«Εκείνη την εποχή που γύριζα άσκοπα στην Ευρώπη -το γιατί δεν είναι της ώρας- δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη φίλη μου τη Ζωή, που ζούσε χρόνια εγκατεστημένη στο Παρίσι. Μου ζητούσε να τη βοηθήσω στην επίλυση ενός πολύ λεπτού, όπως μου είπε, γι' αυτήν προβλήματος. Επρόκειτο -δεν άργησα να το καταλάβω μόλις την επισκέφτηκα στο διαμέρισμά της στο Πασί- για το βιβλίο που ήθελε να γράψει με τα απομνημονεύματά της για τη Μεγάλη Φίλη της, τη Μεγάλη Ντίβα, την Divina, όπως την αποκαλούσαν, που είχε πεθάνει σ' αυτό το ίδιο μελαγχολικό μα ολοζώντανο Παρίσι εννέα χρόνια πριν»...
Η νουβέλα «Ντίβα», με τις παραπάνω εναρκτήριες φράσεις, που κυκλοφόρησε πρόσφατα απ' την Άγρα, γράφτηκε στη Ρώμη, προς το τέλος της δεκαετίας του '80, σε μια από τις γονιμότερες συγγραφικές περιόδους του Βασίλη Βασιλικού.
Αρχικά βρήκε τη θέση της στη συλλογή ιστοριών «Το σφράτο», μετά πέρασε στα «Δώρα της αγάπης» κι έπειτα εμφανίστηκε στις εκδόσεις Ηλέκτρα, σ' έναν μικρό τόμο επιμελημένο από τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα, που κατέληξε δυσεύρετος. Έτσι προέκυψε η φετινή της επανέκδοση.
Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της λογοτεχνίας-ντοκουμέντου, είδος στο οποίο διέπρεψε ο Βασιλικός, προαναγγέλλοντας με τον τρόπο του τη σημερινή εκδοτική πλημμυρίδα με μυθιστορήματα που στηρίζονται κυρίως σε πραγματολογικό υλικό.
Η «Ντίβα» είναι από τα έργα που θ' άξιζε ν' ανακαλύψουν οι νεότεροι, κι όχι μόνο επειδή σ' αυτό καταγράφτηκε πρώτη φορά ότι η Κάλλας έφερε στον κόσμο ένα παιδί του Αριστοτέλη Ωνάση, χάνοντάς το δύο ώρες μετά τον τοκετό. Πρόκειται για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της λογοτεχνίας-ντοκουμέντου, είδος στο οποίο διέπρεψε ο Βασιλικός, προαναγγέλλοντας με τον τρόπο του τη σημερινή εκδοτική πλημμυρίδα με μυθιστορήματα που στηρίζονται κυρίως σε πραγματολογικό υλικό.
Ένα ανάλογο με την «Ντίβα» βιβλίο του είναι «Το ημερολόγιο του Ζ» που έγραψε το 1965, αφηγούμενος την προσωρινή, όπως αποδείχτηκε, αδυναμία του να δώσει μορφή στο μυθιστόρημα που, μετά και την ταινία του Γαβρά, έμελλε να τον κάνει παγκοσμίως γνωστό.
Αν όμως σ' εκείνη την περίπτωση η «επιφοίτηση» ήρθε μόλις διάβασε το «Εν ψυχρώ» του Καπότε, σ' ετούτη εδώ, οι σκόπελοι ήταν άλλης τάξης και δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν. Προβάλλονταν δε από τον ίδιο ακριβώς άνθρωπο που είχε ζητήσει τη βοήθειά του, τη «Ζωή», που δεν είναι άλλη από τη Βάσω Δεβετζή (1922-1987). Μια πιανίστα με διεθνή σταδιοδρομία, αποδέκτης της εμπιστοσύνης, της φιλίας και της αγάπης της Κάλλας στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής της και σε διαρκή πάλη έπειτα με τους «βρικόλακες» που αμαύρωναν τη μνήμη της.
«Από την αρχή», θυμάται ο Βασιλικός, «είχα πολλές αμφιβολίες για το εγχείρημα. Η δική μου Βάσω, όμως, η Παπαντωνίου, με την οποία ζούσαμε ήδη δύο χρόνια μαζί, απαίτησε σχεδόν να το αποδεχτώ. Οφείλεις ν' αποκαταστήσεις την αλήθεια, μου είπε, αυτής της ανεπανάληπτης μουσικής προσωπικότητας.
