Το «Stayin’ Alive» των Bee Gees και το «What’s Love got to do with it» της Τίνα Τέρνερ είναι ευτυχώς σπουδαία χορευτικά τραγούδια, σίγουρα οι πιο γνωστές επιτυχίες τους, καθώς και τίτλοι αυτοαναφορικά εξαιρετικά δηλωτικά, και διόλου τυχαίοι.
Το πρώτο συμβολίζει το ακλόνητο ταλέντο για επιβίωση των τριών Brothers Gibb, εξού και το όνομα του συγκροτήματος από την προφορά των αρχικών τους, οι οποίοι, αν δεν ήταν αδέλφια, δεν θα είχαν καμία ελπίδα να μείνουν μαζί, ζωντανοί στη σκηνή και στα στούντιο, μετά από άπειρες μεταπτώσεις, όπως δηλώνει το μόνο εναπομείναν μέλος της μπάντας, Μπάρι, που είναι και ο πρεσβύτερος του τρίο.
Το συγκεκριμένο τραγούδι που μπαίνει δυναμικά με τους τίτλους αρχής του Πυρετού του Σαββατόβραδου του Τζον Μπάνταμ, συνοδεύοντας ρυθμικά το «γκιράπικο» περπάτημα του Τζον Τραβόλτα στην ακατάλληλη, και καλύτερη ταινία της διετίας που τον έχρισε πρώτη βεντέτα του πλανήτη (η άλλη φυσικά είναι το Grease, με το ομώνυμο κομμάτι επίσης υπογεγραμμένο από τον Μπάρι Γκιμπ), δεν μιλούσε μόνο για τον Τόνι Μανέρο που έτρωγε το μεροδούλι του στις ντίσκο 2001 της συνοικίας, παριστάνοντας τον μορφονιό ώσπου να ερωτευτεί και να αποκτήσει συνείδηση, ή για τους κλυδωνισμούς μιας μπάντας που επιτέλους έπιασε την καλή, αλλά, αν προσέξετε λίγο διεξοδικότερα τους στίχους, για μια αβέβαιη, ταραγμένη περίοδο στην πόλη, το απειλητικό καλοκαίρι του Σαμ, στο μεταβατικό και καθόλου θεάρεστο 1977, τότε που εκτός από το κυριλέ λίκνισμα ξεσπούσε η πανκ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αποτυπώνοντας ανάμεσα στις γραμμές έναν κοινωνικό παλμό πέρα από τα πανταχού παρόντα 120 beats της πίστας.
Οι Bee Gees έστειλαν το «Stayin’ Alive» μαζί με τις υπόλοιπες τέσσερις πρωτότυπες συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των επίσης νούμερο ένα «How Deep is your Love» και «Night Fever», αλλά και του υπέροχου «More than a Woman», σε μια κασέτα, εκτελώντας την παραγγελιά που τους ανέθεσε ο ιμπρεσάριος και μεγαλοπαραγωγός Ρόμπερτ Στίγκγουντ, ο ιδρυτής της RSO με σήμα το ελεφαντάκι και παρακλάδι της Polydor, και ο εμπνευστής της πιο αποδοτικής φάσης της καριέρας τους.
Ήταν κλεισμένοι σε ένα άθλιο κάστρο στη Γαλλία, από εκεί που ο Έλτον Τζον είχε περάσει στην περίοδο που ό,τι έβγαζε γινόταν χρυσάφι ούτως ή άλλως, και δεν είχαν ιδέα για τον αντίκτυπο της σύλληψής τους – βασικά βρίσκονταν εκεί για να μιξάρουν το διπλό live τους από το Λος Άντζελες.
Η σημαίνουσα διαφορά μεταξύ των Bee Gees και της Τίνα Τέρνερ είναι ότι οι πρώτοι άργησαν να καταλάβουν πως, εκτός από φυσικοί μελωδοί, είχαν στο αίμα τους τη μαύρη μουσική, εναρμονίζοντας τις αγγελικές φωνές τους με στακάτους ρυθμούς και την ήπια μετεξέλιξη της soul/funk, ενώ η δεύτερη προσπαθούσε μια ζωή να πλασαριστεί ως R&B τραγουδίστρια δίπλα στον πρώτο σύζυγό της, τον Άικ.
