ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ένας ψυχολόγος του Χάρβαρντ, ο Ρόμπερτ Γέρκιζ, σχεδίασε ένα τεστ νοημοσύνης που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα. Η κρίσιμη μάζα εφαρμογής θα ήταν τελικά οι νεοσύλλεκτοι του αμερικανικού στρατού. Περί το 1,75 εκατομμύρια Αμερικανοί στρατιώτες πήραν μέρος ή υποβλήθηκαν στην άσκηση μέτρησης της νοημοσύνης τους.
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων προκάλεσε τεράστιο σοκ: οι λευκοί Αμερικανοί είχαν τη νοητική ηλικία 13χρονου. Οι μετανάστες από την ανατολική και νότια Ευρώπη ήταν πιο κάτω, ενώ στον πάτο της κλίμακας ήταν οι μαύροι Αμερικανοί, με νοητική ηλικία σχεδόν 10χρονου παιδιού.
Τα αποτελέσματα δεν ήταν απλώς ευρήματα που έμειναν στη βιβλιογραφία. Χρησιμοποιήθηκαν για τη χάραξη και την εφαρμογή κεντρικών πολιτικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Για παράδειγμα, οι ποσοστώσεις που επιβλήθηκαν μετά το 1920 στη μετανάστευση πληθυσμών από τη νότια και ανατολική Ευρώπη είχαν ως αιτιολογία τη χαμηλή βαθμολογία που σημείωσαν οι νεοσύλλεκτοι από αυτές τις περιοχές στο τεστ νοημοσύνης. Αποκλείστηκαν έτσι Έλληνες, Σικελοί και Νότιοι Ιταλοί, Εβραίοι από τις περιοχές της Ουκρανίας, της Πολωνίας κ.λπ.
Τα στοιχεία για τον δείκτη νοημοσύνης χρησιμοποιήθηκαν και για πολιτικές ευγονικής που ήταν πολύ διαδομένες στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με αποκορύφωμα τα χρόνια του ναζισμού στη Γερμανία. Ένας νόμος που ψηφίστηκε στις ΗΠΑ το 1927 προέβλεπε υποχρεωτική στείρωση. Ένα από τα κριτήρια ήταν ο χαμηλός δείκτης νοημοσύνης. Ίσως δεν είναι γνωστό ότι ο νόμος αυτός καταργήθηκε μόλις το 1978, αφού είχαν υποβληθεί σε στείρωση χιλιάδες Αμερικανοί.
Κι ύστερα ήρθε η αμφισβήτηση των αριθμών του τεστ. Όχι των ίδιων των αριθμών αλλά των μεθόδων με τις οποίες οι αριθμοί προέκυψαν, αναλύθηκαν και τυποποιήθηκαν. Το τεστ διενεργήθηκε σε αίθουσες κακοφωτισμένες και χωρίς έπιπλα. Νεοσύλλεκτοι που μόλις είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική δεν καταλάβαιναν καθόλου τι τους έλεγαν. Άλλοι που μιλούσαν αγγλικά δεν ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν. Στρατιώτες που έπιαναν για πρώτη φορά μολύβι στη ζωή τους έπρεπε να γράψουν πόσους κύβους μετρούσαν ή ποιο ήταν το επόμενο σύμβολο σε μια ακολουθία.
Όλο και περισσότερο μιλάμε στην εποχή μας για το media literacy, τον μιντιακό αλφαβητισμό, που θα μας βοηθάει να αναγνωρίζουμε την ψεύτικη και την κατασκευασμένη είδηση. Το number literacy είναι μια άλλη μορφή αλφαβητισμού.
Η Σάνε Μπλάου είναι διδάκτωρ Οικονομετρίας και γνωστή δημοσιογράφος εκλαΐκευσης οικονομικών θεμάτων του ολλανδικού Τύπου. Στο βιβλίο της Η μεροληψία των αριθμών, που έγινε μπεστ σέλερ στην Ολλανδία και ήδη μεταφράζεται σε πολλές γλώσσες, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της επιχείρησης «τεστ νοημοσύνης» στις ΗΠΑ για να βάλει τους αριθμούς στη θέση τους. Ούτε σε βάθρο ούτε στα σκουπίδια, αλλά εκεί όπου πραγματικά πρέπει να είναι.
Διαβάζοντας το βιβλίο, συνειδητοποιούμε ότι η ζωή μας είναι βουτηγμένη μέσα στους αριθμούς. Καταναλώνουμε αριθμούς και οι αριθμοί επηρεάζουν τη ζωή μας αλλά και το πώς αυτή παρουσιάζεται.
Η Μπλάου γράφει, μεταξύ άλλων, για τους αριθμούς στον καιρό της πανδημίας. Όχι μόνο για τα casualties, κρούσματα και νεκρούς. Αλλά και για πιο σύνθετες οικονομετρικές έννοιες με τις οποίες ήρθαμε αντιμέτωποι στην καθημερινότητά μας. Εκθετική διασπορά, αριθμός μετάδοσης, επιπέδωση καμπύλης, δηλαδή μεγέθη που μας απασχολούν στον ίδιο βαθμό με τους άλλους αριθμούς της καθημερινότητάς μας, για παράδειγμα πόσα λάικ έχει μια ανάρτησή μας στα κοινωνικά δίκτυα ή τι έδειξε η τελευταία δημοσκόπηση για την απήχηση του Μητσοτάκη και του Τσίπρα.
