Αυτό είναι το όνομα του καινούργιου άλμπουμ της μεγαλύτερης σταρ της όπερας της εποχής μας, της Άννα Νετρέμπκο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Deutsche Grammophon. Έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια αναμoνής από την κυκλοφορία του τελευταίου άλμπουμ της, η Νετρέμπκο επιστρέφει με το τελευταίο της ενδεχομένως, που αποτελείται από ένα δυναμικό και παράλληλα τολμηρό ρεπερτόριο, το οποίο απαρτίζεται από επίσης τολμηρούς συνδυασμούς.
Ως προς το όνομα, νομίζει κανείς ότι είναι τίτλος άλμπουμ κάποιου ξεχασμένου ιταλικού συγκροτήματος, ωστόσο η μουσική αποκλίνει αρκετά. Όπως έχει αναφέρει και η ίδια η τραγουδίστρια σε μια δημοσίευσή της στο Ιnstagram, το όνομα το σκέφτηκε μια φίλη της και της άρεσαν η μοναδικότητα και η διαφορετικότητα του συγκεκριμένου τίτλου σε σχέση με αυτούς των προηγούμενων άλμπουμ της.
Η τραγουδίστρια νόσησε από κορωνοϊό και νοσηλεύτηκε στην εντατική πέρσι τον Σεπτέμβριο. Ενδεχομένως να είναι λίγο αντιφατικό, αλλά μετά την ανάρρωσή της η φωνή της απέκτησε ωριμότητα και μεγαλείο, γεγονός που αντανακλάται δυναμικά στις χαμηλότερες νότες, που απέκτησαν ένα βάθος το οποίο θυμίζει αυτό της Μονσερά Καμπαγιέ
H μεγαλύτερη, όμως, καινοτομία εμφανίζεται στο εξώφυλλο. Αυτή η υπερμοντέρνα και «alternative» εμφάνιση της ντίβας δείχνει τόσο τον καλλιτεχνικό όσο και τον δυναμικό της χαρακτήρα. Φαντάζει σαν ψέμα το γεγονός ότι κυκλοφόρησε τέτοιο εξώφυλλο από την Deutsche Grammophon, μια εταιρεία ανέκαθεν συντηρητική με τα εξώφυλλά της. Συγκρίνοντάς το με το ασπρόμαυρο και ενδεχομένως μουντό εξώφυλλο του άλμπουμ της μέτζο σοπράνο Elina Garanca («Schumman and Brahms Lieder»), είναι εμφανής η καινοτομία αλλά και η επιμονή της Νετρέμπκο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε να καταφέρει να πείσει την Deutsche Grammophon να κάνει το συγκεκριμένο εξώφυλλο που εμπνέεται από τα περίτεχνα σχέδια του body painting, παρ’ όλο που το περιεχόμενο δεν έχει άμεση σχέση με αυτό.
Θα αναρωτιόταν κανείς πώς μπορεί μια σταρ που σταδιακά οδεύει προς το τέλος της καριέρας της να καινοτομήσει, δεδομένου ότι δεν έχει τις φωνητικές δυνατότητες που είχε στα νιάτα της. Η εύλογη αυτή ερώτηση απαντάται εύκολα, εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η τραγουδίστρια νόσησε από κορωνοϊό και νοσηλεύτηκε στην εντατική πέρσι τον Σεπτέμβριο. Ενδεχομένως να είναι λίγο αντιφατικό, αλλά μετά την ανάρρωσή της η φωνή της απέκτησε ωριμότητα και μεγαλείο, γεγονός που αντανακλάται δυναμικά στις χαμηλότερες νότες, που απέκτησαν ένα βάθος το οποίο θυμίζει αυτό της Μονσερά Καμπαγιέ, όσο και στις γλυκύτερες ψηλές νότες. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να της δοθεί η δυνατότητα να επανερμηνεύσει κάποια σημαντικά κομμάτια του ιταλικού ρεπερτορίου αλλά και να το διευρύνει με επιλογές από το γερμανικό, το αγγλικό και, όπως το συνηθίζει, από το ρωσικό. Υπ’ αυτή την έννοια το άλμπουμ χωρίζεται σε τέσσερα μέρη.