Ήδη διένυαν την αναγκαστική αναγέννησή τους: τα αδέλφια από την Αγγλία, που μεγάλωσαν και αντρώθηκαν στην Αυστραλία, είχαν ανέκαθεν πρότυπο τη βρετανική σκηνή, ξεκίνησαν ως μπιτλάκια με μπαλάντες και μια δόση τσιχλόφουσκας αλά Hermans Hertits στον κύριο όγκο του ρεπερτορίου τους, αλλά μπορεί κανείς να διακρίνει ανησυχίες στο περιθώριο της συνθετικής και στιχουργικής τους δράσης στη δεκαετία του '60 και στις απαρχές της επόμενης, όπως στο «New York Mining Disaster» για παράδειγμα.
Όταν αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Μαϊάμι, είχαν ήδη φτάσει στο ναδίρ. Ουδείς ενδιαφερόταν, και με την πληθώρα των νέων ονομάτων στον χώρο και την πανσπερμία των τάσεων που ξεπήδησαν από τη ροκ μουσική, περίσσευαν, σαν αναμνηστικό ανέκδοτο.
Στην εξωτική Φλόριντα, ξεβράχνιασαν και καθάρισαν από τη λανθάνουσα τάση τους για μίμηση. Στην παραλιακή έπαυλη με τη διεύθυνση 461 Ocean Boulevard, ο Έρικ Κλάπτον είχε ήδη ζήσει και εργαστεί, ηχογραφώντας το επώνυμο άλμπουμ του, που περιλάμβανε το «I Shot the Sheriff», αμέσως μετά την απεξάρτηση από την ηρωίνη, και ο Στίγκγουντ σύστησε στα αδέλφια το σπίτι-στούντιο, που αποδείχθηκε καρμικό, σωτήριο και για τη δική τους ανάρρωση.
Προσέλαβαν εξαιρετικούς, κυρίως session μουσικούς, που λειτούργησαν ως μόνιμη συνοδευτική μπάντα και επανεφηύραν τον ήχο τους. Η ποπ μετάφραση της ελαφρύτερης funk τους ταίριαξε γάντι, όπως ακριβώς έδεναν από μικρά παιδιά οι φωνές τους. Επιπλέον, με αιχμή του τραγουδιστικού δόρατος τον Μπάρι, έκαναν σήμα κατατεθέν το φαλσέτο, που δεν επινόησαν φυσικά αυτοί, αλλά το τελειοποίησαν σε βαθμό κακουργήματος, όπως αποδείχθηκε μερικά χρόνια αργότερα.
Το βοκαλίστικο τσάκισμα βρήκε εκατομμύρια ευήκοα ώτα, και σκόραραν ένα σοβαρά υπολογίσιμο πακέτο από megahits που καθόρισαν μια ολόκληρη εποχή, με την ιδιοτυπία πως η τρομακτική επιτυχία τους πραγματοποιήθηκε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Το «Saturday Night Fever» διακινούσε ένα εκατομμύριο αντίτυπα κάθε εβδομάδα της παραμονής του στις ΗΠΑ, ενώ η χώρα είχε παραλύσει από χιονοθύελλες – το γεγονός πως οι αγοραστές πήγαιναν στα δισκοπωλεία για να αποκτήσουν το διπλό άλμπουμ κάνει το επίτευγμα ακόμη πιο freaky για ένα κοινό που πλέον αποφασίζει από το σπίτι του αν θα κατεβάσει ένα και μόνο track, πόσο μάλλον μια ολόκληρη, ακριβή συλλογή.
Μέσα σε έναν χρόνο, οι Bee Gees έσπασαν τα ρεκόρ των Beatles, που μόνο ο Drake κατέρριψε σε μια φάση διαφορετικού, ψηφιακού πλέον υπολογισμού των πωλήσεων και των τοποθετήσεων στους καταλόγους επιτυχιών από το περιοδικό «Billboard» (με συνδυασμένες θεάσεις, streamings και φυσικές διακινήσεις), έγιναν πάμπλουτοι και διάσημοι πέρα από τη φαντασία τους, και, για πρώτη και τελευταία φορά, ένωσαν όλες τις γενιές πάνω στις πίστες, καθώς η disco παραμένει το μοναδικό είδος μουσικής που, στην ακμή του, αγαπήθηκε και αγοράστηκε από τους πιτσιρικάδες ως τρέχουσα pop, και χορεύτηκε από τους παλιότερους, χωρίς τη συνήθη απέχθεια σε οτιδήποτε καινούριο.
