ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ, καλό είναι να είμαστε ρεαλιστές, εάν με αυτόν τον όρο εννοεί κανείς να υπολογίζουμε την πολυπλοκότητα των διεθνών και εθνικών συγκρούσεων, να «διαβάζουμε», όσο μπορούμε, τις μεγάλες δυναμικές και να μην παραγνωρίζουμε τα οικονομικά και γεωπολιτικά ρήγματα που έχουν αναστατώσει τον κόσμο μας.
Σε αυτή την περίπτωση, ρεαλισμός είναι απλώς μια ματιά ευαίσθητη στις λεπτομέρειες. Ένα βλέμμα που δεν μένει μόνο στις αξίες και τα ιδεολογικά πάθη αλλά ενδιαφέρεται και για τα συμφέροντα, τις συμμαχίες, τις στρατιωτικές και οικονομικές πλευρές της πραγματικότητας.
Όμως, από τη στιγμή που ξεκίνησε η εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία έχουμε γίνει μάρτυρες και ενός «άλλου», καθόλου αυτονόητου ρεαλισμού. Όσοι τον διαφημίζουν επαναλαμβάνουν ένα μοντέλο σκέψης που το είδαμε και στο διάστημα της πανδημικής κρίσης. Αυτό το μοντέλο μάς απευθύνεται με το περιβόητο πια «δεν ξέρετε εσείς, ω αφελείς, τι παίζεται πραγματικά εκεί».
Μη βλέπετε, λένε, τις εικόνες στη Μαριούπολη, στο Χάρκοβο, σε δρόμους και χωριά. Μην κοιτάτε τα καιόμενα ερείπια και τους χιλιάδες πρόσφυγες και τις καταστροφές, όλα αυτά είναι μια παραπλανητική σκηνοθεσία, μια επιφάνεια που συγκαλύπτει τη μεγάλη, αφανή σκηνή.
Έτσι, ο ρεαλισμός προβάλλει ως αποκλειστικός διακινητής μιας βαθύτερης, κρυμμένης και προφανώς καταπιεσμένης αλήθειας για την Ουκρανία, τη Ρωσία και τον κόσμο μας. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι όσοι/-ες βλέπουμε σε αυτή την τερατώδη εισβολή τη σύγκρουση με έναν αναθεωρητικό, αυταρχικό μεγαλοϊδεατισμό έχουμε πέσει θύμα μιας αυταπάτης: μιας αυταπάτης ή και μιας απάτης με όχημα τα μέσα ενημέρωσης και τους διαύλους της ιδεολογικής και πολιτισμικής υπεροπλίας της Δύσης.
Παρατηρώντας, μάλιστα, τον τρόπο που πολιτεύεται τώρα η ερντογανική Τουρκία σε σχέση με την Ουκρανία, έχω την εντύπωση πως «εφαρμόζει» αυτήν ακριβώς τη συνταγή, την οποία συστήνουν και για τη χώρα μας οι δικοί μας ρεαλιστές: να μη δεσμεύεσαι, να παίζεις σε πολλά επίπεδα.
Το παραπάνω μοντέλο σκέψης διαδόθηκε τα προηγούμενα δυο χρόνια, ελέγχοντας τα «μυστικά της πανδημίας», και τώρα γνωρίζει δόξες στο στόμα κάποιων ρεαλιστών σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, δείχνει να υποτιμάει τη νοημοσύνη όλων όσοι συμπαρατάχθηκαν με τον αγώνα των Ουκρανών. Τους παρουσιάζει ως θύματα ενός αφελούς συναισθηματισμού, αν όχι σαν δακρύβρεχτους φιλελεύθερους υποκριτές ή ενεργούμενα μιας προπαγανδιστικής εκστρατείας που, βεβαίως, βλάπτει τα εθνικά μας συμφέροντα.
Γιατί για το μεγαλύτερο μέρος των ρεαλιστών (και αυτή είναι, νομίζω, μια διαφοροποίησή τους από κάποιους μαρξιστές ριζοσπάστες εξηγητές της κατάστασης) το πρόβλημα είναι «τι συμφέρει το ελληνικό κράτος» στην αρένα των διεθνών συγκρούσεων. Έτσι τουλάχιστον παρουσιάζονται, ως υπερασπιστές των δικών μας συμφερόντων απέναντι σε αλλοεθνείς, παγκοσμιοποιημένες και «αμερικανοκίνητες» εκστρατείες.
