«Ποτέ δεν κατάλαβα πιο πολλά για τη χώρα μου και γι' αυτό που ήταν η Ελλάδα από ό,τι βλέποντάς την από μακριά. Εκείνο που με μπέρδευε κάθε φορά ήταν όταν είχα ξανά μια προσωπική επαφή με τον τόπο. Εκεί βρισκόμουν σε μια απορία. Η ιδέα που είχα εγώ για την Ελλάδα ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο, ένα σχήμα πιο ευρύ, ενώ, πλησιάζοντας, έβλεπα κάτι πιο μικρό, κάτι που μου προκαλούσε απογοήτευση.
Τελικά έχω την εντύπωση ότι στη σύγχρονη Ελλάδα είμαστε βαθύτατα επηρεασμένοι από τη φιλελληνική ματιά που έχουν οι ξένοι για εμάς. Μια εικόνα μικρότερη και απλούστερη, η οποία φτωχαίνει πάρα πολύ αυτό που θεωρώ ελληνική παράδοση.
Κάθε φορά που έρχομαι αντιμέτωπος με την ιδέα ότι ελληνικό είναι ό,τι είναι λαϊκό, βυζαντινό, στενά διασκευαστικό, μια συντόμευση της Ελλάδας, η σμίκρυνσή της, εξοργίζομαι. Η Ελλάδα που εγώ ξέρω και αισθάνομαι είναι ευρύτερη, δεν είναι η φολκλορική τουριστική εικόνα αλλά μια βαθύτατη ιστορική τομή της ανθρωπότητας και εγώ αισθάνομαι φορέας αυτής της ιδέας».
Έκανε πολλά μεγάλα έργα με σκληρά υλικά, τσιμέντο, πολυεστέρα και μολύβι. Παράλληλα, υπήρχαν πάντα και τα ζωγραφικά έργα. Τα τρία μεγάλα έργα που εκτίθενται αυτήν τη στιγμή στην γκαλερί Καλφαγιάν έγιναν στο τέλος της δεκαετίας του ’90, ίσως και το 2000, όταν ακόμα ζούσε στο Παρίσι. Όταν μεγάλωσε και δεν μπορούσε να χειριστεί τα βαριά υλικά, επέστρεψε στη ζωγραφική. Δεν σταμάτησε καθόλου, ζωγράφιζε σαν να αναπνέει, ίσως μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του.
Έτσι ξεκινάει την αυτοπαρουσίασή του ο ελάχιστα προβεβλημένος στην πατρίδα του Ιάσων Μολφέσης, σημαντικός εικαστικός και διανοούμενος που ανήκει στην ομάδα των Ελλήνων του Παρισιού των δεκαετιών 1950-1970, στο γυρισμένο στην Αίγινα πορτρέτο που του έκανε η εκπομπή «Παρασκήνιο» της δημόσιας τηλεόρασης. Σε ένα νησί όπου ο ίδιος επέλεξε να περνάει τα καλοκαίρια μαζί με την οικογένειά του και να στήσει το ελληνικό του εργαστήριο, γιατί του πήγαινε πολύ περισσότερο από άλλα. Γιατί, όπως έλεγε, το έβρισκε «λίγο άσχημο, λίγο ωραίο, ένα νησί που δεν ποζάρει, δεν προβάλλει κάτι ώστε να γοητεύσει», ότι βρισκόταν πιο κοντά στην καθημερινότητα.
Ίσως να αντανακλούσε την Ελλάδα που προτιμούσε, λιτή, έντιμη, αυθεντική. Ωστόσο τη χώρα για την οποία μιλάει με πικρία την εγκατέλειψε πολύ νωρίς. Όπως άλλωστε τόσοι άλλοι σαν εκείνον που η «πατρίδα» έδιωξε, άνθρωποι χαρισματικοί, που αναζήτησαν αλλού την τύχη τους και συχνά θριάμβευσαν.
Ο Μολφέσης εξηγεί στην εκπομπή ότι ο λόγος που έφυγε ήταν ακριβώς για να απαλλαγεί από την αγριότητα και τις διώξεις που είχε υποστεί για πολλά χρόνια τόσο κατά τη διάρκεια της Κατοχής όσο και κατά τον Εμφύλιο. Κάνοντας νέα πατρίδα του, καλλιτεχνική και όχι μόνο, το μεταπολεμικό Παρίσι των μοντέρνων κινημάτων και της μεγάλης σκέψης.
Γεννημένος το 1925 στο Παλιό Φάληρο, σε ένα περιβάλλον αρχικά εύπορο, καθώς ο πατέρας του ήταν χρηματιστής, πολύ σύντομα αντιμετώπισε την απόλυτη ανέχεια. Με την κρίση ο πατέρας του έχασε όλη του την περιουσία και για να εργαστεί αναγκάστηκε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, τόπο καταγωγής της μητέρας του, αφήνοντας πίσω την οικογένειά του.
