Πριν από 25 χρόνια περίπου η Ελλάδα ζούσε στους ρυθμούς του Gus Vali – ας το πούμε έτσι με μια δόση υπερβολής. Τότε είχαν κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην χώρα μας ηχογραφήσεις του, ενταγμένες μέσα στο κλίμα του ethnic πανικού, και τότε τον έμαθε ο κόσμος.
Ήταν ένα CD υπό τον τίτλο “Mr. Greek Clarinet” [Άνοδος, 1997], με ηχογραφήσεις του από την περίοδο 1958-1963, αλλά βασικά και κύρια ήταν τα δύο τεύχη του περιοδικού «Jazz & Tζαζ» (το #55 και το #60), με τα αντίστοιχα CD τους, υπό τους τίτλους «Jazz & Χιτζάζ» (Οκτώβριος 1997) και «Jazz & Χιτζάζ Νο 2» (Μάρτιος 1998), που είχαν φέρει τις μουσικές του Gus Vali και της ευρύτερης παρέας του σε μερικές χιλιάδες ελληνικά σπίτια.
Μάλιστα τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς (1997) o Gus Vali, που τότε ήταν 69 ετών, είχε βρεθεί στην Ελλάδα (μετά από κάποια συναυλία που είχε δώσει στην Βιέννη). Δυστυχώς, όμως, ήταν τελείως περαστικός, καθώς παρέμεινε για ελάχιστο διάστημα στην χώρα μας, δίχως να εμφανισθεί κάπου (μάλλον), προλαβαίνοντας όμως να δώσει κάποιες μικροσυνεντεύξεις, σε όσους τον είχαν ανακαλύψει και ήταν ψυλλιασμένοι.
Το πραγματικό όνομα του Gus Vali ήταν Αυγουστίνος Βαλής κι είχε γεννηθεί στην Νέα Υόρκη το 1928, από έλληνες (μικρασιάτες) γονείς, που είχαν βρεθεί στην Αμερική ως μετανάστες.
Στον κόσμο της μουσικής ο Gus Vali μπαίνει από νωρίς, σπουδάζοντας στο Manhattan School of Music και παίζοντας ταυτόχρονα σαξόφωνο και κλαρίνο. Γνωρίζεται με διάφορους οργανοπαίκτες της εποχής, όπως τον βιολιστή Johnny Long, τον τρομπετίστα-τραγουδιστή Louis Prima, τον κλαρινίστα Artie Shaw, τον τρομπετίστα-τρομπονίστα Sonny Dunham, τον πιανίστα-ξυλοφωνίστα Jan August και άλλους (όλοι τους bandleaders εν τω μεταξύ) και κάπως έτσι αρχίζει να γίνεται γνωστός στο κύκλωμα των μουσικών, ξεκινώντας την προσωπική δισκογραφική διαδρομή του, με την παράλληλη συμβολή του ως session παίκτης στα στούντιο.
Ο Gus Vali έπαιζε ελληνικούς σκοπούς, δημοτικούς και λαϊκούς, με μιαν αίσθηση τζαζ. Το κλαρίνο του, ο ήχος του, δεν ήταν ο κλασικός ελληνικός των μεγάλων οργανοπαικτών της παράδοσης, αλλά ούτε και ο ακραιφνής τζαζ των Αμερικανών. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ενδιάμεσο ή και πέρα απ’ αυτά, ένας ήχος μοντέρνος, κάπως ελαφρύς, ο οποίος ενσωμάτωνε όλες τις ηχητικές παραδοξότητες, που επέφερε το πολυεθνικό και κοινωνικό ανακάτεμα στις ΗΠΑ, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50
Ο πρώτος δίσκος του είχε τίτλο Gus Vali and His Authentic Greek Orchestra “The Greeks Had a Song for It” [United Artists, 1958] και από εκεί ξεχώριζε αμέσως το στυλ του.
