Αυτό που ενσαρκώνει η έκθεση «Παραμύθι για Ενήλικες» του Γιώργου Ταξίδη στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών είναι η οξύμωρη σχέση ανάμεσα στα αθώα χρόνια της παιδικής μας ηλικίας και τη συνειδητοποίηση των κακουχιών και αντιξοοτήτων της ενήλικης ζωής.
Αποτελεί τον απόηχο ενός υπαρξιακού ταξιδιού που ανιχνεύει τους λόγους πίσω από τη μεγάλη επιθυμία μας να διατηρήσουμε τη μνήμη και να περισώσουμε το αποτύπωμά μας σε αυτόν τον κόσμο και αποτελεί μια ισχυρή δήλωση της ανάγκης μας να συνεχίσουμε και της αέναης πάλης μας για επιβίωση.
Ο Γιώργος Ταξίδης έχοντας ως αφετηρία το παρελθόν των γονιών και των παππούδων του, οι οποίοι υπήρξαν πρόσφυγες από τις νότιες επαρχίες της Ρωσίας, ανιχνεύει κοινούς διαγενεακούς τόπους μέσα από την ίδια του τη ζωή, από τα πρώιμά της στάδια μέχρι σήμερα, και τα έργα του, μια συλλογή προσωπικών ιστοριών, ταπεινές και τρυφερές οικογενειακές και ιδιωτικές σκηνές που απεικονίζουν ένα περιβάλλον έντονης ψυχικής και συναισθηματικής διεργασίας, φέρνουν στο προσκήνιο επίκαιρα ζητήματα που περικλείουν την ανθρώπινη μετακίνηση και μετατόπιση, γράφει ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής Κώστας Πράπογλου ο οποίος υπογράφει το κείμενο της έκθεσης.
Παρατηρώ πως υπάρχουν αυτοί που ενδιαφέρονται πραγματικά για κάτι όμορφο και εσωτερικό και πως η τέχνη συμβιώνει μαζί τους. Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο μερίδιο ανθρώπων που συμπεριφέρεται επιδερμικά και καπηλεύεται το κομμάτι της τέχνης με κοινωνικό κριτήριο.
— Θα ξεκινήσω ρωτώντας σας για την οικογενειακή σας ιστορία, την καταγωγή σας και την απόφασή σας να περάσετε αυτή την ιστορία στον καμβά, σε αυτό το σώμα έργων που παρουσιάζετε.
Η οικογένειά μου έχει καταγωγή από τον Πόντο. Το 1918 οι παππούδες φύγανε από το Καρς και εγκατασταθήκαν στη Νότια Ρωσία. Εκεί γεννήθηκαν, μεγάλωσαν και σπούδασαν οι γονείς μου, εκεί γεννήθηκα και εγώ μαζί με τα αδέρφια μου. Το 1990, με το άνοιγμα των συνόρων, οι γονείς μου αποφάσισαν να επαναπατριστούν στη χώρα που πάντα είχαν στην καρδιά τους.
Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον όπου έπρεπε να προσαρμοστώ σε καινούργια δεδομένα, παρότι δεν έχω καμιά απολύτως μνήμη από την Ρωσία –τότε ήμουν τριών ετών–, και δεδομένου πως αργότερα χρειάστηκε να ταξιδέψω και να ζήσω σε άλλες χώρες, άρχισα να αναπολώ μια παιδική ηλικία που αλλιώς τη θυμάμαι και αλλιώς τη βλέπω από τα μέσα καταγραφής όπως είναι οι βιντεοκασέτες και οι φωτογραφίες. Σαν δύο ζωές.
Φυσικά αυτά τα έργα ξεκίνησαν όσο ήμουν στη Νέα Υόρκη σαν μια ανάγκη διατήρησης της μνήμης. Στην αρχή μου φαίνονταν όλοι και όλα ξένα εκεί, ύστερα αντιλήφθηκα πως εγώ ήμουν ο ξένος.
