Παρότι κάποιες από τις πιο πρόσφατες ταινίες του σημαντικού πολωνού σκηνοθέτη Jerzy Skolimowski έχουν προβληθεί στην Ελλάδα, εκείνες που τον έκαναν περισσότερο γνωστό, στο εγχώριο σινεφίλ κοινό, ήταν οι «Στο Φως του Φεγγαριού», «Η Επιτυχία Είναι η Καλύτερη Εκδίκηση» και «Το Πλοίο των Παρανόμων» από την δεκαετία του ’80.
Διεθνώς, όμως, ο Jerzy Skolimowski είχε επιβληθεί με τις ταινίες του ήδη από τα σίξτις. Είναι εκείνες οι πρώτες του που τον κατέστησαν παγκοσμίως γνωστό, εκείνες που του εξασφάλισαν διακριτή θέση στις κινηματογραφικές ανθολογίες, εκείνες που του έδωσαν την αξία που σήμερα κατέχει, ως ένας από τους πρωτεργάτες του ευρωπαϊκού «νέου κύματος», με προσφορά όχι μικρότερης αξίας αναγκαστικά από αυτήν του συμπατριώτη του Roman Polanski.
Ο Jerzy Skolimowski βούτηξε στα βαθιά νερά της Τέχνης ερχόμενος πρώτα-πρώτα σ’ επαφή με την τζαζ, καιρό πριν ασχοληθεί με την ποίηση και αργότερα με την σκηνοθεσία. Και η αφορμή δεν ήταν άλλη από την γνωριμία του, ήδη από το 1956, με τον Krzysztof Komeda (1931-1969), την σημαντικότατη αυτή μορφή της ευρωπαϊκής τζαζ.
Ο «πρώτος θαυμαστής του σεξτέτου Komeda» θα μπει στο γκρουπ του σπουδαίου συνθέτη και πιανίστα ως υπεύθυνος φωτισμού και σκηνογράφος, θα ταξιδέψει μαζί του σε όλη την Πολωνία, ενώ θα λάβει μέρος και στις εκδηλώσεις που πλαισίωσαν το Φεστιβάλ του Sopot, το 1956 (6-12 Αυγούστου). Όπως είχε πει και ο ίδιος (από το βιβλίο “Jerzy Skolimowski” του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2000):
«Η έκρηξη (σ.σ. της τζαζ στην Πολωνία) σημειώθηκε το 1956, όμως όλα άρχισαν δύο χρόνια νωρίτερα. Θυμάμαι τις συναυλίες στην Βισπόλνα. Την πρώτη συναυλία τζαζ την είχε διοργανώσει ο Tyrmand (σ.σ. Leopold Tyrmand: πολωνός αντικαθεστωτικός συγγραφέας και εκδότης). Εξοικειώθηκα με το περιβάλλον και πλησίασα το σεξτέτο τού Komeda. Θυμάμαι αμυδρά, που σε μια εθνογραφική έρευνα, στο Πουλτούσκ, ένας συνάδελφος από το Πόζναν μου έδειξε μια φωτογραφία του συγκροτήματος του Komeda (έπαιζαν σ’ ένα μαγαζί) και μου μίλησε για τη μουσική τους. Αργότερα τους άκουσα σε μια jam session, τους αναγνώρισα, τους εξέφρασα το θαυμασμό μου, κι εκείνοι με ανακήρυξαν “πρώτο θαυμαστή του σεξτέτου Komeda”. Πιστεύω πως ήμουν ο πρώτος, εκτός μουσικού κυκλώματος, που τους χαρακτήρισε “φοβερούς”.
Ο Jerzy Skolimowski βούτηξε στα βαθιά νερά της Τέχνης ερχόμενος πρώτα-πρώτα σ’ επαφή με την τζαζ, καιρό πριν ασχοληθεί με την ποίηση και αργότερα με την σκηνοθεσία. Και η αφορμή δεν ήταν άλλη από την γνωριμία του, ήδη από το 1956, με τον Krzysztof Komeda (1931-1969), την σημαντικότατη αυτή μορφή της ευρωπαϊκής τζαζ.
Ένα χρόνο αργότερα μου πρότειναν να συνεργαστώ επίσημα μαζί τους ως σκηνογράφος. Είχα την επιμέλεια του φωτισμού. Ήταν εντελώς ναΐφ, αλλά καλός: τοποθετούσα ένα ισχυρό προβολέα με τρόπο ώστε να δημιουργεί μια μεγάλη σκιά στη μια πλευρά του πιάνου κ.λπ. Πάντως γύρισα μαζί τους όλη την Πολωνία και θυμάμαι ότι, για να νιώσω κι εγώ δημιουργός, δοκίμασα να γράψω τα λόγια για ένα κομμάτι του Krzysztof. Οι στίχοι, με τον μάλλον διασκεδαστικό τίτλο “Γατάκι στα σύννεφα”, ήταν λίγο αφελείς κι όλοι γέλασαν όταν τους άκουσαν. Εγώ, όμως, δεν αποθαρρύνθηκα και ξαναδοκίμασα».
Σ’ εκείνη τη φάση, στη διοργάνωση του “Jazz ’56”, στο Sopot, ο Jerzy Skolimowski είχε λάβει μέρος και σ’ ένα περίεργο τζαζ event, μια... προσομοίωση των τζαζ κηδειών της Νέας Ορλεάνης, στην οποία ενταφιαζόταν η παλαιά μουσική του σταλινισμού, ου μην αλλά και ο ίδιος ο σταλινισμός – καθώς οι νεαροί μουσικοί «έπιαναν» το κλίμα, μετά το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, στις 14-25 Φεβρουαρίου 1956, που προήγαγε την φιλελευθεροποίηση του σοβιετικού καθεστώτος, μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Σταλινισμός και τζαζ
Να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση και να πούμε, χοντρικά, πως «Στάλιν και τζαζ» ή «σταλινισμός και τζαζ» είναι ένα πολύ ιδιαίτερο και ενδιαφέρον κεφάλαιο, που συνήθως αντιμετωπίζεται μέσα στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής σπέκουλας, βασικό στοιχείο της οποίας είναι η αυθαίρετη σύνδεση της τζαζ με την έννοια της ελευθερίας.
