«ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΜΙΣΑ», έγραφε ο Ντοστογιέφσκι τον Σεπτέμβριο του 1863 από το Παρίσι, συνοδεύοντας το γράμμα του μ’ ένα ποσό κερδισμένο στο καζίνο του Βισμπάντεν: «Στο Βισμπάντεν έφτιαξα ένα σύστημα παιχνιδιού, το εφάρμοσα και κέρδισα αμέσως 10.000 φράγκα. Το πρωί δεν το εφάρμοσα, παθιάστηκα κι αμέσως έχασα. Το βράδυ ξαναγύρισα στο σύστημά μου, το εφάρμοσα με κάθε αυστηρότητα και κέρδισα πάλι με άνεση 3.000 φράγκα. Πες μου λοιπόν: ύστερα απ’ αυτό, πώς να μείνεις απαθής, πώς να μην πιστέψεις ότι αν ακολουθούσα αυστηρά το σύστημά μου η ευτυχία θα’ ταν στα χέρια μου. Και μου χρειάζονται λεφτά. Για μένα, για σένα, για τη γυναίκα μου, για να γράψω το μυθιστόρημά μου. Εδώ, έτσι στ’ αστεία, κερδίζουν δεκάδες χιλιάδες. Ναι, αυτό το ταξίδι το έκανα για να σωθούμε όλοι μας και να εξασφαλίσω κι εγώ τον εαυτό μου από τη δυστυχία»…
Λίγες μέρες αργότερα, ταξιδεύοντας από το Παρίσι για την Ιταλία, ο Ντοστογιέφσκι ξαναπέρασε από το καζίνο, αλλά αυτή τη φορά δεν κέρδισε. Έμεινε με 35 μόλις φράγκα. Όμως, «τα χαμένα του λεφτά, ο Ντοστογιέφσκι τα έκανε αμέσως ιδέες», σημειώνει ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος στο βιβλίο του «Ο μεγάλος αμαρτωλός», απ’ όπου και η παραπάνω επιστολή.
Τότε ήταν που άρχισε να διαμορφώνεται μέσα του το σχέδιο του «Παίκτη». Ένα γραπτό για τον πυρετό του τζόγου, την αδιέξοδη μανία του ρίσκου, που αρχικά σχεδιαζόταν ως διήγημα.
Αυτή η καυστική ιστορία του, η γεμάτη μαύρο χιούμορ, παραμένει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως μια οξυδερκής ανατομία ενός πάθους και μιας εποχής.
Ομολογημένος στόχος του συγγραφέα ήταν να δώσει ζωή σ’ έναν «τύπο Ρώσου του εξωτερικού», με χαρακτήρα αυθόρμητο μεν κι αρκετά καλλιεργημένο, αλλά αδιαμόρφωτο ακόμη, που έχει χάσει την πίστη του αλλά δεν τολμά και να μην πιστεύει, που διαμαρτύρεται κατά των καθιερωμένων αξιών αλλά τις φοβάται ταυτόχρονα και του οποίου όλοι οι χυμοί της ζωής κι όλες του οι δυνάμεις έχουν διοχετευτεί στη ρουλέτα.
Στο πρόσωπο του ήρωά του, ο Ντοστογιέφσκι έβλεπε κάτι παραπάνω από έναν απλό παίκτη. «Είναι ένας ποιητής στο είδος του» έλεγε, όταν αναφερόταν στο διήγημα που είχε στον νου του, «το θέμα όμως είναι πως ο ίδιος ντρέπεται γι’ αυτήν την ποίηση γιατί νιώθει βαθιά πόσο φτηνή είναι, παρόλο που η ανάγκη του κινδύνου τον εξυψώνει κάπως μπροστά στα ίδια του τα μάτια».
Ο «Παίκτης» έγινε τελικά νουβέλα που ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από έναν μήνα, στα διαλείμματα της συγγραφής του «Έγκλημα και Τιμωρία», και πρωτοδημοσιεύτηκε στην Πετρούπολη, το 1866, ενσωματωμένος στα «Άπαντα» του συγγραφέα που εκδόθηκαν από τον οίκο «Στελόφσκι».
Μια ζωή ο Ντοστογιέφσκι αγωνιζόταν να επιβιώσει από τα γραπτά του, αλλά η πίεση που του ασκούνταν εκείνη τη χρονιά ήταν ασφυκτική. Δεσμευμένος από ένα πολύ σκληρό συμβόλαιο με τον Στελόφσκι, ήταν υποχρεωμένος να του παραδώσει ως την 1η Νοεμβρίου ένα καινούριο βιβλίο 192 σελίδων, διαφορετικά θα έχανε την κυριότητα όλων των συγγραφικών δικαιωμάτων για τα έργα του που είχαν ήδη εκδοθεί.
Την τελευταία στιγμή, κι αφού είχε αρνηθεί τη βοήθεια που του προσέφεραν φίλοι, να περιοριστεί δηλαδή στον σκελετό και στην τελική επεξεργασία ενός κειμένου που θα έγραφαν άλλοι στη θέση του, προσέλαβε μια σπουδάστρια στενογραφίας –αυτήν που έμελλε να γίνει η επόμενη, αφοσιωμένη σύζυγός του– κι ευθύς αμέσως άρχισε να της υπαγορεύει αυτό που θα χαρακτηριζόταν ως ένα από τα πιο αυτοβιογραφικά του γραπτά.
Η δράση στον «Παίκτη» εκτυλίσσεται σε μια επινοημένη ευρωπαϊκή λουτρόπολη, το Ρουλέτενμπουργκ, και αφηγητής της ιστορίας είναι ένας νεαρός ξεπεσμένος αριστοκράτης, ο Αλεξέι Ιβάνοβιτς, δάσκαλος στην υπηρεσία ενός χαρτοπαίχτη, μάλλον διεφθαρμένου στρατηγού.
Γύρω τους, ζωντανεύει ένας πολυπληθής θίασος από Ρώσους και Πολωνούς εμιγκρέδες, ευγενών και απατεώνων, «γλεντζέδων» αγκιστρωμένων στη φρενίτιδα του παιχνιδιού και τη λατρεία του χρήματος, βυθισμένων στο χάος και την παρακμή. Κι ανάμεσά τους ξεπροβάλλει η προγονή του στρατηγού, η αινιγματική και αντιφατική Πολίνα, μια γυναίκα με δύσκολο χαρακτήρα που, εκμεταλλευόμενη τον έρωτα του δασκάλου της προς εκείνη και λοιδορώντας τα αισθήματά του, τον σπρώχνει προς τον τζόγο όλο και πιο βαθιά…
Την 1η Νοεμβρίου 1866 ο «Παίκτης» ήταν έτοιμος προς παράδοση. Ο εκδότης Στελόφσκι, όμως, είχε φροντίσει να εξαφανιστεί από την Πετρούπολη για μην παραλάβει τα χειρόγραφα. Ο Ντοστογιέφσκι φρόντισε με τη σειρά του να παραδώσει το βιβλίο σε επίσημη αρχή. Κι έκτοτε, αυτή η καυστική ιστορία του, η γεμάτη μαύρο χιούμορ, παραμένει στην ιστορία της λογοτεχνίας ως μια οξυδερκής ανατομία ενός πάθους και μιας εποχής.
*Ο «Παίκτης» κυκλοφορεί στα ελληνικά σε διάφορες εκδόσεις. Ανάμεσά τους, αυτή του Γκοβόστη (μετ. Α. Σαραντίδη), του οίκου Ροές (μετ. Στ. Αργυροπούλου) και του Μίνωα (μετ. Κίρα Σίνου).