Πόσο ελκυστική μπορεί να είναι η ιστορία ενός αντιπαθέστατου ατόμου; Πώς να νιώσεις το δράμα ενός αντιδραστικού, απολυταρχικού, ιδεοληπτικού γέρου, τόσο θολωμένου από ερωτικό πόθο, που φτάνει ν' αναζητήσει λύτρωση στο έγκλημα;
Μ' αυτό το στοίχημα αναμετρήθηκε ο Γαλλοεβραίος κομίστας και πεζογράφος Ρομέν Σλοκόμπ στο επιστολικό μυθιστόρημά του «Κύριε Διοικητά» – και το κέρδισε.
Ικανό να σε κρατά αγκιστρωμένο ως το τέλος, μολονότι στη διαδρομή σού προκαλεί από δυσφορία μέχρι αγανάκτηση, το «Κύριε Διοικητά» (μετ. Έφη Κορομηλά, Πόλις, 2014) εκτυλίσσεται στη διάρκεια των πιο μελανών χρόνων της πρόσφατης ιστορίας της Γαλλίας, στα χρόνια της συνθηκολόγησης με τους ναζί και του δωσιλογισμού.
Και δίνει φωνή σ' έναν παρασημοφορεμένο ήρωα του Α' Παγκοσμίου πολέμου που έφυγε μονόχειρας απ' το μέτωπο, τον Πωλ-Ζαν Υσσόν, έναν μεγαλοαστό συγγραφέα, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και της επιτροπής των βραβείων Γκονκούρ, ακροδεξιό, φανατικό αντισημίτη, μέγα θαυμαστή του Χίτλερ και πιστού οπαδού του επικεφαλής της κυβέρνησης του Βισί, στρατηγού Πετέν...
Νευρώδες, αφόρητα σκληρό κατά τόπους, βασισμένο σ' εκτενή βιβλιογραφία και με μια πλειάδα πραγματικών προσώπων και γεγονότων να διασταυρώνονται με φανταστικά, το «Κύριε Διοικητά» δεν υπογράφεται από κάποιον διάσημο αστέρα των παρισινών φιλολογικών σαλονιών.
Όλο σχεδόν το μυθιστόρημα αποτελείται από μια μακροσκελή αναφορά του Υσσόν προς τον Γερμανό διοικητή των δυνάμεων κατοχής στο Παρίσι εν έτει 1942, κι από τις πρώτες φράσεις που βάζει ο Σλοκόμπ στο στόμα του ήρωά του, προειδοποιώντας μας έτσι για τη συνέχεια, είναι οι εξής: «Κύριε Διοικητά (...), ουδέποτε συμμερίστηκα τη ρομαντική γελοιότητα που θέλει τους συγγραφείς αγίους ή ήρωες, και τον κόσμο να τους κοιτάζει σταυρώνοντας τα χέρια – κάθε άλλο μάλιστα: φρονώ ότι η καλλιέργεια ικανοτήτων τόσο ανατρεπτικών όσο η φαντασία και η ευαισθησία κάθε άλλο παρά άμοιρη κινδύνων είναι για την ηθική. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο λίγοι είναι οι συγγραφείς που διάγουν υποδειγματικό βίο».
Ορκισμένος εχθρός του μπολσεβικισμού, της αναρχίας κι όλων των Εβραίων που έσπευσαν να κατακλύσουν τη Γαλλία «με τη συνενοχή του Λεόν Μπλούμ» –αυτού του ύπουλου, μοχθηρού, καπάτσου, μπάσταδρου Οβριού με την αξιοθρήνητη φάτσα, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος τον ηγέτη του Λαϊκού Μετώπου– ο Υσσόν είναι από κείνους τους διανοούμενους που θεωρούν ότι η πατρίδα του έχει καταντήσει καταφύγιο απροσάρμοστων, άπληστων και σακάτηδων, έτοιμων να ρίξουν τους υπόλοιπους στα βάθη της αβύσσου.