Είναι αλήθεια πως υπάρχουν σκαμπανεβάσματα σ’ αυτή την ιστορία («Στάλιν και τζαζ» ή «σταλινισμός και τζαζ»), αλλά κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ή να παραβλέπει πως τζαζ ηχογραφείται και προβάλλεται στην Σοβιετική Ένωση πολύ πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (και επί Στάλιν εννοείται), όπως μαρτυρά η δισκογραφία των 78 στροφών κατ’ αρχάς, και των συλλογών σε LP / CD πιο μετά.
Υπάρχουν, για παράδειγμα, τουλάχιστον δύο δεκάδες LP της σειράς “Anthology of Soviet Jazz”, που τύπωσε η κρατική σοβιετική εταιρεία Μελόντια στη δεκαετία του ’80 και που ανθολογούν εντυπωσιακές, κάποιες φορές, ηχογραφήσεις σοβιετικού swing, και γενικότερα τζαζ, από τις δεκαετίες του ’20, του ’30 και του ’40.
Όμως αμέσως μετά τον Πόλεμο, και για κάποια χρόνια, η τζαζ θα περιπέσει σε μια κάποια δυσμένεια στη Σοβιετία (χωρίς ποτέ να εξαφανιστεί πάντως), για τους γνωστούς ψυχροπολεμικούς λόγους – για να αρχίσει να αποκαθίσταται σταδιακά μετά το ’50 και έως τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Και ήταν τότε (1962), όταν ο σπουδαίος αμερικανός κλαρινίστας της τζαζ Benny Goodman θα επισκεπτόταν την Σοβιετική Ένωση, για μια σειρά συναυλιών!
Κινούμενος εντός του προπαγανδιστικού πολιτιστικού κύκλου του State Department ήδη από το 1956, ο Benny Goodman θα βρισκόταν στη Σοβιετία, το 1962, δίνοντας 30 συναυλίες σε έξι πόλεις (Μόσχα, Λένινγκραντ, Τιφλίδα, Τασκένδη, Σοχούμι, Κίεβο), με τον διπλό δίσκο βινυλίου της RCA “Benny Goodman in Moscow”, από την ίδια χρονιά, να περιλαμβάνει εγγραφές, που είχαν συμβεί στη Μόσχα, στο διάστημα 1-8 Ιουλίου 1962.
Εκείνο το γεγονός, της τζαζ αποστολής στην Σοβιετική Ένωση, είχε λάβει διαστάσεις στις ΗΠΑ. Έτσι, όταν οι αμερικανοί μουσικοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους έπιασαν αμέσως δουλειά, ηχογραφώντας κομμάτια σαν εκείνα που έπαιξαν στην ΕΣΣΔ (Webster Hall, Νέα Υόρκη, 12 Ιουλίου 1962), αυτή τη φορά όχι υπό την ηγετική παρουσία του Benny Goodman, αλλά σε ενορχήστρωση και διεύθυνση του τενορίστα Al Cohn (δεν συμμετείχε στην αποστολή, αλλά, εν πάση περιπτώσει, είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Goodman).
Το άλμπουμ είχε τίτλο “Jazz Mission to Moscow, Featuring Top Jazz Artists On Their Return from Tour of Soviet Union 1962”, με τον σπουδαίο τζαζ δημοσιογράφο, συγγραφέα, παραγωγό και πιανίστα Leonard Feather να σημειώνει στο οπισθόφυλλο:
«Όπου κι αν πήγα, στη Μόσχα και το Λένινγκραντ, η αλήθεια ξεχώρισε προς έντονη ανακούφιση: H ΕΣΣΔ, αλλά και κάθε άλλη χώρα, οι κάτοικοι της οποίας κάποια στιγμή άκουσαν τζαζ, έχει έναν συμπαγή πυρήνα αφιερωμένων ακροατών, για τους οποίους αυτή η μουσική δεν αποτελεί το σύμβολο της ελευθερίας –όπως αρέσκονται πολλοί να ισχυρίζονται–, αλλά, μάλλον, ένα απλό μουσικό ιδανικό προς το οποίο έτειναν από καιρό».
Το ζήτημα με την τζαζ στην Σοβιετία το περιγράφει καθαρά ο Νικίτα Χρουστσόφ, Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) στο διάστημα 7 Σεπτ. 1953 – 14 Οκτ. 1964.
Σε μια ομιλία τού τότε ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης, σε συνάντηση υψηλών στελεχών του ΚΚΣΕ και της κυβέρνησης με παράγοντες της λογοτεχνίας και της Τέχνης, που συνέβη στις 8 Μαρτίου 1963, όπως καταγράφεται αυτή στο βιβλίο του «Ο Υψηλός Προορισμός της Λογοτεχνίας και της Τέχνης» [Μέλισσα, 1964] διαβάζουμε σε σχέση με την τζαζ:
«Η μανία που παρατηρήθηκε με την μουσική τζαζ (σ.σ. ο Χρουστσόφ μιλάει για «μανία», οπότε φαντάζεστε τι γινόταν!) και με τις ορχήστρες τζαζ δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι φυσιολογικό. Να μη νομίσει κανείς πως είμαστε εχθροί κάθε μουσικής για τζαζ (συγκρότημα ή ορχήστρα). Υπάρχουν διάφορα είδη τζαζ και διάφορες μουσικές για τζαζ (συγκρότημα ή ορχήστρα). Ο Ντουναγιέφσκη (σ.σ. Ιsaak Dunayevsky) μπορούσε να γράφει και για (ορχήστρες) τζαζ καλή μουσική. Μου αρέσουν μερικά τραγούδια σε εκτέλεση τζαζ, από την ορχήστρα του τραγουδιστή Λεωνίδα Ουτιόσοφ (σ.σ. Leonid Utyosov). Αλλά υπάρχει και τέτοια μουσική (τζαζ), που σου φέρνει αναγούλα και πόνους στο στομάχι.(...)