Το ιταλικό και το γερμανικό ρεπερτόριο, ωστόσο, είναι αυτά που ξεχωρίζουν ιδιαίτερα. Θα ήθελα να αναφερθώ στην καταπληκτική ερμηνεία του «Tu che le vaina» από την όπερα «Don Carlos» του Giuseppe Verdi, την oποία είχε συμπεριλάβει και σε παλαιότερο άλμπουμ («Verdi», 2013), και πρόκειται για μια προσευχή της πρωταγωνίστριας πάνω από τον τάφο του βασιλιά της Ισπανίας. Η Νετρέμπκο, με απίστευτη σταθερότητα και συναισθηματισμό, αποτυπώνει τον πόνο της ηρωίδας που υποχρεωτικά συναίνεσε σε έναν γάμο πολιτικών συμφερόντων, κυρίως προς το τέλος της άριας, οπότε ξεστομίζει τις χαρακτηριστικές φράσεις: «Se ancor si piange, si piange in cielo, piangi sul mio dolore, il pianto mio reca appie del Signor» («εάν ακόμα θρηνείς, θρηνείς στον ουρανό, θρηνείς για τον πόνο μου, ας φτάσουν τα δάκρυά σου στα πόδια του Θεού»). Σε αυτές είναι αισθητή η βελτίωση συγκριτικά με την προηγούμενη ερμηνεία της, ιδίως στις τέσσερις τελευταίες νότες. Επιπλέον, αξιοσημείωτη είναι η ερμηνεία της πρώτης άριας της «Αΐντα» («Ritorna vincitor… numi pieta»), ρόλο που έχει αναλάβει ήδη δύο φορές στο παρελθόν, στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης και στην Κρατική Όπερα της Βιέννης. Σε αυτήν τη συναισθηματική άρια όπου η πρωταγωνίστρια προσπαθεί να περιγράψει τη σύγχυση που επικρατεί στον νου της, η Νετρέμπκο εξαπολύει όλο της το συναίσθημα. Ιδίως στην ήρεμη μελωδική γραμμή του «numi pieta» βρίσκει καθείς τη μορφή προσευχής που παίρνει τελικά αυτή η άρια. Άλλες ιταλικές άριες είναι το «Un bel di vedremo» από τη «Madama Butterfly» του Giacomo Puccini, που παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες με την ερμηνεία της ίδια άριας στο προηγούμενο άλμπουμ της («Verismo», 2016), καθώς και η «Poveri fiori» από την «Andriana Lecouvreur» του Francesco Cilea.
Η καινοτομία ωστόσο απαντά κατά κύριο λόγο στο γερμανικό κομμάτι του άλμπουμ, που η Νετρέμπκο κατάφερε να εντάξει στο άλμπουμ έπειτα από πολλές προσπάθειες και αρκετές αναβολές. Η ίδια, ήδη από την αρχή της καριέρα της, ειδικεύτηκε στο ιταλικό bel canto και στο ρωσικό ρεπερτόριο και έγινε διάσημη γι' αυτά. Σήμερα, ωστόσο, με αυτό το άλμπουμ φαίνεται να έχει ανοίξει ένα νέο μονοπάτι στον κόσμο της όπερας, αυτό της γερμανικής όπερας και συγκεκριμένα του Wagner.
Anna Netrebko - Wagner: «Tristan und Isolde: Mild und Leise» (Liebestod)
Ο Wagner, γράφοντας «τρομακτικές» όπερες των τεσσάρων ή πέντε ωρών, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας από τους πιο δύσκολους συνθέτες όπερας κυρίως για τις σοπράνο, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να καλύψουν χωρίς μικρόφωνο, με τη φωνή τους, τον ήχο της ορχήστρας, που εν προκειμένω αποτελείται από τουλάχιστον τριάντα χάλκινα πνευστά, των οποίων ο ήχος είναι ικανός να επιβληθεί σε ολόκληρη αίθουσα. Συνεπώς, η στροφή από τη Λεονόρα του μπελ κάντο στην Ιζόλδη του Wagner φαντάζει αδύνατη, κι όμως αληθινή. Παρ’ όλο που η Νετρέμπκο έχει ακόμα περιθώριο βελτίωσης στο ρεπερτόριο αυτό, η πρώτη εντύπωση, η «εναρκτήρια τελετή» σε έναν καινό μουσικό χώρο, είναι αρκετά ικανοποιητική και σε κάποια κομμάτια, π.χ. στον θρήνο της Ιζόλδης πάνω από το νεκρό σώμα του αγαπημένου της, άκρως απολαυστική. Ίσως το μόνο μειονέκτημα αυτής της στροφής είναι η ερμηνεία του «Es gibt ein reich» από την «Αριάδνη στη Νάξο» του Richard Strauss. Η φωνή της Νετρέμπκο φαίνεται πολύ «μεγάλη» και λίγο ασταθής στο κομμάτι αυτό, που απαιτεί μια σταθερότητα και ερμηνεύεται από ήδη προπονημένες στο γερμανικό ρεπερτόριο σοπράνο.