— Τι ήταν αυτό που σας κινητοποίησε περισσότερο, οι άγνωστες πτυχές μιας ιστορίας ή η μετακίνησή τους και κατά συνέπεια η δραματική αλλαγή ενός τρόπου ζωής που κουβαλά σε γραπτά και προφορικά μνημεία όλο το παρελθόν;
Με ενδιαφέρουν και τα δύο. Η άγνωστη πτυχή μιας ιστορίας μπορεί να συμπίπτει με μια μεγάλη ιστορία ή ένα κομμάτι της. Όπως η φυγή του παππού μου το 1918 και μετέπειτα η εκτέλεση του το 1938 μαζί με άλλους χιλιάδες Έλληνες της ΕΣΣΔ.
Πόσες τέτοιες ιστορίες μαζί με τις παράπλευρες της κάθε οικογένειας μπορούμε να βρούμε; Είμαι σίγουρος πως ο καθένας μπορεί να διηγηθεί έστω από μια. Όλα αυτά είναι ένα κομμάτι του δικού μου DNA, μια επέκταση αυτού του παρελθόντος που κουβαλώ είτε ψυχικά είτε σωματικά.
— Δουλεύετε με πολλά μέσα, τι σας προσφέρει αυτή η εναλλαγή;
Ελευθερία και ευελιξία. Με γοητεύει πολύ ο πειραματισμός και η γνώση ενός καινούργιου υλικού ή τεχνικής. Άλλες φορές με κουράζει ένα συγκεκριμένο υλικό και θέλω μια εναλλαγή. Επίσης διαλέγω τα υλικά μου όπως συμβαίνει και με τη μαγειρική. Στην αρχή είναι η ιδέα ή ο πόθος που έχω για ένα έργο που θέλω να φτιάξω, έπειτα σκέφτομαι ποιο υλικό καλύπτει καλύτερα αυτό που θέλω να δείξω.
Το έργο που έχω στην έκθεση με τίτλο «10 θραύσματα απουσίας» είναι δέκα χαρακτικά με δύο χρώματα και έχει τυπωθεί 10 φορές μόνο με το αρχικό του χρώμα μέχρι που σταδιακά σαν φάντασμα έσβηνε δημιουργώντας μια διαβάθμιση της τονικότητας απ' το καθαρό μαύρο στο απολυτό λευκό του χαρτιού. Αυτό δεν θα μπορούσα να το ζωγραφίσω ένα-ένα ή μάλλον δεν θα το θεωρούσα σωστό και έντιμο να γίνει γιατί θα ήταν επιτηδευμένο. Η πρέσα όμως της χαρακτικής θα τυπώσει αυτό που έχει.
— Γράφετε στο σημείωμά σας τη φράση της γιαγιάς σας «είμαστε άνθρωποι χωρίς πατρίδα». Τι επιρροή ασκούν στην τέχνη οι ιστορίες αυτές;
Δεν γνωρίζω κάτι που να έχει προβάλει καλύτερα όλες αυτές τις ιστορίες πέρα από την Τέχνη. Έχουν γίνει χιλιάδες έργα που αναπαριστούν είτε μια κοινωνική αδικία είτε ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Έχει αλλάξει αυτό ριζικά το κόσμο; Η «Γκερνίκα» του Πικάσο δεν σταμάτησε κανέναν πόλεμο, αν και το 2003 σε μια διάσκεψη στα Ηνωμένα Έθνη για το πόλεμο στο Ιράκ καλύφθηκε μια ρέπλικα του πίνακα που μάλλον ενοχλούσε. Όπως και το 1971, όταν, εν μέσω δικτατορίας, η Αίθουσα Τέχνης Αθηνών - Χίλτον (όπως λέγονταν τότε), με το σκεπτικό ότι η «τέχνη είναι μαρτυρία της εποχής», οργάνωσε έκθεση με εγκατάσταση φυλακών της Μαρίας Καραβέλα μαζί με έργα του Ηλία Δεκουλάκου που απεικόνιζαν βασανιστήρια στις φυλακές. Το αποτέλεσμα ήταν η έκθεση να κατέβει πριν καν εγκαινιασθεί και ο χώρος να κλείσει οριστικά καθότι η συγκεκριμένη έκθεση, μαζί με άλλες μορφές τέχνης της εποχής, ενόχλησαν το καθεστώς. Όμως το μήνυμα είχε περάσει.