Ωστόσο, η πανευτυχής συγκυρία εξελίχθηκε σε βραχύβιο θαύμα. Έναν χρόνο αργότερα, κι ενώ οι Bee Gees κυριαρχούσαν στα charts με το αμέσως επόμενο άλμπουμ, «Spirits Having Flown», και με τα τρία στη σειρά νούμερο ένα, το επιστημονικά γλυκερό «Too Much Heaven», το κολλητικού ρεφρέν «Tragedy» και το υπέροχο φανκ «Love you Inside Out», οι φαν της ροκ μουσικής αποφάσισαν ότι μπούχτισαν σε βαθμό εκρηκτικό: στις 12 Ιουλίου του 1979, σε ένα ασυνήθιστα υπερπλήρες στάδιο, το Κομίσκι Παρκ στο Σικάγο, ένας κρατήρας στο κέντρο του γηπέδου γεμάτος με ντίσκο δίσκους ανατινάχτηκε, το βράδυ που ανακηρύχτηκε Disco Demolition Night.
Το χάσμα τελικά δεν ήταν ηλικιακό, αλλά μάλλον ιδεολογικότερο του αναμενομένου. Προφανώς οι απανταχού (διότι η διαμάχη επεκτάθηκε εκτός ΗΠΑ, αφορούσε όλον τον κόσμο και πόλωσε σοβαρά πολλούς έφηβους) rockers, με τη μουσική κληρονομιά της ανατρεπτικής δεκαετίας που προηγήθηκε και κάποια επαναστατικά αντανακλαστικά, αντέδρασαν βίαια, διόλου τυχαία στην αυγή του πανκ κινήματος, και οι Bee Gees ήταν οι πρώτοι που το πλήρωσαν, χωρίς να ευθύνονται αποκλειστικά για την έξαρση του disco φαινομένου.
Στο How can you Mend a Broken Heart που σκηνοθέτησε με γνώση, αγάπη, ειλικρίνεια και μεράκι ο παραγωγικότατος uberproducer, και σκηνοθέτης της Αραχνοφοβίας (!), 75χρονος Φρανκ Μάρσαλ, φαίνεται πως στα δύσκολα οι Bee Gees, που πρόλαβαν στο μεσοδιάστημα του μεγάλου τους σουξέ να σκοντάψουν πανηγυρικά και με τη δυστυχή δική τους εκδοχή των κλασικών τραγουδιών των Beatles στο κινηματογραφικό μιούζικαλ Sgt Peppers Lonely Hearts Club Band (μαζί με τον έτερο ποπ ήρωα των '70s Πίτερ Φράμπτον, που δεν ξανασηκώθηκε έκτοτε από το έδαφος), αντί να υπερασπιστούν τον ενεργό τους ρόλο στο μουσικό ιδίωμα, πήραν απόσταση, προφανώς ανακαλώντας την ιστορία τους πριν τη χορευτική στροφή τους.
Στο ξεκίνημα του 1980, οι Bee Gees, και οτιδήποτε σχετιζόταν με αυτούς και τον ανεπιστρεπτί πεσμένο πυρετό του σαββατόβραδου, ήταν το απόλυτο cringe, όπως ενδεικτικά φαίνεται κι από τη σκηνή όπου ο υπερνέρντ Ρικ Μοράνις λικνίζεται άτσαλα με το «Disco Inferno» στο Ghostbusters, και το συγκρότημα με το Grammy του άλμπουμ της χρονιάς και τη φήμη των ανίκητων στον ευρύτατο κύκλο του μουσικόφιλου μέσου όρου ξόφλησε για μια ακόμη φορά.
Ουσιαστικά, δεν είχαν πλέον καριέρα. Οπότε, επέστρεψαν πίσω από τις «κάμερες», με επανεφεύρεση της δημιουργικότητάς τους, γράφοντας τραγούδια για άλλους, όπως η Ντιόν Γουόργουικ και κυρίως η Μπάρμπαρα Στράιζαντ, με αποκορύφωμα τη χημεία του Μπάρι Γκιμπ μαζί της, στο «Guilty» – έναν easy listening θρίαμβο των '80s.
Το ντοκιμαντέρ του Μάρσαλ είναι ένα χρονικό με άρτια αφήγηση, συναρπαστικές ιστορίες, συνεντεύξεις με σχετικούς με τηn μπάντα αλλά και αναπάντεχους καλεσμένους, όπως ο Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, που παρομοιάζει τις φωνές τους με τρομπέτες και ο Νόελ Γκάλαχερ που έχει διδακτορικό στις αδελφικές συγκρούσεις, εξομολογήσεις με συγκίνηση και λεπτομέρειες που ενδιαφέρουν τους μουσικόφιλους, τους θεωρητικούς και τους φαν.