Η μουσική, χωρίς μελωδία, εκτός από τον εκνευρισμό, δεν προκαλεί τίποτε άλλο. Λένε πως αυτό συμβαίνει σ’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν από μουσική. Πραγματικά, υπάρχει τέτοια μουσική τζαζ, που ακόμη και αν θες να την καταλάβεις σου είναι αδύνατο, ενώ και να την ακούσεις... αηδιάζεις».
Το «πρόβλημα» με την τζαζ στην Σοβιετία αφορούσε στις προχωρημένες μορφές της, οι οποίες από νωρίς στα σίξτις είχαν κάνει κι εκεί (όπως και σε όλη την Ευρώπη) την εμφάνισή τους. Τέτοιοι μουσικοί αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία από τις καλλιτεχνικές επιτροπές του ΚΚΣΕ και γενικώς οι δουλειές τους περνούσαν από κρησάρες, πριν αποτυπωθούν τελικά στην δισκογραφία. Αποτυπώνονταν, όμως, στο μέτρο του δυνατού και των αισθητικών ενδιαφερόντων των καλλιτεχνικών ινστρουχτόρων του κόμματος (όπως μαρτυρούν, εξάλλου, τα ηχογραφημένα ντοκουμέντα).
Αν, όμως, στην Σοβιετική Ένωση, στην δεκαετία του ’60, το να βγάλεις έναν δίσκο «ελεύθερης» τζαζ φόρμας (free jazz, ελεύθερου αυτοσχεδιασμού κ.λπ.) σήμαινε μια κάποια γραφειοκρατική ταλαιπωρία (αν τελικά αποφασιζόταν να εκδοθεί μια τέτοια δουλειά, από την κρατική εταιρεία δίσκων Μελόντια), σε κάποιες χώρες της Δύσης, όπως στην Ελλάδα για παράδειγμα, το να ηχογραφούσε κάποιος δικός μας μουσικός προχωρημένη τζαζ, την ίδια εποχή, θα ήταν απλώς αδιανόητο – και γι’ αυτό δεν συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο, καθώς καμία (ιδιωτική) δισκογραφική εταιρεία στη χώρα μας δεν θα αποφάσιζε να χρηματοδοτήσει, ηχογραφήσει και κυκλοφορήσει έναν τέτοιο δίσκο.
Για παράδειγμα, ο πιανίστας Σάκης Παπαδημητρίου (με τον σαξοφωνίστα Φλώρο Φλωρίδη) έφθασε να κάνουν για πρώτη φορά έναν προχωρημένο τζαζ δίσκο, στην Ελλάδα, μόλις το 1980 (όταν ο Σ. Παπαδημητρίου ήταν πλέον 40 ετών). Κι έναν δίσκο που βγήκε ανεξάρτητα και ιδίοις εξόδοις, χωρίς καμία πολυεθνική ή εγχώρια ιδιωτική δισκογραφική εταιρεία να ενδιαφερθεί για ’κείνον.
Το «πρόβλημα» με την Νέα Τέχνη, μέσα στην οποία θα εντάσσαμε, εννοείται, και την προχωρημένη τζαζ, το περιγράφει τέλεια και από πολύ παλιά (1925) ο ισπανός φιλόσοφος José Ortega y Gasset στο δοκίμιό του «Η αντι-δημοτικότητα της νέας τέχνης» [Θαυματρόπιο, χ.χ., τυπώθηκε, μάλλον, στις αρχές της δεκαετίας του ’80], «απαντώντας» εμμέσως και στις αιτιάσεις του Νικήτα Χρουστσόφ χρόνια αργότερα. Διαβάζουμε σχετικά:
«Από μια κοινωνιολογική άποψη το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Νέας Τέχνης είναι, κατά την κρίση μου, το γεγονός πως διαιρεί το κοινό σε δύο τάξεις, σ’ αυτούς που την καταλαβαίνουν και σ’ αυτούς που δεν την καταλαβαίνουν. Αυτό συνεπάγεται ότι η μια τάξη κατέχει ένα όργανο κατανόησης που η άλλη το στερείται – ότι δηλαδή αυτές οι δύο τάξεις συνιστούν δύο διαφορετικές παραλλαγές του ανθρώπινου είδους. Είναι φανερό ότι η Νέα Τέχνη δεν απευθύνεται σε όλους, όπως έκανε ο Ρομαντισμός, αλλά σε μια ειδικά χαρισματική μειοψηφία. Γι’ αυτό και προξενεί αγανάκτηση στις μάζες. Όταν ένα άτομο αντιπαθεί ένα έργο Τέχνης, αλλά ταυτόχρονα το καταλαβαίνει, τότε αισθάνεται ανώτερό του – συνεπώς δεν υπάρχει λόγος για αγανάκτηση. Όταν όμως το αντιπαθεί εξαιτίας της αδυναμίας του να το καταλάβει, τότε αισθάνεται μια ακαθόριστη ταπείνωση, κι αυτή η πικρή αίσθηση περί κατωτερότητας πρέπει να αντισταθμιστεί με την αγανακτισμένη αυταρχικότητά του».
Και για να επιστρέψουμε στην Πολωνία...
