ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΕΣ ΦΟΡΕΣ που η τελετουργία της ρουτίνας και της κακής συνήθειας επιβραβεύεται πανηγυρικά.
Κάθε χρόνο μετά τη λήξη της απευθείας μετάδοσης της οσκαρικής τελετής (της «πιο μεγάλης βραδιάς του Χόλιγουντ»), την ώρα που έξω ήδη έχει χαράξει απειλητική η Δευτέρα, υπόσχομαι ότι δεν θα βρικολακιάσω ποτέ ξανά μ’ αυτή την παρωχημένη λιτανεία και κάθε χρόνο στήνομαι ξανά από μαζοχισμό για να επιβεβαιώσω τις πιο χαμηλές μου προσδοκίες – για τον θεσμό, για το Χόλιγουντ, για το σταρ σύστεμ, για το σινεμά όπως το ξέραμε. Έξις δευτέρα φύσις κ.λπ.
Τρελά, μπαρόβια, ανάρμοστα, ανήκουστα πράγματα για τα Όσκαρ, αλλά και για οποιαδήποτε τελετή αντίστοιχου κύρους και αντίστοιχης θεαματικότητας, πόσο μάλλον για έναν θεσμό που μοιάζει να έχει θέσει ως προτεραιότητα την καταγγελία πάσης φύσεως τοξικών, βίαιων και κακοποιητικών έξεων και πρακτικών.
Φέτος όμως είχα πάρει την απόφαση ότι ποτέ ξανά, τ’ ορκίζομαι…, πολύ πριν από τη λήξη της τελετής που πλέον έχεις την αίσθηση ότι επιμένεις να την παρακολουθείς μόνο εσύ και κάτι ανώμαλοι ανά τον πλανήτη μαζί με τους φίλους και συγγενείς των υποψηφίων.
Τόσο μάταιη έμοιαζε η απόπειρα «ριζικής ανανέωσης» του θεσμού με στόχο την προσέλκυση του φευγαλέου κοινού μετά το περσινό ναδίρ θεαματικότητας. Πάνω όμως που ήμουν έτοιμος να κλείσω επιτέλους την τηλεόραση και να κατακλιθώ οριστικά και χωρίς διαλείμματα, έγινα ζωντανός μάρτυς του περιστατικού που έκανε αυτομάτως viral και περιβόητη μια απονομή που έμοιαζε καταδικασμένη να χαθεί άμεσα στη λήθη.
Ξαφνικά, ως κεραυνός εν αιθρία, συνέβη κάτι εντελώς αναπάντεχο και εκπληκτικό, και βέβαια αυτό δεν ήταν ούτε το «reunion» του Pulp Fiction ούτε η εμφάνιση του Κόπολα για τα πενηντάχρονα του «Νονού» αγκαζέ με τον Πατσίνο και τον Ντε Νίρο, ο οποίος δεν έπαιζε καν στην ταινία του ’72 και έμοιαζε μπερδεμένος που συνόδευε κάποιον άλλον σκηνοθέτη εκτός του Σκορσέζε. Ούτε και η στιγμή, όσο ευχάριστη κι αν ήταν, που εμφανίστηκε η μορφή του Μίκη Θεοδωράκη στο πλαίσιο του In Memoriam κομματιού της τελετής.
Τα πάντα σβήστηκαν από τη στιγμή που ο εμφανώς τελών «εν ευθυμία» Γουίλ Σμιθ (ένας από τους αγαπημένους μου σταρ ανέκαθεν) χαστούκισε πάνω στη σκηνή (!) τον Κρις Ροκ (έναν από τους πιο ευφυείς και τους πιο οικείους και αγαπημένους μου κωμικούς) επειδή θίχτηκε θανάσιμα, με κάποια χρονοκαθύστερηση έστω, από μια ατάκα που έμοιαζε να χλευάζει (ηπίως πάντως για τα κριτήρια του παραδοσιακού «roast» διασημοτήτων) τη σύζυγό του και επίσης επιφανή ηθοποιό, Τζέιντα Πίνκετ-Σμιθ. Ακολούθως του έριξε και μερικά «μπιπ» που ακούστηκαν μέχρι το διάστημα.
Τρελά, μπαρόβια, ανάρμοστα, ανήκουστα πράγματα για τα Όσκαρ, αλλά και για οποιαδήποτε τελετή αντίστοιχου κύρους και αντίστοιχης θεαματικότητας, πόσο μάλλον για έναν θεσμό που μοιάζει να έχει θέσει ως προτεραιότητα την καταγγελία πάσης φύσεως τοξικών, βίαιων και κακοποιητικών έξεων και πρακτικών.
Μέσα στην ασχήμια και την αμηχανία της, έμοιαζε σχεδόν υπερβατική η στιγμή, σαν μια έντονη δόση πραγματικότητας που με κάποιο τρόπο διείσδυσε στην τελετή για να τη μολύνει και να τη σημαδέψει ανεξίτηλα, όπως και έγινε. Ήταν το αντίθετο ακριβώς του προκάτ και του στημένου, παρότι εκ των υστέρων πολλοί έσπευσαν να δηλώσουν ότι αυτό το ακραίο και πρωτοφανές περιστατικό ήταν «σίγουρα στημένο». Δεν θα μπορούσε να είναι, σε κάθε περίπτωση πάντως λειτούργησε σαν αντιπερισπασμός κρότου-λάμψης που σκέπασε προσωρινά με τα απόνερα και τις προεκτάσεις του κάθε άλλο θέμα της δημόσιας συζήτησης.
Κατά τα λοιπά, η υπόλοιπη τελετή (η 94η, για όποιον μετρά ακόμα) θα ξεχαστεί σύντομα, αν δεν έχει ξεχαστεί ήδη. Δεν υπήρξε η «ταφόπλακα» του θεσμού ή του ίδιου του μέσου, όπως πολλοί είχαν προβλέψει. Δεν ήρθε ακόμα το τέλος του σινεμά, όπως δεν είχε έρθει πριν από τριάντα τόσα χρόνια το τέλος της Ιστορίας, παρά τις επίμονες ανακοινώσεις για το αντίθετο.