Κυρίως αναδεικνύει πάντα τη μουσική των τριών παθιασμένων, επίμονων Γκιμπ, που πριν καταντήσουν στα μάτια των εχθρών τους τα τρία αδέλφια που επιδίδονταν σε ανελέητο νιαούρισμα, και που προσέθεσαν στην εξίσωση και τον μικρό αδελφό τους, τον Άντι (που πρόλαβε να κάνει το «Shadow Dancing» κι έφυγε πρόωρα από τη ζωή), ήταν, με μια ψύχραιμη και δίκαιη εκτίμηση, πρωτοπόροι με απίστευτη ποικιλία, συνθέτες και ερμηνευτές διαχρονικών τραγουδιών, και σημαιοφόροι μιας ολόκληρης περιόδου, που σίγουρα δεν πέρασε κι έφυγε σαν κομήτης, όπως το χάλι γκάλι και το τουίστ.
Η σημαίνουσα διαφορά μεταξύ των Bee Gees και της Τίνα Τέρνερ είναι ότι οι πρώτοι άργησαν να καταλάβουν πως, εκτός από φυσικοί μελωδοί, είχαν στο αίμα τους τη μαύρη μουσική, εναρμονίζοντας τις αγγελικές φωνές τους με στακάτους ρυθμούς και την ήπια μετεξέλιξη της soul/funk, ενώ η δεύτερη προσπαθούσε μια ζωή να πλασαριστεί ως R&B τραγουδίστρια δίπλα στον πρώτο σύζυγό της, τον Άικ, αλλά πέταξε μακριά όταν απελευθέρωσε τη ροκ πλευρά της, τη βρυχώμενη λέαινα που πάντα ασφυκτιούσε στο soul σετάρισμα και τη συγκεκριμένη φόρμα.
Στο βρετανικής παραγωγής ντοκιμαντέρ Tina, μια λαχταριστή αγιογραφία που διεκδίκησε τρία Emmy για το 2021, η μεγάλη κυρία της υβριδικής ροκ συνεχίζει από εκεί που σταματήσαμε να ασχολούμαστε με την προσωπική της ζωή, δηλαδή μετά το χρονικό της επαναλαμβανόμενης, εγκληματικής κακοποίησής της από τον Άικ και την επεισοδιακή της απόδραση προς την ελευθερία, όπως την απέδωσε γλαφυρά η υποψήφια για Όσκαρ Άντζελα Μπάσετ στο What’s Love got to do with it.
Και μετά; Η Τέρνερ αρνήθηκε να σχολιάσει το παρελθόν, επιμένοντας πως ο λόγος που έγραψε το βιβλίο και έδωσε τη συγκατάθεσή της να γίνει ταινία ήταν ακριβώς για να σπατσάρει με το τραύμα. Δυστυχώς γι’ αυτήν, οι ερωτήσεις συνέχισαν, και την ενοχλούσαν βαθύτατα, όπως αποκαλύπτει στην κεντρική συνέντευξη του Tina (μιλούν κι άλλοι γι’ αυτήν, φυσικά).
Το πώς το ξεπέρασε, και πώς έζησε τη ζωή της μακριά από το μεγάλο πρώτο κεφάλαιο του δημόσιου βίου της, είναι το ενδιαφέρον κομμάτι μιας ταινίας επίσης γεμάτης μουσική και δάκρυα, συσχετίζοντας με επιτυχία την τραγικά χαμηλή αυτοεκτίμηση της κόρης ενός ασυναίσθητου εργάτη σε βαμβακοφυτείες και μιας απογοητευμένης μητέρας που το έσκασε νύχτα, με μια γυναίκα που στάθηκε στα ευρέως εκτεθειμένα, αεικίνητα πόδια της, και ξεπέρασε τα αξεπέραστα, μεγαλώνοντας τα παιδιά της και τραγουδώντας σε σκηνές όλου του κόσμου.
Το How can you Mend a Broken Heart και το Tina έκαναν πανελλήνια πρεμιέρα τον Ιούλιο του 2021, στο pop up σινεμά της Αγίας Μαρίνας στις Σπέτσες, στο πλαίσιο του 10ου Aegean Film Festival.