Τζαζ ηχογραφείται, εννοείται, και επί σταλινισμού στη χώρα, όπως μαρτυρά η σειρά δίσκων της κρατικής εταιρείας Muza / Polskie Nagrania “Polish Jazz 1946-1956”.
Σ’ αυτούς τους δίσκους μπορείς ν’ ακούσεις, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και ηχογραφήσεις του Krzysztof “Komeda” Trzciński, για το Ράδιο-Κρακοβία, από το 1952 (το αμερικάνικο στάνταρντ “How high the moon”, στο Vol.4 της σειράς), όπως και άλλων σημαντικών συνόλων σαν τα Melomani Group, Władysław Kowalczyk Quartet, Andrzej Kurylewicz Organ Sextet κ.λπ.
Φυσικά, η τζαζ στην Πολωνία θα απογειωθεί λίγο πιο μετά, μέσω του περίφημου φεστιβάλ Jazz Jamboree (που υπάρχει και σήμερα), μία από τις παλαιότερες τζαζ συναθροίσεις στη Γηραιά Ήπειρο και για κάποια χρόνια (νωρίς στα σίξτις), σίγουρα, η πιο σπουδαία.
Αρχής γενομένης από το 1958 (καιρό πριν τα δυτικά φεστιβάλ του ελβετικού Montreux, του φινλανδικού Pori ή του ολλανδικού North Sea), το πολωνικό Jazz Jamboree έφτιαξε, αμέσως σχεδόν, παγκόσμιο όνομα, αφού το 1960 εμφανίστηκε και ηχογράφησε εκεί ο σπουδαίος Stan Getz, συνδέοντας την ύπαρξή του (το φεστιβάλ) όχι μόνο με τη γέννηση και την ανάπτυξη της τοπικής σκηνής, φιλοξενώντας όλα τα μεγάλα ονόματα των σίξτις (Krzysztof Komeda, Tomasz Stańko, Zbigniew Namysłowski – η παρουσία του το 1963, με το κουαρτέτο του, θεωρείται από τις καθοριστικές στιγμές στην ιστορία της πολωνικής τζαζ), αλλά και με τις μετακλήσεις Αμερικανών (Duke Ellington, Miles Davis, Thelonious Monk, Dizzy Gillespie, Wynton Marsalis, Charles Mingus, Keith Jarrett, Herbie Hancock κ.ά.) και βεβαίως Ευρωπαίων (Ganelin Trio, Bernt Rosengren, Guido Manusardi κ.ά.), τοποθετώντας σε άλλο επίπεδο τη σημασία των τζαζ δρωμένων στην Ευρώπη.
Jerzy Skolimowski και πάλι
Η πρώτη μεγάλους μήκους ταινία του Jerzy Skolimowski είχε τίτλο “Rysopis” (1964-65) (ε.τ. Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά: Ουδέν).
Ο Skolimowski, που πρωταγωνιστεί στο “Rysopis”, υποδύεται ένα νεαρό, που πρόκειται να καταταγεί το απόγευμα στο στρατό. Οπότε η ταινία έχει να κάνει με το πώς περνά ο βασικός ήρωας τις τελευταίες ώρες της «ελευθερίας» του. Ανθρώπινη, κάπως μουντή ταινία, μ’ έναν παράξενο μοντερνισμό στην αφήγηση, διαθέτει τη δύναμη του πρωτοεμφανιζόμενου, που θέλει να πει μια ιστορία, με ποικίλες προεκτάσεις, και την λέει.
Η τζαζ «παίζει» στην ταινία, αλλά λίγο, ενώ είναι και κάπως κρυμμένη πίσω από την γενικότερη ηχητική μπάντα. Είναι πάντως συντεθειμένη από τον πιανίστα και οργανίστα Krzysztof Sadowski, ένα μουσικό με τεράστια παρουσία στο χώρο της τζαζ και του ποπ/ροκ στην πολωνική σκηνή, για πολλές δεκαετίες (με δεκάδες ηχογραφήσεις).
Ψάχνοντας λίγο στο δίκτυο, με την αφορμή, σε σχέση με το αν ζει και με το πώς πορεύεται αυτός ο μουσικός, διαβάσαμε πως ο 86χρονος σήμερα Sadowski, βρέθηκε το 2019 στη δίνη μιας σοβαρής υπόθεσης, καθώς (πολωνός) δημοσιογράφος ανέφερε πως (ο Sadowski) είχε προβεί σε σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, στην δεκαετία του ’90. Η υπόθεση είχε φθάσει στον εισαγγελέα, αλλά δεν είχαν απαγγελθεί κατηγορίες μέχρι τον Αύγουστο του ’19...
Η επόμενη ταινία τού Jerzy Skolimowski είχε τίτλο “Walkower” (1965) (ε.τ. Εγκατάλειψη). Ένας 30χρονος πυγμάχος (πρωταγωνιστεί ξανά ο ίδιος ο Skolimowski, ο οποίος ήταν και πυγμάχος, μεταξύ όλων των άλλων), έχει να αντιμετωπίσει έναν σοβαρό αντίπαλο, αλλά παράλληλα πρέπει να διευθετήσει και κάποιες πιο προσωπικές του καταστάσεις (αισθηματικές και άλλες).
Εδώ ο Skolimowski ζητά την βοήθεια ενός άλλου σπουδαίου τζάζμαν της εποχής, του πιανίστα Andrzej Trzaskowski (1933-1998).
Πολύ μεγάλη μορφή της πολωνικής σκηνής, δεύτερος ίσως πίσω μόνο από τον Krzysztof Komeda, ο Trzaskowski παίζει ήδη από τα φίφτις με τους Melomani και τους Jazz Believers, ενώ με το τρίο του συνοδεύει τον Stan Getz, στο Jazz Jamboree του ’60. Το 1962 εμφανίζεται στις ΗΠΑ, ενώ από την επόμενη χρονιά δείχνει να απομακρύνεται από τα διδάγματα του bebop και του hard bop, ακολουθώντας σταδιακά πιο free προσεγγίσεις. Όλα αυτά, στο μέτρο του δυνατού, είναι ντοκουμενταρισμένα στην δισκογραφία.
