Ανοίγοντας την πόρτα στον χώρο της γκαλερί The Breeder, η κατακερματισμένη εικόνα μιας χρυσής φιγούρας στον απέναντι τοίχο ελκύει την προσοχή του επισκέπτη. Στο ισόγειο, το χρυσό είναι το κυρίαρχο χρώμα, σε σιλουέτες, μορφές, μέλη που μοιάζουν με τάματα, καθρέφτες που αντανακλούν τον ίδιο τον χώρο και καθρεφτίζουν την κίνησή μας. Η δουλειά της χορογράφου και περφόρμερ Μαρίας Χασάπη, που εργάζεται με ζωντανές παραστάσεις, εγκαταστάσεις, γλυπτική, φωτογραφία και βίντεο από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, εδώ εναρμονίζεται στον χώρο, καθώς μπορεί να απουσιάζουν τα ζώντα σώματα των περφόρμερ αλλά είναι αλλιώς παρόντα.
Η Μαρία Χασάπη πρωτοπορεί για περισσότερες από δύο δεκαετίες στον χώρο της περφόρμανς, με δουλειές που φιλοξενούνται σε πολυάριθμα μεγάλα μουσεία και διοργανώσεις τέχνης. Η δουλειά της, αν και φαινομενικά προκαλεί με την ακινησία, δεν είναι ποτέ στατική, µας παραπέµπει στην αίσθηση που έχουµε για το σχήµα, την κίνηση και τον χρόνο, μέσα σε πεπερασμένα ή αόριστα όρια.
Τα γλυπτά, οι φωτογραφίες και οι πίνακες της Χασάπη βασίζονται στην επιθυμία για μονιμότητα. Το σώμα της χορεύτριας παρουσιάζεται κατακερματισμένο, παραμορφωμένο, ακόμη και θολό, ωστόσο η ακινησία της, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των παραστάσεών της ως προσπάθεια να καλέσει τον θεατή να σκεφτεί την παρούσα στιγμή, είναι πλέον δεδομένη.
«Κάθε τόπος έχει τις δικές του πληροφορίες –ιεραρχίες, αρχιτεκτονική και ροή επισκεπτών– και σε κάθε περίπτωση πρέπει να ανταποκριθώ ανάλογα, αποφασίζοντας αν θα συμπεριλάβω όλα τα μέρη ή έναν συνδυασμό τους, για παράδειγμα. Μέσα στα χρόνια έχω κάνει αρκετές εκθέσεις που είναι εικαστικές, απλώς αυτή δεν είναι η κυρία πρακτική μου» λέει η Μαρία Χασάπη. «Έχω κάνει το 2012 την πρώτη εικαστική μου έκθεση στη Γενεύη και από τότε κάθε δυο χρόνια κάνω κάτι, συνήθως μετά από πρόσκληση κάποιου άλλου ή γιατί θέλω κάτι να δοκιμάσω με τους περφόρμερς, που έχει σχέση μεν με την πρακτική μου αλλά πάει και την ιστορία της κάπου αλλού, στον χώρο της περφόρμανς».
Η «Golden», όπως ονομάζεται η έκθεση στη The Breeder, αποτελεί συνέχεια της έκθεσης της Χασάπη την άνοιξη του 2021 στο Secession της Βιέννης, όπου πραγματοποιήθηκε η ζωντανή της εγκατάσταση «ΕΔΩ». Όπως και στο παρελθόν, η καλλιτέχνις χρησιμοποιεί υλικό τεκμηρίωσης που προέρχεται από τις παραστάσεις της ως αφετηρία, και στη συνέχεια χρησιμοποιεί άλλα μέσα για να παρακάμψει τους περιορισμούς που εμφανίζονται μέσα στο σχήμα της ζωντάνιας και της πραγματικότητας.
«Παρουσιάζω γλυπτά, φωτογραφίες και πίνακες. Η δουλειά αυτή είναι μια εξέλιξη της δουλειάς που έκανα στη Βιέννη και ήταν όλη βασισμένη στο χρυσό, ήταν Live Installation αλλά είχα δημιουργήσει μια ζωγραφιά στο πάτωμα με το σώμα μιας χορεύτριας σε πλατφόρμες πάνω στις οποίες κινούνταν χορευτές, που ήταν μακριά η μια από την άλλη και δεν καταλάβαινες ότι πρόκειται για ένα σώμα. Από την αρχή όταν το έφτιαχνα αυτό είχα την επιθυμία να το φτιάξω σαν μια μικρογραφία του στον χώρο, έτσι προέκυψε αυτή η έκθεση», λέει η Μαρία Χασάπη, που σε αυτή την έκθεση ενδιαφέρεται για το παράδοξο μεταξύ του χρυσού, ενός μετάλλου που αντέχει στον χρόνο, και μιας χορεύτριας της οποίας η πράξη εξατμίζεται τη στιγμή που εκτελείται.
Τα γλυπτά, οι φωτογραφίες και οι πίνακες της Χασάπη βασίζονται στην επιθυμία για μονιμότητα. Το σώμα της χορεύτριας παρουσιάζεται κατακερματισμένο, παραμορφωμένο, ακόμη και θολό, ωστόσο η ακινησία της, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο των παραστάσεών της ως προσπάθεια να καλέσει τον θεατή να σκεφτεί την παρούσα στιγμή, είναι πλέον δεδομένη. Κοιτάζοντας τα αντικείμενα μπορεί κανείς να αισθανθεί την παρουσία της χορεύτριας που έχει αιχμαλωτιστεί στον χρόνο και στον χώρο. Τα έργα αυτά αμφισβητούν τελικά τις διακρίσεις μεταξύ μονιμότητας και εφήμερου, παρουσίας και απουσίας, ολότητας και μερικότητας.
