ΣΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΔΥΟ ΣΗΜΕΙΑ στην Εκμηδένιση (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας) ο Μισέλ Ουελμπέκ κάνει σαφή αναφορά στην Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ, αποκαλύπτοντας, έστω έμμεσα, το δικό του σχέδιο, που δεν είναι άλλο από το να καταθέσει μια ανάλογη αναπαράσταση της σύγχρονης κοινωνίας με όπλο τη λογοτεχνία. Με τη δέουσα μπαλζακική παρατηρητικότητα ο Ουελμπέκ εξερευνά σχολαστικά τις λειτουργίες του κόσμου, στήνοντας αντίστοιχα αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες με απώτερο σκοπό να διαμορφώσει μια τοιχογραφία της εποχής που μπορεί να μείνει ως παρακαταθήκη στο πέρας των χρόνων.
Βαδίζοντας με ακρίβεια στα χνάρια του Μπαλζάκ, με την εκτενή και άκρως σχολαστική ως προς τις εξονυχιστικές λεπτομέρειες Εκμηδένισή του φτιάχνει μια κυκλική αφήγηση του είναι-προς θάνατο, με τους ήρωές του να βιώνουν διαφορετικά ο καθένας την αντιπαράθεση με το αναπόφευκτο γεγονός του τέλους.
Η βαθιά ενάργεια των χαρακτήρων, η φιλοσοφική μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης, η αντίληψη του συγγραφέα για την ενέργεια και τη βούληση στον σύγχρονο κόσμο, ακόμα και ο τρόπος που λειτουργεί ο κεντρικός του ήρωας Πολ Ρεζόν (το όνομά του συνιστά άλλο ένα φιλοσοφικό κλείσιμο του ματιού) παραπέμπουν άμεσα στο εξαίσιο, με άπειρα στοιχεία science fiction Δέρμα της λύπης του Μπαλζάκ, με σκοπό να συστήσουν ένα φιλοσοφικό αφήγημα απολαυστικής εξιστόρησης με απεύθυνση στο ευρύ κοινό.
Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που ο Ουελμπέκ στοχάζεται τόσο εσωτερικά, φτιάχνοντας ένα μυθιστόρημα που μπορεί να μην έχει την ένταση και τις εξάρσεις των προηγούμενων βιβλίων του, όπως η Σεροτονίνη, αλλά διαθέτει μια βραδείας και εσωτερικής καύσης δύναμη που σε τελική ανάλυση είναι η ίδια η ζωή.
Γνωρίζοντας, μάλιστα, πως οι αναγνώστες θα προβληματιστούν με την απουσία των γνωστών ουελμπεκικών εξάρσεων, ο συγγραφέας βάζει σκόπιμα τον ήρωά του προς το τέλος του βιβλίου να αντιπαραθέτει τον δικό του, σχετικά ανιαρό βίο σε αυτόν του Μεγάλου Ναπολέοντα και να καταλήγει στο συμπέρασμα πως η πλάστιγγα γέρνει σαφώς προς το μέρος του, επειδή κέρδισε το ένα και μοναδικό στοίχημα της αγάπης. Τα έξαλλα βιώματα και οι μεγάλες νίκες της εξουσίας ελάχιστη σημασία φαίνεται να έχουν, άλλωστε, για τον συγγραφέα, αρκεί να υπάρχει καλό αλκοόλ, που ρέει άφθονο στις σελίδες, και πολλή, πραγματική και ουσιαστική αγάπη.
Ο Ουελμπέκ μηδενίζει το κοντέρ για να δείξει τις πραγματικές αξίες, πέρα από τα νούμερα, που εμφανίζουν οι καλοί δείκτες μιας ψευδούς οικονομικής ευμάρειας: τα έργα τέχνης που παρατηρούν οι ήρωές του, μπαινοβγαίνοντας όχι σε κανένα μοντέρνο μουσείο αλλά στις εκκλησίες και την αγάπη.
Και αυτή είναι τελικά το πρώτο κινούν ακίνητο της δικής του κοσμοθεωρίας. Αν η αγάπη ήταν η απάντηση στη διάλυση των πάντων στη Σεροτονίνη, εδώ είναι η κινητήριος δύναμη του κόσμου: είναι αυτή που κάνει τον ήρωα να αντιμετωπίζει με γενναιότητα τον θάνατο, που οδηγεί τον ίδιο και τα αδέλφια του στο να απαγάγουν με τη βοήθεια μιας εξτρεμιστικής ομάδας τον ανάπηρο από εγκεφαλικό πατέρα τους από το κέντρο αποκατάστασης για να μπορέσουν, μέσω της αγάπης, να τον κρατήσουν τη ζωή, που φέρνει ξανά μαζί τους ανθρώπους, ακόμα και όταν όλα γύρω τους διαλύονται.