Επίσης ο Trzaskowski ασχολήθηκε και με το σάουντρακ (ταινιών και τηλεταινιών), με τη βάση IMDb να καταγράφει δεκατρείς τέτοιες παρουσίες του. Μία από αυτές ήταν στην «Εγκατάλειψη» του Jerzy Skolimowski.
Για την ταινία αυτή ο Trzaskowski προτείνει εκπληκτική τζαζ, που δυστυχώς μέσα στην ταινία δεν την απολαμβάνεις. Την ακούς όμως όπως πρέπει (ευτυχώς!) στην βρετανική έκδοση τεσσάρων CD “Jazz In Polish Cinema / Out Of The Underground 1958-1967” [Jazz On Film Records, 2014].
Η “Synopsis Suite” είναι ένας τζαζ-σταθμός για την πολωνική σκηνή – και πώς να μην είναι όταν σ’ αυτήν ακούγονται, πέρα από τον πιανίστα Trzaskowski, ο Zbigniew Namysłowski άλτο σαξόφωνο (που ήρθε στην Ελλάδα για πρώτη φορά στο Jazz Club του Γιώργου Μπαράκου, τον Οκτώβριο του 1983, ηχογραφώντας και ολόκληρο άλμπουμ εδώ, το “Plaka Nights”), ο Jacek Ostaszewski μπάσο (αργότερα στους Ossian, με το μεγάλο ελληνικό ενδιαφέρον), ο Michał Urbaniak τενόρο σαξόφωνο (που έχει παίξει ακόμη και σε δίσκο του Βλάσση Μπονάτσου), ο Tomasz Stańko τρομπέτα (πολύ αγαπητός στη χώρα μας, με συναυλίες και συνεργασίες), ο Janusz Muniak σοπράνο σαξόφωνο, ο Adam Jędrzejowski ντραμς κ.ά.
Synopsis Suite (From "Walkover")
Το 1966 ο Jerzy Skolimowski σκηνοθετεί την ταινία “Bariera” (ε.τ. Φράγμα). Ένας φοιτητής της Ιατρικής, δυσαρεστημένος απ’ αυτό που διαφαίνεται μπροστά του, εγκαταλείπει τη μίζερη φοιτητική ζωή και, περιπλανώμενος στην πόλη, αναζητά κάτι άλλο, πιο συναρπαστικό, για να αλλάξει τη ζωή του.
Πρόκειται για την πρώτη συνεργασία στο σινεμά ανάμεσα στον σκηνοθέτη Jerzy Skolimowski και τον συνθέτη και πιανίστα της τζαζ Krzysztof Komeda. Στην εποχή του το σάουντρακ μπορεί να μην κυκλοφόρησε, αλλά μετά το 1990 έχει περιληφθεί ολάκερο ή μέρος του σε διάφορες εκδόσεις.
Εδώ ο Komeda δεν συνθέτει μόνο τζαζ, με την πιο τυπική έννοια, επιλέγοντας να δώσει στη μουσική του εντυπωσιακά μελωδικά, ρομαντικά χαρακτηριστικά (χρησιμοποιώντας και έγχορδα), που ακούγονται σαν ηχητική πανδαισία. Εκμεταλλεύεται μάλιστα και φωνές, όπως τους περίφημους Novi Singers (κορυφαίο φωνητικό γκρουπ) και μια μεγάλη συμπατριώτισσά του τραγουδίστρια, την Ewa Demarczyk. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, με το “Bariera” να τοποθετείται, αναμφισβήτητα, μεταξύ των κορυφαίων σάουντρακ του Komeda.
Krzysztof Komeda i Ewa Demarczyk - muzyka z filmu Bariera 1966
Ο Jerzy Skolimowski λέει για την καλλιτεχνική σχέση του με τον Krzysztof Komeda (πάντα από το βιβλίο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης):
«Αναπτύξαμε μαζί μια πολύ ενδιαφέρουσα μορφή συνεργασίας. Μ’ άλλα λόγια, παρ’ όλο που έλεγε ότι τ’ αυτιά μου τα’ χε πατήσει ελέφαντας, όταν καθόμασταν δίπλα-δίπλα και βλέπαμε την ταινία, μου ζητούσε να κάνω τους ήχους, που θα ’θελα ν’ ακούσω στη μουσική κάθε σκηνής. Κι εγώ, έβαζα ήχους – πότε απαλούς, πότε έντονους. Αυτό του έδινε να καταλάβει τι είχα στο μυαλό μου, δημιουργώντας του αποκλειστικά τονικές εμπνεύσεις. Ήταν μία πολύ όμορφη μέθοδος συνεργασίας που, στη συνέχεια, δεν την επιχείρησα με κανέναν άλλο».
Skolimowski και Komeda θα συνεργασθούν εκ νέου στην ταινία “Le Départ” (1967) (ε.τ. Αναχώρηση), ένα εξαιρετικό φιλμ βελγικής παραγωγής, το οποίο και θα βραβευθεί, το 1967, στο 17th Berlin International Film Festival, με την Χρυσή Άρκτο.
Ένας νεαρός, βοηθός κομμωτή, που τον υποδύεται ο ηθοποιός σύμβολο της Nouvelle Vague Jean-Pierre Léaud έχει πάθος με τα αγωνιστικά αυτοκίνητα, και θέλει να τρέξει σ’ ένα ράλι με την Πόρσε τού αφεντικού του. Του πάνε, όμως, όλα στραβά...