— Μπορεί η τέχνη σήμερα, μέσα από τα συστήματα στα οποία υπάρχει και διακινείται, να δώσει ισχυρά μηνύματα; Έχει αλλάξει κάτι τις τελευταίες δεκαετίες στην αντίληψη ενός συλλέκτη, αγοραστή ή επισκέπτη μιας έκθεσης ως προς το τι αγοράζει ή βλέπει;
Υπάρχει μια τεράστια προβολή μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διάφορες ηλεκτρονικές σελίδες που βομβαρδίζουν τον θεατή με εικόνες. Είναι πραγματικά χαοτικό πώς η πληροφορία της εικόνας διαδίδεται μέσα σε δευτερόλεπτα. Δεν προλαβαίνει να χωνευτεί αυτή η πληροφορία και θεωρώ πως φταίει το γενικό πλαίσιο στο οποίο φιλοξενείται ένα έργο. Όταν κάποιος βλέπει ταυτόχρονα προτάσεις για παπούτσια, ένα καινούργιο μαγαζί που έχει ανοίξει, έναν φίλο του που κάνει εξωτικές διακοπές, και του πετάξεις έναν Ρέμπραντ στην αρχική του οθόνη θα τον προσπεράσει σαν να είναι κακόβουλο λογισμικό.
Είναι το περιβάλλον, λοιπόν, στο οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί την τέχνη και αυτό, κατά την άποψή μου, πρέπει να είναι ήσυχο από οτιδήποτε άλλο παρεμβαίνει στο οπτικό και νοητικό του πεδίο.
Στο σκέλος των πωλήσεων δεν είμαι αρμόδιος να απαντήσω. Παρατηρώ πως υπάρχουν αυτοί που ενδιαφέρονται πραγματικά για κάτι όμορφο και εσωτερικό και πως η τέχνη συμβιώνει μαζί τους. Υπάρχει όμως και ένα μεγάλο μερίδιο ανθρώπων που συμπεριφέρεται επιδερμικά και καπηλεύεται το κομμάτι της τέχνης με κοινωνικό κριτήριο. Έχω πετύχει αρκετές φορές τέτοιες καταστάσεις, όταν έρχονται σε εγκαίνια έκθεσης μονό και μονό για δημόσιες σχέσεις.
— Πού αναζητάτε τις πηγές σας; Η λογοτεχνία σας επηρεάζει; Μελετάτε ιστορία;
Οι πηγές είναι η καθημερινή τριβή με όλα όσα υπάρχουν γύρω μου και με αυτά που υπήρξαν πριν από έμενα. Διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ και προσπαθώ να ζω την ιστορία. Λατρεύω την ποίηση και η επιρροή των βιβλίων είναι όπως μια εγκατάσταση του Μεξικανού καλλιτέχνη Jorge Blake με έναν τοίχο από τούβλα, που στη βάση του έχει ένα βιβλίο του Κάφκα που «χαλάει» με μια καμπύλη όλο το οικοδόμημα.
«Παραμύθι για Ενήλικες» του Γιώργου Ταξίδη
Αίθουσα τέχνης Αθηνών
Έως 6 Νοεμβρίου 2021
Ώρες λειτουργίας:
Τρ – Παρ 11:00 – 14:30 & 18:00 – 21:00
Σαβ. 11:00 – 14:30