Ο Gus Vali έπαιζε ελληνικούς σκοπούς, δημοτικούς και λαϊκούς, με μιαν αίσθηση τζαζ. Το κλαρίνο του, ο ήχος του, δεν ήταν ο κλασικός ελληνικός των μεγάλων οργανοπαικτών της παράδοσης, αλλά ούτε και ο ακραιφνής τζαζ των Αμερικανών. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ενδιάμεσο ή και πέρα απ’ αυτά, ένας ήχος μοντέρνος, κάπως ελαφρύς, ο οποίος ενσωμάτωνε όλες τις ηχητικές παραδοξότητες, που επέφερε το πολυεθνικό και κοινωνικό ανακάτεμα στις ΗΠΑ, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 – ένα ανακάτεμα που θα περνούσε και στα περίφημα ελληνικά μαγαζιά της 8ης Λεωφόρου (Νέα Υόρκη), στα οποία ο Gus Vali ήταν τακτικός θαμώνας (ως οργανοπαίκτης).
Για την ατμόσφαιρα, δε, που επικρατούσε σε αυτά τα μαγαζιά έχουμε γράψει και παλαιότερα εδώ στο LiFO.gr, μεταφέροντας σχετικά αποσπάσματα από τα βιβλία του Ανδρέα Καραντώνη «Θυμάμαι την Αμερική» [Το Ελληνικό Βιβλίο, 1963] και του Αντρέα Χρονόπουλου «Θύμησες και Σημειώσεις Τάσου Χαλκιά» [Απόπειρα, 1985].
Ένα χαρακτηριστικό κομμάτι του Gus Vali εκείνης της περιόδου ήταν το “Dream of Morocco”, σύνθεση του κιθαρίστα και μπουζουξή Πέτρου Νικολάου, μιας σημαντικής αλλά ανεξερεύνητης προσωπικότητας του ελληνικού τραγουδιού στην Αμερική κατ’ αρχάς – καθότι ο Νικολάου υπήρξε ο ιδρυτής της περιβόητης Nina Record Company (περί τα μέσα του ’50), που τύπωνε δίσκους και στην Ελλάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, έχοντας ακόμη και γραφεία, εδώ (μετά το 1967).
Το “Dream of Morocco”, που έχει ελληνικά λόγια και αποδιδόταν από τους τραγουδιστές Joanna Makris, Miltos Stamos, Peter Patides και Nathan Gershkowitz, μοιάζει με ορισμένα ανατολίτικα τραγούδια που έλεγε ο Νίκος Γούναρης εκείνα τα χρόνια, με «παρεμβάσεις» όμως στα φωνητικά ακόμη και από το κλασικό gospel, στο βαρύτονο στυλ των «μαυρο-πινακισμένων» Paul Robeson, Leon Bibb κτλ., διαθέτοντας ένα καθαρό λάγνο και exotica άρωμα. Απλώς, εξαιρετικό!
Η συνέχεια υπήρξε εντυπωσιακή για τον Gus Vali. Καθώς οι μουσικές επιμειξίες στα λαϊκά μαγαζιά της Νέας Υόρκης και των άλλων αμερικανικών μεγαλουπόλεων βρίσκονταν στο φόρτε τους –με Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους, Τούρκους, Αιγύπτιους και άλλους Ανατολίτες να βρίσκονται μαζί, να συνθέτουν και να αυτοσχεδιάζουν, ανακατεύοντας τις επιμέρους παραδόσεις και δημιουργώντας ένα νέο υβρίδιο, που μόνον ο μεταγενέστερος όρος ethnic θα μπορούσε να το περιγράψει–, ο ελληνοαμερικανός κλαρινίστας θα βρισκόταν στο στοιχείο του, καθώς θα ηχογραφούσε και θα συμμετείχε σε δεκάδες τέτοιους δίσκους και σε αμέτρητα live.
Έχουμε καταμετρήσει 34 άλμπουμ βινυλίου τού / ή με τον Gus Vali αυτής της τεχνοτροπίας, από το 1958 έως το 1977 (δεν αναφερόμαστε σε 45άρια ή σε CD), αλλά, σίγουρα, υπάρχουν κι άλλα. Αυτά τα άλμπουμ τα υπογράφει ο Gus Vali είτε απλά με το όνομά του είτε με τα ονόματα των ορχηστρών του – δηλαδή Gus Vali and His Authentic Greek Orchestra, Gus Vali and His Casbah Ensemble, Gus Vali and His Orchestra, Gus Vali and His “Parea” κ.λπ.