Η αλήθεια είναι πως αυτός ο συμφεροντολόγος ρεαλισμός είναι αρκετά διαδεδομένος. Ειδικά σε καθημερινές συζητήσεις και στο πώς σκέφτονται πολλοί συμπατριώτες μας που δηλώνουν κατά τεκμήριο «γνώστες».
Σε ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο άλλωστε αποτυπώθηκε και στις έρευνες, η διεθνής στάση της χώρας πρέπει να υπακούει αυστηρά στο «τι μας συμφέρει» ή «στο τι παίρνουμε και τι δίνουμε».
Μάλιστα, αυτή η άποψη έχει και μια πιο ακραία εκδοχή, όταν υπάρχουν πολιτικοί και οπαδοί τους που υποστηρίζουν στα σοβαρά ότι από τους διεθνείς θεσμούς ή τις συμμαχίες μας αυτό που έχει νόημα είναι πόσα κερδίζουμε χωρίς να δίνουμε κάτι. Γι’ αυτούς, αν ήταν να μην προσφέρουμε τίποτα παρά μόνο να είχαμε εισπράξεις και απολαβές, αυτό θα ήταν το απόγειο της εθνικής επιτυχίας. Και η συγκεκριμένη στάση έχει πολλούς θιασώτες στη χώρα. Τη συναντάς σε ψηφοφόρους της αριστεράς αλλά και σε πολλούς συντηρητικούς ή και ακροδεξιούς.
Παρατηρώντας, μάλιστα, τον τρόπο που πολιτεύεται τώρα η ερντογανική Τουρκία σε σχέση με την Ουκρανία, έχω την εντύπωση πως «εφαρμόζει» αυτήν ακριβώς τη συνταγή, την οποία συστήνουν και για τη χώρα μας οι δικοί μας ρεαλιστές: να μη δεσμεύεσαι, να παίζεις σε πολλά επίπεδα και ταμπλό, να μην αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ως Δύση αλλά ως τα πάντα, ανάλογα με τη στιγμή. Και αν είναι δυνατό, να παίρνεις τον χρωματισμό του εκάστοτε συνομιλητή σου σαν ένα είδος χαμαιλέοντα της επιβίωσης και της κουτοπονηριάς. Αυτή είναι η πρακτική πολιτική τους ηθική.
Συνέβη όμως το εξής τον μήνα αυτού του πολέμου. Αυτός ο ρεαλισμός με τις φορτικές του υποδείξεις και τις υποσχέσεις του για τη «βαθύτερη αλήθεια που μας κρύβουν» έχει λάβει μια πραγματικά αποκρουστική μορφή. Από τις πρώτες μέρες καλεί τους Ουκρανούς να αποδεχτούν την ήττα τους, τον αυτοχειριασμό τους. Στο όνομα της επιβεβαίωσης της Ρωσίας, οι «ρεαλιστές» απαιτούν την παραίτηση των Ουκρανών από τα δικά τους συμφέροντα και τα δικά τους δίκαια.
Αυτό που δεν καταλαβαίνουν όμως αυτοί οι όψιμοι σύμβουλοι της υποταγής είναι ότι στη συγκεκριμένη σύγκρουση οι περισσότεροι είναι με την Ουκρανία και «από συμφέρον» (ας πω κι εγώ τη λέξη που τους συναρπάζει). Γιατί συμφέρον δεν είναι μόνο το φυσικό αέριο, η ροή κεφαλαίων, η εξασφάλιση πόρων ή όσα διατυμπανίζουν στρατιωτικοί αναλυτές και διάφοροι άλλοι θαυμαστές της πουτινικής μηχανής.
Συμφέρον δεν είναι αυτά που σπεύδει τώρα να κάνει ο Ερντογάν, καλώντας τους ολιγάρχες να «επενδύσουν στη χώρα», κίνηση που είμαι βέβαιος πως θα την παρουσιάσουν ως δείγμα ανεξάρτητης και ρεαλιστικής πολιτικής. Το δικό μας συμφέρον είναι η ήττα ενός μεγαλοϊδεάτικου αναθεωρητισμού που επιχειρεί να επαναφέρει ένα παλιό μοντέλο «αυτοκρατορίας».