Σε ένα βιβλίο όπου τα όνειρα που βλέπει διαρκώς ο πρωταγωνιστής και η ποίηση στην οποία ανατρέχει με σιγουριά μοιάζουν να είναι η απάντηση στο ανεξήγητο του βίου, δεν μπορούσε παρά η τεράστια αυτή δύναμη του θυμικού να κάνει τον ίδιο τον Ουελμπέκ να μοιάζει, και να το διατρανώνει, αν και μισάνθρωπος, πιο ρομαντικός από ποτέ.
Όλα ξεκινούν με την προφητική, όπως θα αποδειχτεί εκ των υστέρων, διαπίστωση ότι «κάποιες Δευτέρες στα τέλη Νοεμβρίου ή στις αρχές Δεκεμβρίου, ιδίως όταν είσαι εργένης, έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι στον προθάλαμο του θανάτου. Οι καλοκαιρινές διακοπές έχουν ξεχαστεί προ πολλού, ο νέος χρόνος είναι ακόμα μακριά: η εγγύτητα του τίποτα είναι ασυνήθιστη».
Κάπως έτσι βιώνει ο κεντρικός ήρωας την κατάσταση της σταδιακής διάλυσης του γάμου του με την Πριτάνς, με την οποία συζεί, χωρίς ωστόσο να έχουν σχέσεις, κάτι που, ωστόσο, θα αλλάξει στην πορεία.
Για την ώρα, πάντως, η δουλειά του στο πλάι του φιλόδοξου και ικανού υπουργού Εθνικής Οικονομίας Μπρινό, του οποίου τα χαρακτηριστικά παραπέμπουν άμεσα στον σημερινό υπουργό του Μακρόν, Μπρινό Λε Μερ, δεν φαίνεται να του φέρνει τη δέουσα χαρά, παρότι τρέφει αμέριστη συμπάθεια προς το πρόσωπό του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ο πατέρας του, παλιό στέλεχος των μυστικών υπηρεσιών, παθαίνει εγκεφαλικό που τον αφήνει σχεδόν φυτό.
Για μέρες η κατάσταση δεν δείχνει καμία βελτίωση, ωστόσο αυτό το επεισόδιο δίνει την αφορμή στην οικογένεια, δηλαδή την αδελφή του Σεσίλ, τον άνδρα της Εβρέ και στη συνέχεια τον αδελφό τους Ορελιάν να συνυπάρξουν στην πανέμορφη και φιλόξενη περιοχή Σεν Ζοζέφ-αν-Μποζολέ, απ’ όπου κατάγεται ο ήρωας.
Στο ωραίο πατρικό με τα τρία σπίτια και τον αχυρώνα θα ξεδιπλωθεί όλο το χρονικό της αναδρομής στην πρότερη ιστορία του Πολ, στην παιδική και εφηβική του ηλικία, ενώ στη συνέχεια θα εξελιχθούν σκηνές ζωής, θανάτου ‒ακόμα και μιας αυτοκτονίας‒, πάθους και έρωτα που θα σηματοδοτήσουν και θα καθορίσουν τα γεγονότα της ιστορίας.
Σε ακραία αντίθεση με αυτό το σκηνικό της επιστροφής στο παρελθόν θα προβάλουν οι σκηνές που μοιάζουν να έρχονται από το μέλλον, με τις ηλεκτρονικές τρομοκρατικές επιθέσεις: ενός κινεζικού πλοίου στα ανοιχτά της Λα Κορούνια, μιας δανέζικης τράπεζας σπέρματος(!) στο Άαρχους και πολύ αργότερα ενός σκάφους με μετανάστες μεταξύ Ίμπιζα και Φορμεντέρα. Όλα αυτά μάλιστα συμβαίνουν δύο χρόνια πριν από τις γαλλικές εκλογές του 2027, με εξαίρεση το τελευταίο χτύπημα, που θα πραγματοποιηθεί μια ωραία μέρα του Ιουνίου, στα πεντηκοστά γενέθλια του ήρωα, και θα συνοδευτεί από ένα γεγονός που θα σφραγίσει ανεπανόρθωτα την προσωπική και επαγγελματική του πορεία.
Η επιστροφή του πρωταγωνιστή Πολ στο πατρικό του στο Μποζολέ δίνει μια καλή αφορμή στον Ουελμπέκ να αντιπαραθέσει τον πραγματικό κόσμο των αμπελώνων, των ωραίων δειλινών και των εξορμήσεων στη φύση στον ψευδεπίγραφο, φρενήρη βίο των πόλεων, με όλο τον κίνδυνο της αναχρονιστικής αναγωγής αλλά και τη μεγαλόθυμη αλήθεια που κρύβει αυτή η επιστροφή στις ρίζες.
