Άργησε πολύ, θα έλεγε κανείς, ένα επίσημο, έγκυρο και πλήρες ντοκιμαντέρ για ένα τόσο μοναδικό και απείρως σημαντικό και επιδραστικό συγκρότημα όπως οι Velvet Underground, άξιζε όμως και με το παραπάνω η αναμονή.
Η ταινία που δημιούργησαν ο γνωστός για το απαράμιλλο και υπερβατικό στυλ του Τοντ Χέινς και οι συνεργάτες του είναι η πιο «σωστή» ως ύφος και ουσία, η πιο ιδανική που θα μπορούσε να γίνει με βάση το αντικείμενό της και απολύτως αντάξια του μύθου, της αισθητικής και της αντίληψης όχι μόνο της μπάντας που επηρέασε όσο καμία άλλη τα πιο σημαντικά σχήματα του λεγόμενου «εναλλακτικού» ήχου από τότε μέχρι σήμερα, αλλά και ολόκληρης της νεοϋορκέζικης πρωτοπορίας του ’60 απ’ όπου προήλθε, ως σαρξ εκ της σαρκός της.
Παρότι ακολουθεί ένα γραμμικό και σχετικά συμβατικό νήμα αφήγησης, προκειμένου να μην αποξενωθούν ακόμα και οι λιγότερο ενημερωμένοι θεατές για τη βραχεία αλλά γεμάτη εντάσεις, δράματα και ρωγμές πορεία του γκρουπ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, το «The Velvet Underground» είναι από μόνο του μια οπτικοακουστική πανδαισία, μια κατάσταση, μια εμπειρία αντίστοιχη των συναρπαστικών υβριδικών δρώμενων που συμβαίνανε εκείνη την εποχή στο Μανχάταν.
Ο Λου Ριντ, ο Τζον Κέιλ, η Nico, ο Στέρλινγκ Μόρισον, η Μο Τάκερ αλλά και τόσοι άλλοι και άλλες, αείμνηστοι ή επιζώντες, που περιφέρονται ως φαντάσματα ή ως από μηχανής θεότητες στα διασπασμένα καρέ της ταινίας, στοιχειοθετούν την ψυχεδελική σαπουνόπερα των Velvet Underground, προσφέροντας κατά τόπους και μια φρέσκια, αναθεωρητική ματιά.
Χρησιμοποιώντας το ύφος και το συντακτικό δημιουργών όπως ο καθοδηγητής και γκουρού της μπάντας, Άντι Γουόρχολ, ο Σταν Μπράκατζ ή ο Κένεθ Άνγκερ (περιλαμβάνοντας επίσης ποικίλα εμβόλιμα σπαράγματα από τις πιο μνημειώδεις ταινίες τους, από το «Empire» και το «Chelsea Girls» μέχρι το «Scorpio Rising»), σε συνδυασμό με ένα υποβλητικό σάουντρακ που αντηχεί εκκωφαντικά τους συνδέσμους της μπάντας με τις αναζητήσεις επιφανών εκπροσώπων της μουσικής πρωτοπορίας, η ταινία αποζητά το εύρος (και το ηχητικό σύστημα) της μεγάλης οθόνης.
Μόνο στην Αμερική όμως υπάρχει δυστυχώς αυτή η (περιορισμένη) δυνατότητα, ενώ ο περισσότερος κόσμος θα δει την ταινία από την πλατφόρμα της Apple όπου είναι διαθέσιμη εδώ και τρεις μέρες.
Διόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης αφιερώνει την ταινία στη μνήμη του Γιόνας Μέκας, του μειλίχιου αρχιερέα της νεοϋορκέζικης κινηματογραφικής πρωτοπορίας, ο οποίος έφυγε σε βαθύ γήρας το 2019 (δύο χρόνια πριν, μας είχε επισκεφτεί κι εδώ στην Αθήνα, στο πλαίσιο της Documenta 14), πλήρης έργων και ημερών, αλλά επίσης αειθαλής, νηφάλιος και πάντα οξύνους, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από την εμφάνισή του στο «The Velvet Underground», που ήταν και η τελευταία συνέντευξη που έδωσε ποτέ.
Ο Λου Ριντ, ο Τζον Κέιλ, η Nico, ο Στέρλινγκ Μόρισον, η Μο Τάκερ αλλά και τόσοι άλλοι και άλλες, αείμνηστοι ή επιζώντες, που περιφέρονται ως φαντάσματα ή ως από μηχανής θεότητες στα διασπασμένα καρέ της ταινίας, στοιχειοθετούν την ψυχεδελική σαπουνόπερα των Velvet Underground, προσφέροντας κατά τόπους και μια φρέσκια, αναθεωρητική ματιά.
Η επιφανής κριτικός κινηματογράφου Amy Taubin, τακτικό μέλος του εμβληματικού θερμοκηπίου λάμψης, δημιουργικότητας και ματαιοδοξίας που ήταν το Factory του Γουόρχολ εκείνα τα χρόνια, δηλώνει ότι επρόκειτο για ένα μέρος όπου οι γυναίκες κρίνονταν από την εμφάνισή τους κυρίως και όχι από το ταλέντο τους.
«Μισούσαμε τους χίπηδες και όλες αυτές τις αηδίες περί ειρήνης και αγάπης» λέει στην ταινία η πάντα αξιαγάπητη ντράμερ των Velvet Underground, τονίζοντας το χάος –μουσικό, αισθητικό, διανοητικό– που χώριζε το συνειδητά «μαυρόασπρο» συγκρότημά της από τον ηδονιστικό «ακτιβισμό» των παιδιών των λουλουδιών στην Καλιφόρνια του «flower power». «Αν θέλεις να κάνεις κάτι επαναστατικό και χρήσιμο, πήγαινε να ταΐσεις κανέναν άστεγο, μη μου φοράς λουλούδια στα μαλλί»…