Ο μετέπειτα καλλιτέχνης πέρασε την εφηβεία του στα Εξάρχεια και το 1941, μέσα στην Κατοχή, έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δάσκαλοί του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης, ο Δημήτρης Μπισκίνης και ο Επαμεινώνδας Θωμόπουλος. Παράλληλα, παρακολουθούσε και τη Νομική, αλλά η αντιστασιακή του δράση τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να πάει στο βουνό.
Με το τέλος του πολέμου, κατά τη στρατιωτική του θητεία στη Μακεδονία και ενώ διαδραματιζόταν ο Εμφύλιος, κατέφευγε σε βυζαντινά μοναστήρια και εκκλησίες, όπου μελετούσε αγιογραφίες και φιλοτεχνούσε εικόνες. Μετά τον στρατό διώχτηκε και πάλι για τις ιδέες του. Η αγανάκτησή του, εν τέλει, τον έκανε να «αποδράσει» από την Ελλάδα.
Όταν το 1950 ταξίδεψε στο Παρίσι, σκοπός του αρχικά ήταν να μείνει εκεί μερικούς μήνες. Τελικά έμεινε τριάντα τρία χρόνια. Την περίοδο 1951-1952 παρακολούθησε στην περίφημη École des Beaux-Arts μαθήματα τοιχογραφίας στο εργαστήριο των Ducos-Delaye και ζωγραφική με τον Jean Souverbie. Από κει ξεκίνησε μια θαυμαστή καλλιτεχνική πορεία και καριέρα. Φυσικά, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μέχρι να κατακτήσει μια εντελώς δική του προσωπική τεχνοτροπία, αλλά ο σπόρος της αναζήτησης είχε βρει γόνιμο έδαφος.
Την πρώτη του περίοδο, όπου μπορεί κανείς να διακρίνει απομεινάρια παραστατικής τέχνης, επέμενε στο άσπρο και στο μαύρο, «παρεκκλίνοντας» μόνο στο γκρι και την ώχρα και σταδιακά ενδίδοντας όλο και περισσότερο στη χειρονομιακή ζωγραφική και στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό.
Στοχαστικός και ποιητικός με υπαρξιακές και γενικότερα φιλοσοφικές αγωνίες, σε διαρκή διάλογο με την ελληνική διανόηση της γενιάς του, διατηρούσε φιλίες με προσωπικότητες όπως ο Κώστας Αξελός, ο Κώστας Παπαϊώαννου, ο νομπελίστας Κλοντ Σιμόν και ο Άρης Αλεξάνδρου. Επίσης με Έλληνες καλλιτέχνες, κάποιοι από τους οποίους ήταν συνοδοιπόροι του, όπως ο Κουλεντιανός, ο Πράσινος, ο Ξενάκης, ο Μόραλης.
Ωστόσο η δεκαετία του ’60 υπήρξε καθοριστική για την καλλιτεχνική εξέλιξή του. Ήδη η ζωγραφική του είχε γίνει ιδιαίτερα αφαιρετική όταν ήρθε σε επαφή με τις ταινίες τηλέτυπου, το τέλεξ, που κάποτε χρησιμοποιούνταν ευρέως.
Το 1963 η σύζυγός του Καλλιόπη, η οποία εργαζόταν στην Ελληνική Πρεσβεία, του πήγε κάποιες ταινίες που η ίδια είχε παρατηρήσει ότι θύμιζαν τη δουλειά του. Τέτοια εντύπωση του έκαναν οι τρυπούλες και τα κενά, η λευκή επιφάνεια στο ενδιάμεσο, και πράγματι θύμιζαν τόσο πολύ τα μαύρα στίγματα στα άμορφα ζωγραφικά του έργα, που σύντομα του έδωσαν το ερέθισμα ώστε να ξεκινήσει να αναπτύσσει ένα πολύ προσωπικό στυλ.
Δεν εξελίχθηκε αμέσως, χρειάστηκε χρόνος. «Γοητεύτηκε από την αφαίρεση αυτών των στρογγυλών σκούρων (από τη σκιά) διατρήσεων και των άσπρων επιφανειών γύρω τους. Δεν είχαν μόνο μια εμφανή συστηματική διάταξη, που ήταν αυστηρή λογική, αφού υπόβαθρό τους ήταν τα μηνύματα που μεταδίδονταν, σαν να πούμε, κρυπτογραφικά, αλλά και μια λογική συνέπεια, που θα του θύμιζε τις αινιγματικές σφήνες των Ασσυρίων και τα ιδεογράμματα των Μινωϊτών», εξηγεί ο Αλέξανδρος Ξύδης σε κείμενό του που περιλαμβάνεται σε μονογραφία η οποία εκδόθηκε το 1997.