Όμως οι καινοτομίες δεν σταματούν εκεί. Αντιθέτως, επεκτείνονται και στο μπαρόκ, την τελείως αντίθετη όψη του Wagner. Οι μπαρόκ όπερες, αφού προορίζονταν για τα μικρά θέατρα της Ευρώπης του 1600, απαιτούν από τον τραγουδιστή το εντελώς αντίθετο από αυτό που χρειάζεται ο Wagner, να «μικρύνει» τη φωνή, δίνοντας τη δυνατότητα στη μικρότερη σε μέγεθος ορχήστρα, εκτός από το να συνοδεύσει, και να «τραγουδήσει» μαζί με τον/τη σολίστ. Εν προκειμένω, η Νετρέμπκο επέλεξε την άρια του Purcell «Thy hand Belinda… When I am laid in the earth» από την όπερά του «Dido and Aeneas» ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της μετα-αναγεννησιακής μουσικής. Σε αυτή την άρια, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρόγονο της άριας της Ιζόλδης, στο ίδιο άλμπουμ η Νετρέμπκο δίνει μια διαφορετική και μοναδική στα χρονικά χροιά στις φράσεις συγκριτικά με άλλες σπουδαίες ερμηνείες, όπως αυτές της Jessey Norman ή της Leintyne Price, αποδίδοντας ορθά την ψευδαίσθηση της οικειότητας που έχει με το ρεπερτόριο αυτού του είδους, ενώ στην πραγματικότητα έχει ασχοληθεί με αυτό μόνο μία φορά και πριν από σχεδόν έντεκα χρόνια, ερμηνεύοντας το «Stabat Mater» του Giovanni Battista Pergolesi με τη συνοδεία της Maria Pizzolato το 2011.
Anna Netrebko – Purcell: «Dido and Aeneas», Z. 626: «When I am laid in earth»
Σε γενικές γραμμές, πιστεύω πως η προσπάθεια της Νετρέμπκο στο άλμπουμ αυτό είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη. Ενδεχομένως ορισμένα κομμάτια να μην ταιριάζουν ακόμα πλήρως στη φωνή της, που ήταν ανέκαθεν γνωστή για το μεγάλο της εύρος και το χαρακτηριστικό της ηχόχρωμα, ωστόσο δεν είναι απόλυτα σωστό να τα απορρίψουμε, κάνοντας συγκρίσεις με άλλους ερμηνευτές. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναλογιστούμε τι σημαίνει αυτό το άλμπουμ για τη μουσική εξέλιξη της τραγουδίστριας. Πιθανόν να έχει «πλήξει» τα τελευταία οκτώ χρόνια, αναλαμβάνοντας συνεχόμενα τον ρόλο της λαίδης Μάκβεθ, της Λεονόρας και της Τουραντότ. Ίσως ακόμα να ψάχνει κάτι καινούργιο να εντάξει στο ρεπερτόριό της, λαμβάνοντας υπόψη την απομάκρυνσή της από ρόλους του bel canto τους οποίους ανέλαβε επανειλημμένως στο απόγειο της δόξας της (2006-2008).
Το σίγουρο είναι, πάντως, πως η προσπάθειά της θα πρέπει να επικροτηθεί για τη συμβολή της τόσο στην οπερατική κοινότητα όσο και στη διάδοση της τέχνης αυτής που συχνά απορρίπτεται με ελιτίστικα επιχειρήματα, που δεν την αντιπροσωπεύουν. Το τελευταίο το καταφέρνει με το περίτεχνο και ριζοσπαστικό της εξώφυλλο, σε συνδυασμό με τα τέσσερα βιντεοκλίπ ορισμένων κομματιών του άλμπουμ που, εκτός της διαφημιστικής και καθαρά υλιστικής φύσης τους, εμμέσως προωθούν και αυτή την παρεξηγημένη τέχνη στο ευρύτερο κοινό.
Anna Netrebko - Verdi: «Ritorna vincitor... Numi pietà», από την «Aida»
Ο Φίλιππος Δρόλιας είναι ο δημιουργός του δημοφιλούς λογαριασμού @operafanatic στο Instagram.