ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΑΛΛΕΣ εντόπιες φιλολογικές αναφορές που έχουν να κάνουν με το χιόνι (δεν είναι και τόσo πολλές γνωστές, στην Ελλάδα ζούμε), εμφανίζεται σε κάθε τέτοια ακραία και εξωτική προς τα καθ' ημάς περίσταση και το ποίημα του Γεωργίου Σουρή, «Χιόνι Ήλιος».
Μόνο που στο πλαίσιο των τραγελαφικών (για όσους δεν τα βίωσαν από πρώτο χέρι, τραγικών απλώς για τους υπόλοιπους) προβλημάτων που προκάλεσε η προχθεσινή «λευκή λαίλαπα» σε αγαστή συνεργασία με την ανικανότητα των αρμόδιων αρχών και φορέων να την αντιμετωπίσουν στοιχειωδώς, το ποίημα αυτό του δημοφιλούς σατιρικού μοιάζει να αποκτά απόκοσμα διαχρονικές και επίκαιρες διαστάσεις, παρότι το νούμερο του τρέχοντος αιώνος έχει αλλάξει δύο φορές από τότε που γράφτηκε.
… Ας έχουν μαύρες συννεφιές στη Λόντρα, στο Παρίσι,
ας έχουν πάγους, κρύσταλλα, βοριά, χαλάζι, χιόνι·
μέσα στη λάσπη, ο Ρωμηός δεν ειμπορεί να ζήσει,
δεν θέλει το παπούτσι του ποτέ του να λασπώνει.
Ολίγος ήλιος κι ουρανός παντού ξαστερωμένος,
ιδού το μόνο όνειρο για το πτωχό μας γένος.
Και πιο κάτω:
… Μόνο με ήλιο δέχομαι να κάθομαι κοντά σας,
ν' ακούω τις παρλάτες σας και τα πολιτικά σας.
Μα δίχως ήλιο φύγετε και τίποτα δεν θέλω,
κανένας για πολιτικά κουβέντα μη μου κάνει,
κατά διαβόλου και βουλάς και Κυβερνήσεις στέλλω,
αφήσετέ με ήσυχο, κι ο τούρτουρας με φθάνει.
Χωρίς λιακάδα τίποτα στον κόσμο δεν μ' αρέσει,
κι ούτε η νέα μας βουλή με του Δερβίς το φέσι.
… Το χιόνι εκρυστάλωσε, ξερός βοριάς σφυρίζει,
κι εχάσαμε τη ζέστη μας και τον περίπατό μας,
το λάδι και το βούτυρο από το κρύο πήζει,
τουλάχιστον να έπηζε και λίγο το μυαλό μας!
Αν ειμπορούσε το μυαλό και του Ρωμηού να πήξει,
να το καλό, που ήθελε το χιόνι να μας δείξει.
Θα λέγαμε ότι με τον τρόπο του ο Σουρής, ήταν σε γενικές γραμμές οπαδός της περιβόητης στον καιρό μας «ατομικής ευθύνης» αλλά και αρκετά πραγματιστής ώστε να αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για αφηρημένη και σχετική έννοια και ότι το κράτος δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια παραμορφωτική αντανάκλαση της μεγαλοπρεπώς ράθυμης εσωστρέφειας του Ρωμιού.
Σε ένα άλλο ποίημά του, τα «Σημεία των καιρών», ξαναπιάνει το θέμα της ακραίας βαρυχειμωνιάς ως εφαλτήριο για μια σπαρταριστά ξέφρενη και σουρεαλιστική κλιμάκωση που μοιάζει να προδικάζει την αποκαλυπτική επέλαση της κλιματικής αλλαγής στο ήδη σαλεμένο οικοσύστημα, φυλάγοντας μια δηλητηριώδη δόση παραπολιτικής «τρολιάς» για το φινάλε…
Βαρύς χειμώνας πλάκωσε
ο κόσμος ξεπαγώνει!...
δεν βγαίνει ο ήλιος πουθενά,
ασπρίζουν δάση και βουνά,
απ' το πυκνό το χιόνι
Αντάρα δω, φουρτούνα κει,
και σύφουνας πιο πέρα,
παντού φωτιές, κατακλυσμοί,
αστροπελέκια και σεισμοί…
στριφογυρνά η σφαίρα
Η φύση ξελογιάστηκε,
της έστριψαν οι βίδες
μπήκαν στους τόπους τα θεριά
και βγήκαν έξω στη στεριά
οι γόπες κι οι μαρίδες.
Βάζουν φτερά κι υψώνονται
ως τ' άστρα οι γαϊδάροι,
παίρνουνε τ' άφωνα φωνή,
γεννούν αυγά οι πετεινοί
και κελαηδούν οι γλάροι.
Οι ποντικοί ξετρύπωσαν
και κυνηγούν τις γάτες
και με τη νίκη τους αυτή
μας ξεφυτρώνουν δυνατοί
και πούροι δημοκράτες.