Σ' αυτήν τη Γαλλία-«χαβούζα» των μέσων της δεκαετίας του ΄30 θα υποδεχτεί ο ίδιος τη μέλλουσα σύζυγο του γιου του, την Ίλσε, μια γοητευτική αιθέρια ύπαρξη «με γαλάζια, γελαστά και ονειροπόλα μάτια», μια πολλά υποσχόμενη Γερμανίδα ηθοποιό του κινηματογράφου, πρόθυμη να εγκαταλείψει μια για πάντα την καριέρα της. Γιατί άραγε;
Όπως θ' ανακαλύψει ο Υσσόν στην πορεία επιστρατεύοντας ιδιωτικό ντετέκτιβ για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του, η Ίλσε κρύβεται. Η αγαπημένη του γιου του και μητέρα της εγγονής του πλέον, η γυναίκα που ο ίδιος ερωτεύτηκε με πάθος από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε, φέρει αίμα εβραϊκό. Μήπως, αναρωτιέται, εκεί οφείλονται οι απανωτές δυστυχίες που έπληξαν την οικογένειά του;
Μέχρι να κατακτηθεί το Παρίσι και να μοιραστεί η Γαλλία στα δυο, ο Υσσόν έχει χάσει τη σύζυγό του από αρρώστια και την μοναχοκόρη του από πνιγμό, έχει αποκηρύξει τον γιο του επειδή πέρασε στους κόλπους της αντίστασης κι έχει μείνει μόνος του να προστατεύει δυο πλάσματα, τα οποία αποδεικνύονται «φορείς του κακού». Ο δρόμος προς την παράνοια είναι ανοιχτός...
Ο Ρομέν Σλοκόμπ δεν μας κρατά για πολύ σε αγωνία. Επιστολή κατάδοσης είναι το κείμενο που απευθύνει στον Γερμανό αξιωματούχο ο ήρωάς του, οδηγώντας την Ίσλε στο Άουσβιτς μια ώρα νωρίτερα.
Όσο, όμως, παρακολουθούμε τον τελευταίο να παραδέρνει ανάμεσα στις φιλοναζιστικές ιδέες του και τον απαγορευμένο έρωτά του, να εκμεταλλεύεται την ανασφάλεια της Ίλσε προς ιδίον όφελος, να συγχρωτίζεται με τους συνεργάτες των κατακτητών, να εκβιάζει, να εκβιάζεται και να βουλιάζει μέσα στη σύγχυση και τον εσωτερικό διχασμό, βλέπουμε να ζωντανεύει μπροστά μας το νοσηρό πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής όπως το εξέφρασε στη Γαλλία ένας εσμός αριστοκρατών, στρατιωτικών και ευυπόληπτων κατά τα άλλα πνευματικών ανδρών παραδομένων στον εθνικισμό και τον φασισμό. Κάτι που οι Γάλλοι λογοτέχνες έχουν αποφύγει ως τώρα να προσεγγίσουν διεξοδικά.
Νευρώδες, αφόρητα σκληρό κατά τόπους, βασισμένο σ' εκτενή βιβλιογραφία και με μια πλειάδα πραγματικών προσώπων και γεγονότων να διασταυρώνονται με φανταστικά, το «Κύριε Διοικητά» δεν υπογράφεται από κάποιον διάσημο αστέρα των παρισινών φιλολογικών σαλονιών. Γεννημένος το 1953, ο Ρομέν Σλοκόμπ προέρχεται από τον χώρο των εικαστικών, κι αν εμπιστευτούμε τη wikipedia, σταθερή πηγή έμπνευσής του αποτελεί η σύγχρονη γιαπωνέζικη κουλτούρα, όπως εκφράζεται στα κόμικς και στις πρακτικές του σαδομαζοχισμού!
Μέχρι να στραφεί προς τη συγγραφή βιβλίων για νέους καθώς και κατασκοπευτικών και αστυνομικών μυθιστορημάτων, ο Σλοκόμπ σταδιοδρόμησε ως σχεδιαστής και εικονογράφος κόμικς, φωτογράφος και κινηματογραφιστής, έχοντας να επιδείξει εκθέσεις από το Παρίσι και το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη κι από την Στοκχόλμη ή την Μπολόνια ως το Τόκιο.
Όσο για το «Κύριε Διοικητά», το έγραψε κατά παραγγελία, αποδεχόμενος το 2011 την πρόκληση εκδοτικού οίκου να επινοήσει «την επιστολή που δεν έστειλε ποτέ»...