Επίσης υπάρχουν δικοί του δίσκοι, τους οποίους υπέγραφε με δύο τουλάχιστον ψευδώνυμα (Spero Spyros και Costa Costas), προφανώς για λόγους συμβολαίων, οδηγώντας τα σχήματα Spero Spyros And His Modern Grecian Ensemble, Spero Spyros And His Modern Anatolian Ensemble και Costa Costas & His Orchestra – ηχογραφώντας, με τα διάφορα ονόματά του (αληθινά ή μη), για τις εταιρείες United Artists, Musicor, Near East/Prestige, Peters International, RCA Victor και άλλες μικρότερες.
Ο Gus Vali συνεργαζόταν επίσης με Έλληνες καλλιτέχνες που βρίσκονταν τότε στην Αμερική, όπως τους Νίκο Γούναρη, Σταύρο Τζουανάκο, Ιορδάνη Τσομίδη, Αργύρη Βαμβακάρη (αδελφός του Μάρκου Βαμβακάρη και διακεκριμένος μπουζουξής), ακόμη και με την Φλέρυ Νταντωνάκη, καθώς εμφανίζεται στον αμερικάνικο δίσκο της “The Isles of Greece” [Vanguard, 1965], και φυσικά με διάφορους ξένους όπως τον πιανίστα-οργανίστα Norman Gold, τον μπασίστα Chet Amsterdam, τους ουτίστες Udi Hrant και George Mgrdichian, τον βιολιστή Hakki Obadia κ.ά., μεγάλα γενικώς ονόματα του συγκεκριμένου κυκλώματος, εκεί στις αρχές του ’60. Όπως είχε πει και ο ίδιος ο Gus Vali, σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα «Εξουσία» (30 Ιουλίου 1997) στον Αποστόλη Καπαρουδάκη:
«Μελέτησα πολύ την ελληνική μουσική, την αγαπούσα από μικρός και προσπάθησα αρκετά. Όταν έφτιαξα την δική μου μπάντα η ελληνική μουσική ήταν στις καρδιές του κόσμου. Ήταν η εποχή του “Ζορμπά” και του “Ποτέ την Κυριακή”. Είχα μέσα μου την τζαζ, είχα όμως μέσα μου και τους ελληνικούς ρυθμούς. Οι Αμερικανοί ακούγοντας τις μουσικές που παίζαμε ενθουσιάζονταν, ο συνδυασμός των ελληνικών ρυθμών με την τζαζ ήταν ασυνήθιστος. Παίζαμε σε αίθουσες χωρητικότητας πέντε χιλιάδων ανθρώπων. Υπήρχαν στην 8η Λεωφόρο τουλάχιστον επτά μαγαζιά στη σειρά όπου πήγαιναν Έλληνες και παίζαμε κι εκεί συχνά. Μας ζητούσαν για συναυλίες στο Σικάγο, στην Βοστώνη, παντού».
Από τα δεκάδες άλμπουμ, που έκανε στην Αμερική ο Gus Vali, από τα τέλη του ’50 έως και τα τέλη του ’70, υπάρχουν κάποια που ξεχωρίζουν.
Είπαμε στην αρχή για το παρθενικό του “The Greeks Had a Song for It” [United Artists, 1958], αλλά το ίδιο καλό είναι και το “The Greek Way” [United Artists, 1961], με το εξαιρετικό στήσιμο του εξωφύλλου (φαίνεται και ο σπουδαίος Σταύρος Τζουανάκος, ως μέλος της ορχήστρας) και με κομμάτια δυναμίτες, ανάμεσα, όπως είναι τα δύο λαϊκά του Τζουανάκου, «Ο μαχαραγιάς» (The maharajah) και το «Σταλαγματιά» (Teardrops), το ethnic-jazz “Shee” του Abu Khasan (πιθανώς να πρόκειται για ψευδώνυμο του Norman Gold) και άλλα διάφορα.