«Οι αριθμοί προσδίδουν επιστημονική εγκυρότητα, πείθουν», γράφει η Μπλάου. «Εκεί που οι λέξεις γρήγορα χρωματίζονται, οι αριθμοί μοιάζει να αντιπροσωπεύουν ουδέτερα την πραγματικότητα. Όσο σημαντικοί και αν είναι οι αριθμοί, δεν είναι ποτέ αντικειμενικοί. Αυτό ξεκινάει από την ίδια τη μέτρηση. Το τι και το πώς μετράς είναι εξ ορισμού υποκειμενική απόφαση». Επομένως οι αριθμοί παραπλανούν.
Η παραπλάνηση των αριθμών παρουσιάζεται μέσα από παραδείγματα που είναι ταυτόχρονα και υπέροχες ιστορίες. Αυτό το στοιχείο κάνει το βιβλίο της Μπλάου αξιανάγνωστο, κάτι στο οποίο συμβάλλει και η μετάφραση της Μαργαρίτας Μπονάτσου.
Είδαμε ήδη την ιστορία του τεστ νοημοσύνης. Μια άλλη ιστορία έχει σχέση με τον αριθμό των νεκρών Βρετανών στρατιωτών στο Πόλεμο της Κριμαίας το 1856. Ο τρόπος με τον οποίο διάβαζε το υπουργείο Στρατιωτικών αυτούς τους αριθμούς έδειχνε ότι οι θάνατοι οφείλονταν στις μάχες. Αλλά η Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ, η νοσοκόμα που έδρασε στον Κριμαϊκό Πόλεμο και απέκτησε το στάτους ηρωίδας, διάβασε αλλιώς τους αριθμούς: έδειξε ότι οι περισσότεροι θάνατοι οφείλονταν στο κακό σύστημα περίθαλψης των τραυματιών.
Εδώ η παραπλάνηση των αριθμών στηριζόταν στην ερμηνεία τους. Το υπουργείο Στρατιωτικών συσχέτισε τον αριθμό των νεκρών με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Αλλά η Νάιτινγκεϊλ έδειξε ότι η αιτία θανάτου των περισσότερων στρατιωτών ήταν άλλη. Το παράδειγμα δείχνει ότι ένα κλασικό σφάλμα που κάνουμε είναι η σύγχυση μεταξύ συσχέτισης και αιτιότητας. Και ότι δεν είναι απαραίτητο, όταν δύο πράγματα συνδέονται, το ένα να προκαλεί αυτόματα το άλλο.
Ένα άλλο παράδειγμα παραπλάνησης που δίνει η Μπλάου στηρίζεται στην περίφημη έρευνα του βιολόγου Αλφρεντ Κίνσεϊ για τη σεξουαλική ζωή των ανδρών Αμερικανών, που δημοσιεύτηκε το 1948. Η έρευνα «Sexual behavior in the human male» είχε προκαλέσει τεράστια συζήτηση γιατί ανέτρεπε τα μέχρι τότε δεδομένα και τις πεποιθήσεις. Σύμφωνα με την έρευνα, το 90% των ανδρών είχε προγαμιαίες σχέσεις, το 50% εξωσυζυγικές, το 37% είχε μια ομοφυλοφιλική εμπειρία, ενώ ένας στους 12 άνδρες είχε εμπειρία κτηνοβασίας, ποσοστό που ανέβαινε στον ένα στους έξι για άντρες που είχαν μεγαλώσει σε αγροκτήματα.
Η έρευνα αυτή, που είχε χρηματοδοτηθεί από το Ίδρυμα Ροκφέλερ, αποδείχτηκε δημοσκοπικό φιάσκο. Το δείγμα στηριζόταν μόνο σε λευκούς άντρες των Μεσοδυτικών Πολιτειών. Εδώ η παραπλάνηση των αριθμών είχε σχέση με την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο ήταν διατυπωμένες οι ερωτήσεις.
Ξέρουμε πολύ καλά από τη σημερινή πρακτική ότι δημοσκοπήσεις που παρουσιάζονται από τα μέσα και δημιουργούν ατμόσφαιρα πατάνε σε έωλη αντιπροσωπευτικότητα και σε τρόπους διατύπωσης ερωτήσεων που οδηγούν σε συγκεκριμένα (δηλαδή επιθυμητά) αποτελέσματα γι’ αυτόν που κάνει τη δημοσκόπηση.
Οι αριθμοί, όταν χρησιμοποιούνται σωστά, βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του κόσμου αλλά και στην αλλαγή του, γράφει η Μπλάου. Αλλά τι σημαίνει «χρησιμοποιούνται σωστά;». Η απάντηση έχει σχέση με τη στατιστική, τις μεθόδους συλλογής και τυποποίησης των αριθμών, όπως βλέπουμε στα παραδείγματα που παρουσιάζει η συγγραφέας.
Μπορεί όμως ένας πολίτης να αποφύγει την παραπλάνηση ή να τη μειώσει δραστικά; Ναι, μας λέει η Μπλάου. Αρκεί να κάνουμε μερικές απλές ερωτήσεις στον εαυτό μας. Ποιος έκανε την έρευνα; Πώς συλλέχτηκαν τα στοιχεία; Πώς αναλύθηκαν; Αλλά κι εμείς τι νιώθουμε όταν ακούμε έναν αριθμό; Χαρά, φόβο, θυμό, λύπη; «Να είστε επιφυλακτικοί με τον εαυτό σας και να αναζητάτε πηγές με διαφορετική οπτική γωνία», γράφει η Σάνε Μπλάου.
Όλο και περισσότερο μιλάμε στην εποχή μας για το media literacy, τον μιντιακό αλφαβητισμό, που θα μας βοηθάει να αναγνωρίζουμε την ψεύτικη και την κατασκευασμένη είδηση. Το number literacy είναι μια άλλη μορφή αλφαβητισμού.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.