Έτσι, οι τρύπες στις ταινίες των τέλεξ, ως πρόδρομος των ηλεκτρονικών κωδικών των σύγχρονων υπολογιστών, μέσα στα χρόνια εξελίχθηκαν από τον Μολφέση, από το χαρτί μεταφέρθηκαν στον μουσαμά και από κει σε ανάγλυφα με εξογκώματα, επαναλαμβανόμενες οπές και κοιλώματα. Στη συνέχεια απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερο όγκο και έγιναν γλυπτά, άλλοτε επιτοίχια και άλλοτε τρισδιάστατα, κατασκευές από υλικά όπως ο πολυεστέρας, ο γύψος, το τσιμέντο, ο χάλυβας, το αλουμίνιο, ο μόλυβδος και άλλες εξελιγμένες εκδοχές τους.
Αυτό ήταν το προσωπικό του αισθητικό αποτύπωμα σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν είχε λάβει ακόμα τις διαστάσεις που έχει σήμερα, που κάθε κοινωνική έκφανση εξαρτάται από αυτήν. Η πεποίθησή του, όπως την εξέφραζε σε διάφορες δημόσιες δηλώσεις του, ότι οι υπολογιστές αποτελούν τις Πυθίες του σύγχρονου κόσμου, μας κάνει να αναλογιστούμε σε τι βάθος θα είχε εξελιχθεί η δημιουργικότητα και η φαντασία του σήμερα.
Είναι σημαντικό να πούμε, όμως, πως, όσο ζούσε, τους υπολογιστές δεν τους χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει αλλά για να μετουσιώσει σε τέχνη τη νέα για την εποχή του γλώσσα, μετατρέποντάς τη σε μια δική του εικαστική γλώσσα.
Έγραφε το 1975 στο Παρίσι: «Αυτό το ‘’μέλλον’’ που μας προβάλλουν ως αναπότρεπτη εξέλιξη δεν είναι παρά μια εικόνα ατελής και αφελής, μια προέκταση του παρόντος. Οι άνθρωποι παγιδεύονται στην εικόνα που φτιάχνουν για το μέλλον. Οι άνθρωποι παγιδεύονται φτιάχνοντας το ίδιο τους το πεπρωμένο».
Έχοντας την τύχη να ζει στη Γαλλία, μια χώρα που ανέκαθεν στήριζε τη δημόσια αναπαραγωγή της αβανγκάρντ, κατάφερε να κάνει την αντισυμβατική γλυπτική πρότασή του «δημοκρατικό» αγαθό. Μια σειρά από συνεργασίες με σπουδαίους αρχιτέκτονες όπως ο Γιώργος Κανδύλης κατέληξε το 1970 στην «Αγορά», που προοριζόταν για τις τρεις εσωτερικές αυλές ενός σχολείου στην Τουλούζη.
Μια υπερμεγέθης γλυπτική κατασκευή από ημίλευκο τσιμέντο γύρω από την οποία οι μαθητές μπορούσαν να μαζεύονται και να κάθονται, μια σύγχρονη «αγορά» που οδηγούσε στον «Προπαρασκευασμένο Ναό» και από εκεί στον «Λαβύρινθο». Προφανώς τον ενδιέφερε τα γλυπτά του να αγγίζονται, να γίνονται κομμάτι της καθημερινότητας των ανθρώπων στους οποίους ανήκαν. Παράγωγο της «Αγοράς» είναι και η «Σαρκοφάγος», που εξέλισσε μέσα στα χρόνια με παραλλαγές της. Συγχρόνως, σε μια άλλη σειρά έργων προσπαθούσε να παντρέψει τη γλυπτική με τη ζωγραφική.
Οι πετυχημένοι πειραματισμοί τα επόμενα χρόνια γέννησαν μνημειώδεις γλυπτικές εγκαταστάσεις, όπως το «Υδρογόνο», το «Locomocrocodile» για τρεις παιδικούς σταθμούς, το «Απολίθωμα», σειρά σωληνώσεων που βγαίνουν από το έδαφος, το «Ήλιον Β», το «Ανάγλυφο τείχος», το «Δέλτα», ένας υπερμεγέθης χαρταετός με φτερά από διαφανή πολυεστέρα και ακρυκολόρ, τοποθετημένος σε έναν λόφο για το Πειραματικό Λύκειο Λεονάρντο ντα Βίντσι στην κεντρική Γαλλία.