Επίσης πολύ ωραίο είναι το LP “A Greek in Dixieland” [United Artists, 1962], στο οποίο ο Gus Vali με την ορχήστρα του διασκευάζουν από Kid Ory (το περίφημο “Muskrat ramble” από το ιστορικό και ακρογωνιαίο ρεπερτόριο του Louis Armstrong), “St. James Infirmary” και “Havah nagilah”, μέχρι Μάνο Χατζιδάκι («Αθήνα»), Τάκη Μωράκη (“Boy on a dolphin”) και Νίκο Γούναρη («Είσαι το λιμάνι μου»).
Άλλο ενδιαφέρον LP είναι το μεταγενέστερο “Greek Soul” [United Artists, 1970]. Τα χρόνια έχουν παρέλθει, η ποπ έχει πάρει κεφάλι κι έτσι, εδώ, ακούμε πολύ ευχάριστες διασκευές σε κομμάτια από το μιούζικαλ “Hair” (“Aquarius”, “Good morning starshine”) και ακόμη “Those were the days”, συν την έξοχη «Βατικιώτισσα» του Νίκου Γούναρη...
Ο Gus Vali, όμως, είχε ειδικότητα και στο belly dancing. Λογικό αυτό, καθότι στα μαγαζιά που εμφανιζόταν ο «χορός της κοιλιάς» ήταν απαραίτητη ατραξιόν. Έκανε διάφορα ανατολίτικα άλμπουμ ο Ελληνοαμερικανός με χαρακτηριστικούς τίτλους “51 Belly Dancer Favorites” [Musicor], “Motion Picture Music For Belly Dancers” [Musicor], “Dance Bellyrina Dance” [United Artists], “Belly Dances For Men Only” [Unart, 1967] κ.λπ., αλλά το ωραιότερο ήταν ένα από τα τελευταία του αυτής της περιόδου, κάτω από το ευρύτερο όνομα The Sultan’s Caravan.
Το άλμπουμ λεγόταν “Belly Dance To Great Navel Music” [RCA Victor, 1976] και περιλάμβανε εξαιρετικές εκτελέσεις της «Ζεχρά» (Μιχάλης Σουγιούλ), του κλασικού “Mustapha” και ακόμη τα υπέροχα “Sauda sauda” και “Siseler”, ερμηνευμένα από πολυεθνική μπάντα ολκής, δηλαδή τους Gus Vali κλαρίνο, φλάουτο, Souren Baronian κλαρίνο, ζίλιες, Hakki Obadia βιολί, Haig Manoukian ούτι, John Valentine κιθάρες, ταμπουράς, ζουρνάς, Chet Amsterdam μπάσο, Shamia Azad τουμπελέκι και Angelo Ferrera ντραμς... για να δώσουμε και μερικά ονόματα της ορχήστρας του Gus Vali στα μέσα του ’70.
Πάντως το κορυφαίο άλμπουμ στην διαδρομή του Gus Vali, κι ένα από τα ωραιότερα ψυχεδελικά ethnic / jazz / fusion εκείνων των ετών, ήταν αναμφισβήτητα το “Chimera” [Peters International, 1974], το οποίον υπέγραφαν οι Gus Vali τενόρο σαξόφωνο, κλαρίνο, Joe Farrell(!) τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, Joe Beck(!) ηλεκτρικές κιθάρες, Charlie Palmieri(!) fender rhodes, Steve Gadd(!) ντραμς, George Mgrdichian ούτι, Mohamed El Aakad κανονάκι, Bernie Leighton πιάνο, Tony Price τούμπα, Chet Amsterdam μπάσο, Frank Malabe κόνγκα, Johnny Valentine κιθάρες, ντουντούκα, ταμπουρά, ζουρνά, George Mangas μπουζούκι και Sourian Baronian κλαρίνο, κρουστά, με την παραγωγή να την διαχειρίζεται ο μπασίστας Amsterdam, γνωστός από τη συμμετοχή του στο θρυλικό “Greek Cooking” [Impulse!, 1967] των Phil Woods / Ιορδάνη Τσομίδη, αλλά και από τους δίσκους ενός άλλου σπουδαίου, του ουτίστα John Berberian.