Η καλλιτέχνις έχει χαράξει μια μοναδική πρακτική που επικεντρώνεται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της ακινησίας και των σωμάτων σε κίνηση, αναδεικνύοντας τη σχέση του ζωντανού σώματος με την ακίνητη εικόνα και το γλυπτικό αντικείμενο.
«Η ακινησία», λέει, «έχει πολλές έννοιες για μένα, αρχικά άρχισα να δουλεύω με την ακινησία ως επιθυμία να σταματήσω τον χρόνο και να δω τα πράγματα πίσω από αυτή. Ήταν μια επιθυμία να σταματήσει ο χρόνος για να έχουμε χρόνο να δούμε τα πράγματα λίγο περισσότερο. Όταν ξεκίνησα με αυτό, όλα έμοιαζαν να μην έχουν ζωή μέσα τους, ήταν εικόνες, μια άλλη εικόνα, όλα μοιάζουν με παύση ή με tableau vivant. Αναστοχάστηκα στο πώς αυτό θα αποκτήσει ζωή.
Βρήκα ενδιαφέρον ότι έδωσα προσοχή στο πώς από το ένα μέρος πηγαίνει στο άλλο αυτή η πράξη. Όσο δούλευα πιο πολύ με την ακινησία συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει, γιατί υπάρχει η αναπνοή. Και η αναπνοή είναι ο πρώτος και ο τελευταίος χορός. Και μέσα στην ακινησία βρήκα τη μαγεία του πράγματος, μια κίνηση που είναι μια φυσική αντίδραση και μια χημική αντίδραση, κάτι που απλώς συμβαίνει και το κοινό μπορεί να την παρατηρήσει, το τρέμουλο των μυών, τα δάκρυα στα μάτια, που δημιουργεί κάτι πιο ανθρώπινο».
Όταν η Μαρία Χασάπη άρχισε να δημιουργεί τα έργα της μέσα από πειραματισμούς με τη βραδύτητα και την ακινησία, ήθελε να κάνει μια προσπάθεια και να δημιουργήσει τέτοιες εικόνες για ζωντανές παραστάσεις που θα μπορούσαν να υποστηριχθούν αποκλειστικά από τη σωματική υπόσταση, αποφεύγοντας τη χρήση θεατρικών τρικ – αλλαγές στο φως, τα κοστούμια, τη μουσική. Την ενδιέφερε να δει αν η σωματικότητα, στον χρόνο και στον χώρο, θα μπορούσε από μόνη της να δημιουργήσει εικόνες.
Όποιος παρατηρήσει τα σώματα των περφόρμερ δεν μπορεί παρά να σημειώσει και τις μεταβάσεις τους, από την ανησυχητική αίσθηση της ακινησίας στην αδιόρατη κίνηση, τη μετατόπιση του βάρους τους, την αλλαγή της εικόνας. Πρόκειται για μια χορογραφία σχεδόν επίπονη, απαιτητική, σχεδιασμένη με κάθε λεπτομέρεια, χορογραφημένη από την πιο μικρή χειρονομία, την αδιόρατη σχεδόν αναπνοή μέχρι την παραμικρή αλλαγή του βλέμματος. Η ακρίβεια σε κάθε κίνηση επιβραδύνει το έργο, δημιουργεί μια ησυχία και την αίσθηση της συγκέντρωσης, ενός διαλογισμού του θεατή στο ζήτημα της ανθρώπινης κίνησης και λειτουργίας.
Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες με τα σώματα των χορευτών στο υπόγειο της The Breeder σκέφτομαι ότι είναι σαν να βρίσκομαι σε αναμονή μιας ανεπαίσθητης κίνησης που δεν θέλω να μου διαφύγει, μια ιστορία ή ένα δραματουργικό νόημα. Ακόμα και κοιτάζοντας τις φωτογραφίες για πολλή ώρα η αρχική κατανόηση αρχίζει να αλλάζει, υπάρχει ένα δεύτερο και ένα τρίτο επίπεδο, μια ρωγμή και μια ιστορία που μπορεί να δημιουργήσει ο επισκέπτης για την εικόνα.
«Πάντα με έλκυαν οι εικόνες και ο χώρος που δίνουν στον θεατή για να προβάλλει, να αισθάνεται και να είναι, και ήθελα να φέρω αυτή την ποιότητα στη δουλειά μου», λέει η Μαρία Χασάπη. «Το κοινό είναι διαφορετικό κάθε φορά κάθε θεατής ή επισκέπτης έρχεται με τη δική του ιστορία και τις δικές του γνώσεις για να αντιμετωπίσει κάτι που θα δει. Αν είναι ένας τουρίστας που πάει στο ΜοΜΑ για να δει άλλο ένα "αξιοθέατο" της Νέας Υόρκης βλέπει εντελώς διαφορετικά ένα έργο από κάποιον που είναι πιο σχετικός και πάει να δει τέχνη.
Γενικά στη δουλειά μου υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης που με αφορά και μέσα σε αυτή την έκπληξη ανοίγουμε την πόρτα της αποσταθεροποίησης, κάτι που επιδιώκω να φέρω τόσο στη δουλειά μου δουλειά όσο και στον θεατή. Πίσω από τη δουλειά μου υπάρχει μια ιστορία, αλλά είναι πάντα το σώμα στον χώρο και τον χρόνο, η κυρίαρχη ιστορία, και φυσικά είναι και η ιστορία που πλάθει κάθε θεατής. Είναι ένας διάλογος ενεργός και ο καθένας τον αντιλαμβάνεται με τον δικό του δημιουργικό τρόπο».
Μαρία Χασάπη - Golden
Ατομική έκθεση
The Breeder, Ιάσωνος 45
Έως τις 26 Φεβρουαρίου
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.