγάλη ηλικία, 92 ή 93 ετών, γεγονός που τον καθιστά ιδιαίτερα υπέργηρο για την εποχή του. Αυτή η μακροβιότητα συνέβαλε στη φήμη και την αίγλη του, όπως και το γεγονός ότι ήταν κατακτητής. Ηγήθηκε πολλών εκστρατειών με γεωγραφική επέκταση: κατέκτησε και σταθεροποίησε μεγάλο μέρος της Νουβίας στο νότο, ενώ εφόρμησε και κατά των Χετταίων στο βορρά. Μετά από αρκετές εκστρατείες, συνάπτει συνθήκη ειρήνης μαζί τους."
Σε αυτή την εικόνα του μεγάλου πολεμιστή προστίθεται η εικόνα ενός "ακούραστου κτίστη", συνεχίζει η Hélène Guichard. "Δεν μπορείς να κάνεις ούτε ένα βήμα στην Αίγυπτο χωρίς να πέσεις πάνω σε ένα μνημείο που χτίστηκε, διαμορφώθηκε ή διακοσμήθηκε από τον Ραμσή Β'. Έχτισε πολλούς ναούς αφιερωμένους στους θεούς αλλά και στη δική του δόξα. Ολοκλήρωσε το ναό της Αβύδου που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του Σέτι Α΄, καθώς και τη μεγάλη υπόστυλη αίθουσα του ναού του Καρνάκ. Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά μπορούμε επίσης να αναφέρουμε τον ταφικό του ναό, το Ραμμέσειο, και τον μεγάλο ναό του Αμπού Σίμπελ.
Όταν, πριν από τριάντα δύο και πλέον αιώνες, ο Ραμσής Β' πέθανε, η μούμια του τοποθετήθηκε στην Κοιλάδα των Βασιλέων, στον τάφο που ο ίδιος ο φαραώ είχε ετοιμάσει όσο ζούσε. Αλλά παρότι ήταν ο μεγαλύτερος ηγεμόνας της Αιγύπτου, αυτό δεν σταμάτησε τους τυμβωρύχους. Για να διαφυλάξουν τη μούμια, οι ιερείς του Άμμωνα τη μετέφεραν μια πρώτη φορά κι έπειτα μια δεύτερη φορά - πιθανότατα τον 11ο αιώνα π.Χ. - σε μια κρυψώνα στην τοποθεσία Ντέιρ Ελ Μπαχάρι, όχι μακριά από την Κοιλάδα των Βασιλέων. Μεταφέρθηκαν τότε κι άλλοι φαραώ εκεί, κι έπειτα η σιωπή και η λήθη τύλιξαν τα λείψανα του Ραμσή Β' και των άλλων μελών των δυναστείων.
Αυτό κράτησε μέχρι τη δεκαετία του 1870. Τότε εμφανίζονται στην "αγορά" αρχαιοτήτων των Θηβών κάποια αντικείμενα που προέρχονται εμφανώς από τάφους επιφανών προσώπων. Μερικά απ' αυτά φτάνουν στα χέρια του Γάλλου αιγυπτιολόγου Gaston Maspero (1846-1916) που αντιλαμβάνεται ότι οι τυμβωρύχοι ανακάλυψαν βασιλικούς τάφους άγνωστους ακόμα. 'Εχοντας διοριστεί επικεφαλής του Μουσείου αιγυπτιακών αρχαιοτήτων του Μπουλάκ, στο Κάιρο, προστάζει μία έρευνα που οδηγεί στην σύλληψη των πλιατσικολόγων και στην ανακάλυψη της κρυψώνας του Ντέιρ Ελ Μπαχάρι. Μέσα σε δύο μέρες η κρυψώνα αδειάζει και όλες οι σαρκοφάγοι μεταφέρονται στο μουσείο του Μπουλάκ.
Πέντε χρόνια αργότερα, την 1η Ιουνίου 1886, λαμβάνει χώρα μία ιστορική σκηνή, που ο ίδιος ο Gaston Maspero περιγράφει στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ακαδημίας των Επιγραφών και των Γραμμάτων: το "ξετύλιγμα" της μούμιας του Ραμσή Β' και του Ραμσή Γ'. Πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν αμέτρητες γάζες και υφασμάτινα κομμάτια. Και ξαφνικά ο Ραμσής Β' εμφανίζεται. [...]
Σε αυτά τα πρακτικά, ο Γάλλος επιστήμονας δεν αναφέρει όσα βρίσκονταν στη σαρκοφάγο του Ραμσή Β' όταν αυτή ανοίχτηκε: μερικά μέτρα από λεπτεπίλεπτες γιρλάντες λουλουδιών, που είχαν αποτεθεί πάνω στο στήθος του φαραώ όταν έγινε η επαναταφή του. Ο Gaston Maspero τις εμπιστεύτηκε στον Γερμανό βοτανολόγο και μεγάλο εξερευνητή της Αφρικής Georg Schweinfurth, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο πριν αρκετά χρόνια. Αυτός τις εξέτασε με προσοχή και η ερευνά του δημοσιεύτηκε το 1883, πρώτα στα γαλλικά, κι έπειτα στα αγγλικά, στο περιοδικό Nature.