Δεδομένου ότι το '78, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Κάλλας, η Δεβετζή μου είχε δώσει μια σχετική συνέντευξη –αυτήν που απλώνεται ατόφια στο βιβλίο, στο κεφάλαιο "Reward"– πίστευα ότι θα στήσω και πάλι μπροστά της το μαγνητόφωνο, θα μελετούσα και το αρχείο της ντίβας κι επεξεργαζόμενος το υλικό, σ' έξι μήνες θα της παρέδιδα το χειρόγραφο».
Μ' όλα τα έξοδα πληρωμένα –φιλοξενία, μεταφορικά κ.ο.κ.– το ζεύγος Βασιλικού έφτασε το '86 σ' ένα Παρίσι τρομοκρατημένο από βόμβες που έσκαγαν καθημερινά κι είχαν γι' απώτερο στόχο την απελευθέρωση Λιβανέζων κρατουμένων από τις γαλλικές φυλακές. Μέχρι να φύγουν, δυο βδομάδες αργότερα, η πόλη είχε ανακτήσει τους κανονικούς ρυθμούς της. Στο μεσοδιάστημα, όμως, το εκδοτικό σχέδιο της Δεβετζή είχε ναυαγήσει οριστικά.
«Εντελώς απροσδόκητα, η τελευταία, μου απαγόρευσε τη χρήση μαγνητοφώνου», λέει ο Βασιλικός, «κι ήταν αδύνατον να παρακολουθήσω δαχτυλογραφώντας τον χειμαρρώδη λόγο της. Κάτω από τα άγρυπνα μάτια μιας ανιψιάς της, διάβασα έναν απίστευτο όγκο επιστολών προς την Κάλλας από θαυμαστές, ιμπρεσάριους, σκηνοθέτες, εφοπλιστές και συγγενείς, αλλά δεν μου επιτράπηκε να φωτοτυπήσω ούτε μία.
Η απόπειρα να κάνω ένα σκαρίφημα του βιβλίου στα αγγλικά, για λογαριασμό ενός αμερικανικού εκδοτικού οίκου, ήταν κι αυτή μια παταγώδης αποτυχία. Τα μάζεψα λοιπόν και γύρισα άπρακτος στη Ρώμη, αλλά έχοντας τόσες πολλές πληροφορίες φρέσκιες στο μυαλό μου, αποφάσισα να ξεδιπλώσω το χρονικό της μαρτυρίας που δεν γράφτηκε...».
Η «Ντίβα», βέβαια, πέρα από το υπαρξιακό γάντζωμα της Δεβετζή στο φάντασμα της φίλης της και τη σπασμωδική συμπεριφορά της, ξεδιπλώνει κι άλλα: Τον πανικό της Μαρίας Κάλλας στα στερνά της, τότε που απειλούνταν για φορολογικούς λόγους μ' έξωση από το σπίτι της στο Παρίσι κι έβγαζε στα κλεφτά τα κοσμήματά της στην Ελβετία. Τη μοναξιά που την έζωνε μετά τον θάνατο του Βισκόντι, του Παζολίνι αλλά και του Ωνάση, «ο οποίος, ως Σμυρνιός μάγκας, μολονότι παντρεμένος με την Κένεντι, της έκανε κάθε τόσο σερενάτες», όπως λέει ο Βασιλικός. Τον αυτοεξευτελισμό της από τη συμμετοχή της σε ιψενικό τρίγωνο με τον τενόρο Ντι Στέφανο και τη γυναίκα του, τον τρόμο της μήπως και διασταυρωθεί ζωντανά με μέλη της οικογένειάς της που μια ζωή τής γύρευαν χρήματα, τη «βάναυση» μοιρασιά της περιουσίας της ανάμεσα στον πρώην άντρα της, τον Μενεγκίνι, και την αδελφή της, τη θλιβερή ατμόσφαιρα του πρώτου πλειστηριασμού με προσωπικά της αντικείμενα, το '78.
Κι όλα αυτά, σε μια νευρώδη, στακάτη αφήγηση που πηγαινοέρχεται διαρκώς στον χρόνο και μπλέκει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα αξιοποιώντας την τεχνική του μοντάζ.