Το να ηττηθεί ή, έστω, το να μην περάσει το σχέδιο της Ρωσίας σε αυτήν της την επιθετική κίνηση δεν είναι λοιπόν μόνο θέμα συναισθημάτων και ηθικής έγνοιας. Οι ρεαλιστές που ζητούν την ουκρανική υποταγή πρέπει να ξέρουν πως δεν υπάρχει ένας μόνο ρεαλισμός. Η άποψή τους πως η «φιλοδυτική» ουκρανική επιλογή είναι μια φιλελεύθερη, ιδεαλιστική αφέλεια είναι τελείως λάθος.
Για να θυμηθούμε τον Χέγκελ, το οικουμενικό και το γενικό υπάρχουν με ενεργό τρόπο (και όχι ως αφηρημένες αρχές) όταν ενσαρκώνονται σε συγκεκριμένους λαούς. Στη συγκεκριμένη περίσταση ο ουκρανικός λαός δεν εκφράζει μόνο τη δίκαιη αντίστασή του ή ένα υποκειμενικό δίκιο. Μας φανερώνει, με τον τρόπο του και τα μαρτύριά του, την ευρύτερη ιδεολογική, πολιτική και πολιτισμική σύγκρουση της εποχής με τις δυνάμεις του αντιδραστικού, αναθεωρητικού αυταρχισμού.
Στον εθνικό και πολιτικό αγώνα των Ουκρανών αναγνωρίζεται έτσι μια ευρύτερη κοινότητα συμφερόντων και πεποιθήσεων. Και όσες αντιρρήσεις και ενστάσεις κι αν έχει κανείς για τα δυτικά πράγματα, προτιμούμε αυτή την κοινότητα συμφερόντων και πεποιθήσεων από το φαντασιακό «αυτοκρατορικό» σχέδιο της πουτινικής Ρωσίας.
Έχουμε άραγε «συμφέρον» ως Έλληνες να είμαστε μέρος αυτής της σύγκρουσης; Πολλοί, δεξιά και αριστερά, πιστεύουν ότι το κόστος είναι μεγαλύτερο από τα οφέλη. Στέκονται ιδίως στην ενεργειακή κρίση και στο μεγάλο κύμα ακρίβειας που πιέζει αφάνταστα τον κοινωνικό ιστό και τις προοπτικές της ανάκαμψης μετά τα διαρκή κύματα κρίσεων. Ξεχνούν όμως όχι μόνο την αυτοδύναμη ηθική σημασία της αλληλεγγύης στα θύματα μιας εισβολής αλλά και το νόημα που θα έχει στους καιρούς που έρχονται η απερίφραστη αποδοκιμασία των τυχοδιωκτικών και αναθεωρητικών πειρασμών απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Είμαστε σε μια στιγμή όπου τα πράγματα στη διεθνή ζωή είναι πιο πολύπλοκα από ποτέ και όμως, αυτή ακριβώς τη στιγμή, γνωρίζουμε ποιος είναι ο κακός της Ιστορίας: αυτός που απειλεί κι άλλα έθνη, γιατί δεν έχει λύσει το υπαρξιακό πρόβλημά του με τα αυτοκρατορικά απωθημένα του παρελθόντος του. Το να έχουμε επίγνωση των συμφερόντων δεν σημαίνει πως πρέπει να περιφρονούμε πολιτικές αξίες και ηθικές διαισθήσεις. Δεν μας μετατρέπει σε επιτήδειους ουδέτερους ή ακόμα χειρότερα σε απολογητές ενός δεσποτισμού που ισοπεδώνει χωριά και φιμώνει την ίδια του την κοινωνία.
Αν ρεαλισμός είναι η ωμή ή πιο κομψή απολογητική του τυράννου, προτιμούμε, εν πλήρη συνειδήσει, να είμαστε με τους απειλούμενους. Με αυτούς, εν τέλει, που δεν επιζητούν να υποδουλώσουν κανέναν παρά μόνο να υπάρξουν ελεύθερα και με ασφάλεια στις εστίες τους.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.