O Georg Schweinfurth σημειώνει με λύπη του την προχειρότητα με την οποία οι αρχαιολόγοι συνέλεξαν τις ευαίσθητες γιρλάντες, οι οποίες σε κάποια σημεία έσπασαν και μετατράπηκαν σε σκόνη. Με υπομονή και λεπτούς χειρισμούς, ο βοτανολόγος υγραίνει τα φυτά που το άνυδρο κλίμα της αιγυπτιακής ερήμου είχε ολότελα ξηράνει -κάτι που επέτρεψε και τη διατήρησή τους- και τα τοποθετεί σε ένα βοτανολόγιο: "Τα δείγματα που βλέπετε εδώ είναι τα πιο ολοκληρωμένα που μπόρεσα να σχηματίσω Αν τα βουτήξουμε μέσα σε καυτό ή κρύο νερό, ανάλογα με τα είδη, τα φύλλα ξαναβρίσκουν την αρχική τους ευελιξία (...) και τότε μπορούμε με λίγη προσοχή να τα απλώσουμε και να τα ξηράνουμε και πάλι με άριστο τρόπο."
O Georg Schweinfurth εξηγεί ότι οι γιρλάντες αποτελούνται από φύλλα Mimusops διπλωμένα στα δύο απ' όπου εξέχουν λουλούδια από μπλε λωτό (έτσι ονομάζεται, παρότι δεν πρόκειται για αληθινό λωτό) ή ενός άλλου, λευκού, είδους. Κάθε στοιχείο της γιρλάντας συνδέεται με τα άλλα μέσω ενός νήματος που αποτελείται από ίνες φύλλων χουρμαδιάς.
Γιατί όμως να τοποθετούνται οι ανθοσυνθέσεις αυτές πάνω στις μούμιες του φαραώ; "Οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν ότι η μεταθανάτια ζωή ήταν ένα πιστό αντίγραφο της επίγειας ζωής, αναφέρει η Hélène Guichard. Έπρεπε επομένως να μπορείς να σιτίζεσαι, να ξεδιψάς και να διαθέτεις ένα ευχάριστο περιβάλλον. Τα λουλούδια είναι όμορφα, μυρίζουν ωραία και θέλουμε να τα έχουμε εσαεί. Η αιγυπτιολόγος προσθέτει ότι τα φυτά δεν έχουν μόνο αισθητικό και αρωματικό ρόλο: "Εγγυούνται επίσης την αναγέννηση, και για το λόγο αυτό συσχετίζονται με τον Όσιρι, τον θεό των νεκρών, αλλά και της χλωρίδας και της γεωργίας. Ο μπλε λωτός είναι ένα σύμβολο αυτής της αναγέννησης: κάθε βράδυ κλείνει και κάθε πρωί ανοίγει. Είναι ακριβώς ο κύκλος που ακολουθούν οι νεκροί. Το ζήτημα αυτό της αναγέννησης είναι καίριο για τους Αιγύπτιους, κι όταν αποθέτουμε λουλούδια στο σώμα του νεκρού φαραώ, δεν γίνεται αυτό τυχαία."
Αφού μελέτησε τις γιρλάντες που συνόδευαν τους ένοικους της κρυψώνας του Ντέιρ Ελ Μπαχάρι -και ιδίως αυτές της πριγκίπισσας Νζι-Κόνσου, φτιαγμένες από φύλλα ιτιάς διακοσμημένα με διάφορα είδη λουλουδιών, όπως οι κενταύριες και οι παπαρούνες, ο Georg Schweinfurth μοιράζεται με άλλους το θησαυρό με τα άνθη. Τα φύλλα του βοτανολόγιου που δημιούργησε στέλνονται έτσι σε διάφορα μουσεία, στην Αίγυπτο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία... Η μοίρα τους θα είναι διαφορετική. Στη Γερμανία, θα καταστραφούν από τους βομβαρδισμούς στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη Ζυρίχη, ο βοτανολόγος παραλαμβάνει τα δείγματα και τα εκθέτει σε ένα μουσείο που ιδρύει. Χάνονται τα ίχνη τους όταν αυτό κλείνει το 1970, και οι προθήκες του "ανακαλύπτονται" και πάλι τυχαία το 2010 μέσα σε κάτι πανεπιστημιακά υπόγεια, τυλιγμένες μέσα σε παλιά αντίτυπα του Ici Paris... [...]