«ΣΤΗ ΖΩΗ», ΕΛΕΓΕ Ο ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ, «υπάρχουν δύο τραγωδίες. Η μία είναι να μην πραγματοποιήσεις τις επιθυμίες σου. Η άλλη είναι να τα καταφέρεις».
Παράδοξο; Ίσως. Αν πάντως κρίνουμε από τη δεσπόζουσα θέση που έχει η παραπάνω φράση στο μυθιστόρημα «Η ταχύτητα του φωτός» (μετ. Α. Βασιλάκου, Πατάκης, 2007) ο Ισπανός Χαβιέρ Θέρκας συμφωνεί απολύτως με τον αφορισμό.
Γεννημένος πριν από εξήντα χρόνια στην επαρχία του Κάθερες, πανεπιστημιακός και αρθρογράφος στην Ελ Παΐς, ο Θέρκας όπως κάθε συγγραφέας, από τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία, λαχταρούσε να διακριθεί.
Η επιτυχία δεν ήταν άμεση, ωστόσο ήρθε το 2001 με το τέταρτο βιβλίο του, τους «Στρατιώτες της Σαλαμίνας», κι ήταν εντυπωσιακή: πρότυπο μεταμοντέρνου μυθιστορήματος, μεταξύ ιστορικού αναγνώσματος, φιλοσοφικού δοκιμίου και ρεπορτάζ, αυτό το εμπνευσμένο από ένα επεισόδιο του ισπανικού εμφυλίου έργο του απέσπασε κρατικό βραβείο, σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων και μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες, συνοδεία εγκωμίων από μεγέθη όπως ο Λιόσα, ο Κούτσι, η Λέσινγκ, η Σόνταγκ ή ο Τζορτζ Στάινερ.
Στην «Ταχύτητα του φωτός» ο Χαβιέρ Θέρκας επινοεί έναν συγγραφέα-κόπια του εαυτού του, ο οποίος ψάχνοντας μια αδελφή ψυχή να του σταθεί στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής του, στρέφεται σ’ έναν «όμοιό» του, έναν δολοφόνο που έχει περάσει από ένα παρόμοιο με το δικό του τούνελ τρόμων κι ενοχών.
Ένας πανομοιότυπος καραμπινάτος θρίαμβος συμβαίνει και στον αφηγητή της «Ταχύτητας του φωτός». Από χρεοκοπημένος και άσημος συγγραφέας, ο ανώνυμος ήρωας που ενσαρκώνει το alter ego του Θέρκας, καταλήγει διάσημος, με περισσότερα χρήματα απ' όσα μπορεί να ξοδέψει, δοσμένος μ’ όλο του το είναι σε μια παραζάλη βραβεύσεων, συνεντεύξεων και ταξιδιών, ανήμπορος ν’ αντιληφθεί ότι στριφογυρνά ανεξέλεγκτος στη δίνη ενός τρομερού κυκλώνα.
Σύντομα μεταμορφώνεται σ’ ένα αλαζονικό, ματαιόδοξο τέρας, παραδομένο στο αλκοόλ και το κυνήγι γυναικών, με αποτέλεσμα να σταθεί αιτία μιας ανεπανόρθωτης τραγωδίας για τους δικούς του. Υπάρχει άραγε δρόμος λύτρωσης γι’ αυτόν;
Όπως στους «Στρατιώτες της Σαλαμίνας» έτσι και στην «Ταχύτητα του φωτός» ο Θέρκας αναζήτησε υλικό μέσα από τις στάχτες ενός πολέμου. Κι αυτήν τη φορά, στράφηκε στον πόλεμο του Βιετνάμ, στον παραλογισμό και τις συνέπειές του, βάζοντας τον μυθιστορηματικό του εαυτό, όταν δεν ξέρει από πού αλλού να πιαστεί για να μην τον κυριέψει η τρέλα, να καταφεύγει σ’ έναν παλιό του γνώριμο, τον Ρόντεϊ Φοκ. Έναν βετεράνο του Βιετνάμ, μονόχνοτο, ακοινώνητο αλλά κι ευαίσθητο, ευφυή και βιβλιοφάγο, με τον οποία στα νιάτα του, πριν ακόμα εκδώσει οτιδήποτε, μοιραζόταν το ίδιο γραφείο στο πανεπιστήμιο μιας μεσοδυτικής αμερικανικής κωμόπολης. Έναν άνθρωπο που επίσης ταλανίζεται από τύψεις και που, σε αντίθεση με αυτόν, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του.
Ο Ρόντεϊ Φοκ –στα μυστικά του οποίου μυούμαστε σταδιακά, μέσα από εμβόλιμα κεφάλαια στον βασικό αφηγηματικό κορμό του βιβλίου– όχι μόνο αναγκάστηκε να συμμετάσχει σ’ έναν πόλεμο που αρνιόταν ιδεολογικά αλλά στην πορεία έφτασε στο σημείο ως και ν’ απολαμβάνει τις θηριωδίες του.
«Το να σκοτώνεις είναι τόσο ωραίο, που σε ολοκληρώνει, σε υποχρεώνει να φτάσεις σε περιοχές του εαυτού σου που ούτε καν υποψιαζόσουν… Τώρα αγαπάω τη ζωή και τον πόλεμο, και κυρίως αγαπάω τον εαυτό μου. Είμαι ευτυχής…» έγραφε από το μέτωπο, επιβεβαιώνοντας την τρικυμία που σάρωνε το μυαλό του.
Επιστρέφοντας στο αμερικανικό έδαφος, αντιμετωπίστηκε κι αυτός με περιφρόνηση, σαν μίασμα. Την περίοδο όμως που ξανασυναντιέται με τον παλιό του φίλο, κοντά μια εικοσαετία από τη γνωριμία τους, ο Φοκ τον δικό του δρόμο λύτρωσης τον έχει βρει.
Στην «Ταχύτητα του φωτός» ο Χαβιέρ Θέρκας επινοεί έναν συγγραφέα-κόπια του εαυτού του, ο οποίος ψάχνοντας μια αδελφή ψυχή να του σταθεί στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής του, στρέφεται σ’ έναν «όμοιό» του, έναν δολοφόνο που έχει περάσει από ένα παρόμοιο με το δικό του τούνελ τρόμων κι ενοχών. Η επαφή μαζί του και η διελεύκανση των γκρίζων σελίδων της περιπετειώδους διαδρομής του θα ξυπνήσουν μέσα του την επιθυμία ν’ αναμετρηθεί μ’ ό,τι του έχει απομείνει: θα γράψει ένα μυθιστόρημα για τον άνθρωπο αυτόν.
Αυτό ακριβώς το βιβλίο υποτίθεται πως διαβάζουμε. Αλλά στην πραγματικότητα, έχουμε βυθιστεί σ’ ένα μεστό και ουμανιστικό έργο μυθοπλασίας που ανατέμνει τη φρίκη του πολέμου και την ανθρώπινη ματαιοδοξία, υμνώντας ταυτόχρονα στο έπακρο την τέχνη της γραφής.