Με τις αναφορές στα υψηλά επιτεύγματα των ανθρώπων που ξέρουν να αξιοποιούν το χειρωνακτικό τους ταλέντα, στους καλλιτέχνες του Μεσαίωνα, στους οποίους ομνύει ο ευαίσθητος αδελφός του Πολ, Ορελιάν, στους αμπελουργούς και στους αγρότες, ο συγγραφέας μοιάζει να βρίσκεται στους αντίποδες του παριζιάνικου πνεύματος που αποκαλύπτει τα ψευδεπίγραφα αποκυήματα του εκσυγχρονισμού, των διαφόρων ευζωιστών, οπαδών της καλής ζωής και της οικολογίας, spin doctors και κάθε λογής επικοινωνιολόγων, των βολεμένων στελεχών του μιντιακού κατεστημένου, τους οποίους φαίνεται ότι απεχθάνεται τα μάλα.
Στα μάτια του οι προασπιστές της πολιτικής ορθότητας, από τους οικολόγους μέχρι τους οπαδούς διαφόρων νεοχίπικων εκδοχών, όπως οι οπαδοί της γουίκα(!), στους οποίους ανήκει η γυναίκα του, ή τους ακλόνητους προασπιστές της καθαρότητας, της Γκρέτα Τούνμπερκ και του Αλέν Μπαντιού (δεν είναι τυχαίο ότι αυτούς τους δυο βάζει στην ίδια πρόταση), είναι πιο επικίνδυνοι από τους συντηρητικούς χριστιανούς, οι οποίοι τουλάχιστον, κατά τον Ουελμπέκ, προβληματίζονται με αφορμή τα μεγάλα, ουσιαστικά ερωτήματα του θανάτου και της ζωής.
Το Παρίσι είναι ο τόπος των νεκρών και των επιθέσεων ‒δεν θα μπορούσε άλλωστε ο Ουελμπέκ να μην κάνει αναφορά στο τρομοκρατικό χτύπημα στο «Charlie Hebdo», όπου σκοτώθηκε ο αγαπημένος του φίλος‒, των αδιεξόδων και των ναυαγίων, έστω και μασκαρεμένων από την ειρωνεία και την κοινωνική ευπρέπεια, έναντι της καθολικότητας και των συστημάτων των αξιών που εκφράζει η μικρή κωμόπολη του Μποζολέ.
Ο Ουελμπέκ είναι ο κατεξοχήν σύγχρονος στοχαστής με τις αναφορές στο βαθύ παρελθόν, στην καρδιά της ρομαντικής σκέψης και των απόλυτων αξιών. Το Παρίσι, αντίθετα, είναι η πόλη της «εκμηδένισης» και της αποθέωσης του εφήμερου, όπου οι μηχανισμοί των αναγκών καταπίνουν στη συντριπτική τους δίνη τις πραγματικές αξίες.
Οπότε, τι μένει; Αντιπαρερχόμενος τον κυνισμό κάποιων πολιτικών, όπως από τη μια το ανδρείκελο Μπενζαμέν Σαρφατί, που εκλέγεται Πρόεδρος της Γαλλίας χωρίς να εκφράζει καμία σαφή πολιτική θέση, και από την άλλη διάφοροι φανατισμένοι αναρχοπριμιτιβιστές, που προέρχονται από τις αρχές του Θίοντορ Καζίνσκι, αλλά και την ψευδή θεώρηση της προόδου που «μόνο οι Γάλλοι τρομοκράτες θα μπορούσαν να έχουν», ο Ουελμπέκ μηδενίζει το κοντέρ για να δείξει τις πραγματικές αξίες, πέρα από τα νούμερα, που εμφανίζουν οι καλοί δείκτες μιας ψευδούς οικονομικής ευμάρειας: τα έργα τέχνης που παρατηρούν οι ήρωές του, μπαινοβγαίνοντας όχι σε κανένα μοντέρνο μουσείο αλλά στις εκκλησίες και την αγάπη.
Με κεντρικές αναφορές στον αγαπημένο του Πασκάλ ο κατά τα άλλα αγνωστικιστής Ουελμπέκ απευθύνει στους αναγνώστες του ένα νέο memento mori, θυμίζοντας τους ότι πρέπει να μάθουν να πενθούν, φροντίζοντας παράλληλα τους συντρόφους τους και δείχνοντας στοργή στους ηλικιωμένους. Κάτω από τη στέγη όλων αυτών βάζει μονάχα την αγάπη που δίνει νόημα στη ζωή, αντιστρέφοντας την ύλη. Και λίγο προτού αποχαιρετήσει, μαζί με τον ήρωά του, τους αναγνώστες, παραπέμπει στην απόλυτη ρήση του Πασκάλ: «Στο τέλος σού ρίχνουν χώμα στο κεφάλι και αυτό ήταν, για πάντα». Γιατί η ζωή τα εμπεριέχει όλα, χαρές και λύπες, αδιέξοδα και αμφιβολίες, αλλά, και κυρίως, την ίδια. Και αυτό ο Ουελμπέκ το ξέρει καλύτερα απ’ όλους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.