Ο γρήγορος ρυθμός της ταινίας δίνει το έναυσμα στον Krzysztof Komeda να συνθέσει μια μουσική δομημένη με βάση τους «ελεύθερους» κανόνες της τζαζ. Τόσο οι σεκάνς όσο και τα επιμέρους πλάνα ακολουθούν την απρόβλεπτη αλληλουχία των μουσικών θεμάτων, με τη μουσική να ξεχειλίζει απ’ άκρη σ’ άκρη, σ’ όλη την έκταση αυτού του απολαυστικού φιλμ. Όπως είχε πει ο Skolimowski (από το βιβλίο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης):
«Δε σκέφτομαι ποτέ σύμβολα όταν κάνω μια ταινία. Όλα αναδύονται συγκεκριμένα και αυθόρμητα, και δεν υπονοούν τίποτα. Το πάθος για τα αυτοκίνητα, παραδείγματος χάριν, είναι κάτι εντελώς φυσιολογικό για έναν εικοσάχρονο νέο.
Ο ήρωας που ερμηνεύει ο Ζαν-Πιέρ Λεό στην “Αναχώρηση” διακατέχεται από μιa έμμονη ιδέα με τα αυτοκίνητα, αλλά, τελικά, έχει μ’ αυτά μια πολύ συγκεκριμένη σχέση. Τα χρησιμοποιεί σαν μηχανές – δεν τα φιλάει, ούτε τα αγκαλιάζει. Κι εγώ αγαπώ τα αυτοκίνητα, αλλά εκείνα δεν αγαπούν εμένα. Είναι μια ταινία όχι σοβαρή, πάνω σ’ ένα σοβαρό θέμα.
Ήθελα να κάνω μια ταινία πάνω στην αντίφαση ανάμεσα στα πράγματα που κάνει κάποιος, και σ’ αυτά που θα ήθελε να κάνει. M’ άλλα λόγια, ανάμεσα στη δουλειά που κάνει ο ήρωάς μου (κομμωτής), και στ’ όνειρό του ν’ νικήσει σ’ ένα ράλι. Θέλησα να γεφυρώσω αυτά τα δύο ακραία σημεία.
Στο τέλος της ταινίας ο Ζαν-Πιέρ Λεό συνειδητοποιεί ότι όλες οι φαντασιώσεις του γύρω από τ’ αυτοκίνητα είναι παιδικές. Έχει μάθει να διακρίνει ανάμεσα σ’ αυτό που είναι ουσιαστικό, και σ’ αυτό που δεν είναι – δηλαδή έχει ενηλικιωθεί. Γι’ αυτό και άφησα να καεί το φιλμ: δεν είχα πια τίποτα να πω (σ.σ. αναφέρεται στα τελευταία δευτερόλεπτα). Η “Αναχώρηση” είναι ένα πείραμα που κάναμε με τον Κριστόφ Κομέντα σε σχέση με την ποσότητα μουσικής που μπορεί να χωρέσει σε μια ταινία – και νομίζω ότι εν προκειμένω το παρακάναμε».
Και ευτυχώς που το παράκαναν (Komeda και Skolimowski), γιατί η μουσική του Krzysztof Komeda είναι για μιαν ακόμη φορά εκπληκτική, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με μια φοβερή τζαζ μπάντα, αποτελούμενη από πολύ μεγάλα ονόματα, όπως αυτά των Don Cherry τρομπέτα τσέπης, René Urtreger πιάνο, Jean-François Jenny-Clark μπάσο, Gato Barbieri τενόρο σαξόφωνο, Jacques Pelzer άλτo σαξόφωνο, Jacques Thollot ντραμς, Edy Louis πιάνο, Philippe Catherine κιθάρα και Luiz Funtez τρομπόνι, ενώ υπάρχει και τραγούδι στην ταινία από την Christiane Legrand, σε ενορχήστρωση του François Rauber – που κατά ένα περίεργο τρόπο μας παραπέμπει σ’ ένα (μεταγενέστερο) άγνωστο τραγούδι του Μίμη Πλέσσα, με την Σούλα Κοψίνη, από το σάουντρακ της ταινίας τού Φίλιππου Φυλακτού «Τρικυμία Μιας Καρδιάς (11.43 Αντίο)» (1969).
Ένα δείγμα του σάουντρακ (πέντε tracks) κυκλοφόρησε, σε πρώτο χρόνο, το 1967, από την Philips στην Γαλλία, αλλά το πλήρες σκορ θα εκδοθεί για πρώτη φορά το 1999, και μάλιστα σε βινύλιο από την ιαπωνική εταιρία Volcano. Αργότερα έγιναν κι άλλες εκδόσεις, μαθεύτηκε η μουσική του Komeda για την ταινία “Le Départ” και διασκευάστηκε από γνωστά (τον Ιταλό Nicola Conte) και λιγότερο γνωστά ονόματα (τους Φινλανδούς New Garden Orchestra π.χ.).
KRZYSZTOF KOMEDA - Le départ
Jerzy Skolimowski και Krzysztof Komeda θα βρεθούν μαζί για τελευταία φορά στην ταινία “Ręce do Góry” (1967) (ε.τ. Ψηλά τα Χέρια).