Αλλά και μια σειρά εκπληκτικών δημόσιων και ιδιωτικών έργων στην Ελλάδα, όπως ο μεταλλικός διάτρητος κύβος με τίτλο «ΜΧΧΩ 3010 ΙΙ» στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, ο «Πλανήτης» της Συλλογής Εμφιετζόγλου στο Μαρούσι, ένας «Σιδερένιος διάδρομος», τμήμα του οποίου εκτίθεται στην Εθνική Πινακοθήκη, και δύο τοίχους για την Ελληνική Βιομηχανία Όπλων, τους «Τήξη Α» και «Τήξη Β», που μετά το κλείσιμο του εργοστασίου εγκαταλείφθηκαν και μόνο πρόσφατα εντοπίστηκε μέρος τους, αλλοιωμένο, σε εντελώς άλλο χώρο – επρόκειτο για έργο μεγάλης σημασίας που θα έπρεπε να διασωθεί και να αποκατασταθεί.
Σε μια σειρά ανάγλυφων που βασίστηκαν σε φωτοτυπίες φωτογραφιών διάτρητων ταινιών τέλεξ έδωσε τον τίτλο «Η κολόνα του Τραϊανού σε επιδιόρθωση» και την αφιέρωσε στον Ίταλο Καλβίνο. Να επισημάνουμε επίσης ότι επιμελήθηκε και το αμφιθέατρο όπου διεξάγεται το Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ της Αίγινας στην οικία της γλύπτριας Βένιας Δημητρακοπούλου.
Το 1988 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι διαλέξεις του ήταν οι πολυπληθέστερες, προσελκύοντας απίστευτο αριθμό φοιτητών. Δύο χρόνια μετά επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έμεινε για δέκα χρόνια. Αφιερώθηκε και πάλι στην τέχνη του με εξαιρετικά αποτελέσματα τόσο στη ζωγραφική όσο και στη γλυπτική. Σαν να διαισθανόταν το επερχόμενο τέλος, τα τελευταία χρόνια του τα μοίραζε μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας: Παρίσι - Αθήνα - Αίγινα. Ήταν 19 Ιανουαρίου 2009 όταν πέθανε σε ηλικία 84 ετών, δουλεύοντας μέχρι και την τελευταία στιγμή.
Όπως λέει η κόρη του Ειρήνη Μολφέση: «Δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει ποτέ. Έκανε πολλά μεγάλα έργα με σκληρά υλικά, τσιμέντο, πολυεστέρα, μολύβι, και παράλληλα υπήρχαν πάντα και τα ζωγραφικά έργα. Τα τρία μεγάλα έργα που εκτίθενται αυτήν τη στιγμή στην γκαλερί Καλφαγιάν έγιναν στο τέλος της δεκαετίας του ’90, ίσως και το 2000, που ακόμα ζούσε στο Παρίσι. Όταν μεγάλωσε και δεν μπορούσε να χειριστεί τα βαριά υλικά, επέστρεψε στη ζωγραφική. Δεν σταμάτησε καθόλου, ζωγράφιζε σαν να αναπνέει, ίσως μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του».
Ποια ήταν στο τέλος η σχέση του με την Ελλάδα; «Είχε διακόψει για πολλά χρόνια τη σχέση του με τη χώρα, ιδίως τα χρόνια της δικτατορίας, και όταν τα πράγματα άλλαξαν και υπήρχε η προοπτική ακόμα και να επιστρέψει για να ζήσει μόνιμα πια, τον ανησυχούσε πολύ πώς το κοινωνικό κομμάτι και η γλυκύτητα του τοπίου, ακόμα και η μικρή κλίμακα, μπορούν να επιδράσουν στη δουλειά και στον ψυχισμό ενός καλλιτέχνη και σκεπτόμενου ανθρώπου. Έβρισκε ότι ήταν πολύ καθησυχαστική η ατμόσφαιρα και ότι αυτό το γεγονός μπορούσε να αμβλύνει την αιχμηρότητα της αντίληψής του».
Θα έλεγε ότι στο τέλος ο πατέρα της «συμφιλιώθηκε» με την πατρίδα του; Μου απαντά: «Δεν είναι ότι δεν ήταν συμφιλιωμένος, απλώς του ήταν δύσκολο. Ξέρετε, η ανωνυμία μιας ξένης, μεγάλης χώρας, όπως είναι η Γαλλία, είναι μια τρομερή ελευθερία. Το βρίσκουμε στη δουλειά πολλών Ελλήνων καλλιτεχνών και διανοουμένων που έχουν δημιουργήσει έργο και έχουν κάνει καριέρα έξω, και όταν επιστρέφουν πιέζονται από τα όρια της μικρής χώρας. Γιατί η σχέση με αυτήν τη χώρα, ακριβώς επειδή είναι τόσο μικρή, είναι πάρα πολύ συναισθηματική».
Ιάσων Μολφέσης (1925 - 2009)
Kalfayan Galleries (Χάριτος 11, Κολωνάκι, Αθήνα)
Έως 5/3
Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα 11:00-15:00, Τρ.-Παρ. 11:00-19:00, Σάβ. 11:00-15:00