Και τα έξι κομμάτια (“Hadji baba”, “Nosh”, “Telly”, “Rockin’ bird”, “Tricks”, “Mustafa”) είναι εντελώς χαρακτηριστικά του τρόπου που σκέφτονταν και αντιδρούσαν οι φίλοι μας εν σχέσει με την επικοινωνία των παραδόσεων. Του τρόπου συσχέτισης του μπουζουκιού και του ελληνικού κλαρίνου εν ολίγοις (γιατί εκεί είναι η φάση) με το ροκ rhythm section και τις «κοφτερές» κιθάρες. Μακριά στον χρόνο κομμάτια, που έδιναν την ευκαιρία στους παίκτες να «φύγουν» πέραν των προσυνεννοημένων, αγγίζοντας ψυχεδελικές καταστάσεις.
Το αποτέλεσμα, που περιγραφόταν στο οπισθόφυλλο ως “a fantasy in jazz, rock, mid-east sounds”, ξεπερνούσε μάλλον κι αυτήν ακόμη την φαντασία. Προσωπικώς, δεν μπορώ να σκεφθώ άμεσα άλλη ηχογράφηση (και δεν εννοώ τους Mode Plagal), που ν’ ακούγεται στ’ αυτιά μου τόσο κοντά σε ό,τι θα ονομάζαμε jazz-funk, με περισσότερο επάνω του το ελληνικό και ανατολίτικο στοιχείο. Εκπληκτικό άλμπουμ!
Στα επόμενα χρόνια οι δραστηριότητες του Gus Vali δεν μειώθηκαν αναγκαστικώς. Μπορεί αυτοί ήχοι να πέρασαν στο δισκογραφικό περιθώριο, όμως υπήρχαν πάντα οι συναυλίες, με ακροατήριο την ομογένεια πρώτα-πρώτα, αλλά όχι μόνο, που συντηρούσαν το πάθος του ελληνοαμερικανού κλαρινίστα για την μουσική.
Πόσο μάλλον όταν μπήκαν στη δουλειά και οι δύο γιοί του, με τους οποίους ίδρυσε κάποια στιγμή, μέσα στην δεκαετία του ’80, την εταιρεία Vali Music (με την οποία κυκλοφόρησε και κάποια CD, όπως το “Mediterranean Love Affair” στα χρόνια του ’90 πια), πριν εκείνη μετεξελιχθεί στην Vali Entertainment – μια νέα εταιρεία, που αναλάμβανε την οργάνωση γιορτών, με αφορμή κοινωνικές ή άλλου τύπου εκδηλώσεις.
Δραστήριος έως και στα βαθιά γεράματά του, ο Gus Vali θα φύγει από την ζωή στα 92 χρόνια του, στην Astoria της Νέας Υόρκης, στις 31 του περασμένου Μάρτη, αφήνοντας πίσω δύο γιους, τέσσερα εγγόνια και έξι δισέγγονα. Και ωραίες μουσικές φυσικά.
Από μια νεκρολογία που δημοσιεύτηκε σε αμερικάνικο σάιτ μαθαίνουμε πως ο άξιος αυτός οργανοπαίκτης αγαπούσε, ανάμεσα σε άλλα, το σπορ ντύσιμο και τις μπλούζες ζιβάγκο, το καλό κρασί, την κλασική μουσική, του άρεσε να επισκέπτεται τα μουσεία, ήταν οπαδός των New York Giants (αμερικάνικο ποδόσφαιρο), των New York Yankees (μπέιζμπολ) και των New York Knicks (μπάσκετ), ενώ του άρεσε και το τρέξιμο, καθώς είχε τερματίσει οκτώ φορές στον Μαραθώνιο της Νέας Υόρκης και μάλιστα μετά τα 50 χρόνια του!
Heavy psychedelic sounds!