Η ιστορία αυτής της ταινίας είναι περιπλεγμένη, καθότι σε πρώτο χρόνο απαγορεύτηκε στην Πολωνία (σίγουρα δεν ήταν το «πρόβλημα» μόνο στην γιγαντοαφίσα του Στάλιν με τα τέσσερα μάτια και τον απειλητικό δείκτη), με αποτέλεσμα ο Skolimowski να επέμβει τουλάχιστον δύο φορές σ’ αυτήν, όχι μόνον αλλάζοντας σκηνές ή γυρίζοντας καινούριες, αλλά επεξεργαζόμενος και την μουσική. Τελικά μια εκδοχή της ταινίας, μετά από τις διάφορες προσθαφαιρέσεις της, προβλήθηκε το 1981 στις Κάννες. Στα πρώτα δευτερόλεπτά της βλέπουμε το εξής σημείωμα του Skolimowski:
«Αυτή η ταινία γυρίστηκε το 1967. Για 14 χρόνια απαγορεύτηκε από την λογοκρισία. Επιλέγοντας τη σημερινή της μορφή την αντιμετωπίζω σαν ένα ημερολόγιο, ψάχνοντας να δω αν στην καταγραφή των χρόνων που πέρασαν και στις σημειώσεις της άνοιξης του 1981 μπορεί να βρει κανείς την απάντηση στην ερώτηση: Ποιοι ήμασταν; Ποιοι είμαστε;».
Να και η γνώμη του ίδιου του Jerzy Skolimowski για την ταινία του (από το αφιερωματικό βιβλίο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης):
«Το “Ψηλά τα Χέρια” είναι σίγουρα η καλύτερη ταινία μου. Το λένε όλοι όσοι την έχουν δει. Ήμουν ελεύθερος να την κάνω όπως ακριβώς την ήθελα. Κανένας δεν επιθεώρησε τα γυρίσματα τής κάθε μέρας και κανένας δεν με παρεμπόδισε σε τίποτα. Γι’ αυτό και έμεινα έκπληκτος, όταν μπλοκαρίστηκε από τη λογοκρισία».
Όταν η ταινία προβλήθηκε επίσημα, το 1981, η μουσική του Krzysztof Komeda ασφυκτιούσε ανάμεσα στους «όγκους» του Krzysztof Penderecki (αποσπάσματα από την αβάντ “Kosmogonia” του) και στους ηλεκτρονικούς ήχους του Józef Skrzek (από τους περίφημους SBB του Αποστόλη Άνθιμου).
Το 1968 o Jerzy Skolimowski συμμετέχει στην τσεχοσλοβάκικη σπονδυλωτή ταινία “Dialóg 20-40-60”, σκηνοθετώντας ένα από τα τρία επεισόδια (τα άλλα δύο θα τα σκηνοθετούσαν ο Τσέχος Zbynek Brynych και Σλοβάκος Peter Solan).
Τα τρία νούμερα (20-40-60) έχουν να κάνουν με τις ηλικίες των 20, 40 και 60. Ο Skolimowski θα γύριζε το επεισόδιο της ηλικίας των 20. Υπάρχει ένας διάλογος κοινός στην ταινία, που μεταφέρεται από ηλικία σε ηλικία. Το θέμα στο μέρος του πολωνού σκηνοθέτη έχει να κάνει μ’ έναν τραγουδιστή της ποπ, ο οποίος αρνείται τα θέλγητρα που του προσφέρει η δημοφιλία του και καθώς επιστρέφει στο σπίτι του πέφτει από τη μιαν έκπληξη στην άλλη.
Ο Krzysztof Komeda έχει μεταναστεύσει πλέον στην Αμερική κι έτσι μουσική στην νέα ταινία του Skolimowski έχει γράψει ο σλοβάκος πιανίστας και οργανίστας της τζαζ Braňo Hronec. Ωραία groovy soul-jazz, με κυρίαρχο το hammond organ, που παραμένει αδισκογράφητη.
Η επόμενη ταινία του Jerzy Skolimowski, ο οποίος είναι πλέον εγκατεστημένος στο Λονδίνο, είναι βρετανο-ιταλο-ελβετικής παραγωγής κι έχει τίτλο “The Adventures of Gerard” (1970). Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Peter McEnery, Claudia Cardinale και Eli Wallach, ενώ μουσική έχει γράψει ο ιταλός μετρ Riz Ortolani.
Η ταινία ήταν στηριγμένη σε σατιρικά διηγήματα του Sir Arthur Conan Doyle, που αφορούσαν σ’ έναν ματαιόδοξο, γάλλο ταξίαρχο, τον Etienne Gerard, που υπηρετούσε κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Ο Skolimowski δεν είχε τον πλήρη έλεγχο στην ταινία, καθώς το τελικό μοντάζ έκαναν οι παραγωγοί, και κάπως έτσι θεωρείται ως μία από τις λιγότερο επιτυχημένες του.
Όμως το “Deep End” (1970), που ακολουθεί και που είχε προβληθεί σε πρώτο χρόνο και στην Ελλάδα, με τον παραπλανητικό τίτλο «Η Πρώτη Επαφή Ενός Πρωτάρη», είναι μία από τις πιο ωραίες ταινίες του Jerzy Skolimowski, αν όχι η ωραιότερή του.
Πρόκειται για ένα μοναδικής ατμόσφαιρας ερωτικό δράμα, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν η Jane Asher (το αμόρε του Paul McCartney, αν και τότε είχαν χωρίσει), η Diana Dors, αλλά κυρίως ο 17χρονος John Moulder-Brown, με το “But I might die tonight” του Cat Stevens στους τίτλους αρχής (υπάρχει στο LP “Tea for the Tillerman”) και ακόμη με το magnum opus του krautrock, το “Mother Sky” των CΑΝ, να κοσμούν την ηχητική μπάντα.
Επειδή γι’ αυτό το σάουντρακ σκοπεύουμε να γράψουμε στο μέλλον, για κάποιον άλλο λόγο, ας μην πούμε τώρα περισσότερα...
Deep End • Jerzy Skolimowski (CAN)
Αυτή η σχέση του Jerzy Skolimowski με μουσικούς της τζαζ και του ροκ συνεχίζεται εν μέρει, όταν για τις ανάγκες της επόμενης ταινίας του “King, Queen, Knave” (1972) (ε.τ. Δασκάλα για Πρωτάρηδες) θα συνεργαστεί με τον άγγλο συνθέτη και διευθυντή ορχήστρας Stanley Myers, όπως και με τον keyboard player και κιθαρίστα Francis Monkman, που τότε έπαιζε με το progressive συγκρότημα Curved Air, βοηθώντας και τους Renaissance (αργότερα ο Monkman θα περνούσε από τους 801, των Phil Manzanera-Brian Eno, τους Sky και άλλους).
Το σενάριο, που βασίζεται στην νουβέλα του Vladimir Nabokov με τον ίδιο τίτλο, έχει να κάνει μ’ έναν ορφανό έφηβο (ο John Moulder-Brown του “Deep End”), που επισκέπτεται το θείο του (David Niven) στο Μόναχο, για να ερωτευθεί τελικά την ιταλίδα σύζυγό του (Gina Lollobrigida). H σύζυγος προτείνει στον νεαρό να βγάλει από την μέση τον θείο του (ώστε ο νεαρός να έχει κι εκείνη και την περιουσία), αλλά η κατάσταση θα στραβώσει...
Η μουσική των Myers και Monkman, που συνδυάζει σύγχρονα κλασικά, αβάντ, ροκ και ηλεκτρονικά στοιχεία έχει αρκετό ενδιαφέρον, αλλά παραμένει έως και σήμερα χωρίς δισκογραφική αποτύπωση.
Η τελευταία ταινία του Jerzy Skolimowski, που θα μας απασχολήσει σ’ αυτό το κείμενο είναι η “The Shout” (1978) (ε.τ. Η Κραυγή που Σκοτώνει), με τους Alan Bates, Sussanah York και John Hurt, και με μουσική συντεθειμένη από τους Tony Banks-Mike Rutherford (των Genesis), συν τα ηλεκτρονικά του Rupert Hine (μουσικός με προσωπική δισκογραφία, αλλά και με παρουσίες σε ηχογραφήσεις των Caravan, Jonesy, Kevin Ayers, Camel, συμμετοχές σε γκρουπ όπως οι Quantum Jump κ.λπ.).
Ένας συνθέτης προχωρημένης / ηλεκτρονικής μουσικής, που τον υποδύεται ο John Hurt, ζει με την γυναίκα του (Sussanah York) κάπου στην αγγλική επαρχία. Ένας παράξενος ταξιδιώτης (Alan Bates) θα βρεθεί κοντά στο ζευγάρι, αρχίζοντας να αφηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του στους τόπους των Αβοριγίνων (Αυστραλία), συναρπάζοντας τους οικοδεσπότες του. Τα μαγικά «δώρα», που μεταφέρει από τους ιθαγενείς, όπως και τις ικανότητες με τις οποίες εκείνοι τον έχουν εφοδιάσει, τα χρησιμοποιεί για να επιβληθεί στο ζευγάρι, εκτοπίζοντας τον άντρα και κυριαρχώντας επί της γυναίκας...
Η ταινία που έχει άμεση σχέση και με την μουσική και την λειτουργία της φωνής γενικότερα, όχι μόνον επιφανειακά, στο επίπεδο του σάουντρακ, αλλά και φιλοσοφικά, στο επίπεδο της διαλεκτικής που αναπτύσσεται ανάμεσα στο σύγχρονο / προχωρημένο και το αρχέγονο / παγανιστικό, βλέπεται σ’ ένα πρώτο επίπεδο ως ένα μεταφυσικό θρίλερ (φέρνοντας στη μνήμη τις σέβεντις αυστραλέζικες ταινίες του Peter Weir ή και τον Nicolas Roeg του “Walkabout”), αλλά κατά, βάθος πρόκειται για ένα φιλοσοφικό κινηματογραφικό δοκίμιο, με πολυποίκιλες προεκτάσεις.
Ο Τony Banks δανείζεται ένα δικό του λυρικό art rock τραγούδι, το “Undertow”, από το LP των Genesis “… And Then There Were Three…” [Charisma, 1978], το οποίο και μεταμορφώνει σ’ ένα instrumental θέμα, για το σάουντρακ του “The Shout”. Το κομμάτι, ως “From the undertow”, ακούγεται, πρώτο-πρώτο, στο προσωπικό LP του Tony Banks “A Curious Feeling” [Charisma, 1979].
Αν και αμέριστο ενδιαφέρον έχουν και τα ηλεκτρονικά του Rupert Hine (πόσο μάλλον, όταν ο βασικός πρωταγωνιστής της «κραυγής που σκοτώνει» είναι συνθέτης της ηλεκτρονικής), παρά ταύτα επίσημο σάουντρακ του “The Shout” δεν φαίνεται να εκδόθηκε.
Tony Banks ( Genesis ) - From Undertown - The Shout Original soundtrack / A Curious Feelings
Στην δεκαετία του ’80 ο Jerzy Skolimowski θα συνεργαστεί για τα σάουντρακ των ταινιών του ξανά με τον βρετανό συνθέτη Stanley Myers (ο οποίος είχε γράψει μουσική ακόμη και για ταινία του Νίκου Μαστοράκη), όπως και με τον Γερμανό Hans Zimmer – Μyers και Zimmer είχαν κοινή συνεισφορά στο σάουντρακ της ταινίας «Η Επιτυχία Είναι η Καλύτερη Εκδίκηση» (1984), στην οποία ακούγεται, επίσης, ένας πολύ σημαντικός κοντραμπασίστας της βρετανικής τζαζ, ο Barry Guy.
Τα τελευταία χρόνια ο Jerzy Skolimowski θα βρεθεί κοντά με τον συμπατριώτη του συνθέτη σύγχρονης μουσικής Paweł Mykietyn, ανοίγοντας έτσι ένα νέο μουσικό κεφάλαιο για τις ταινίες του, αυτή τη φορά περισσότερο avant, minimal, ambient έως και noisy – και σε κάθε περίπτωση άκρως εντυπωσιακό.