ΑΠΟ ΤΗ ΝΙΚΗ ΤΟΥ Εμανουέλ Μακρόν πολλά συμπεράσματα μπορούν να προκύψουν. Ας εστιάσουμε σε τρία από αυτά, σε σχέση με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, το γαλλικό πολιτικό τοπίο και κάποιες παγκόσμιες τάσεις στην εκλογική συμπεριφορά.
Πρώτο συμπέρασμα: Με τη νίκη του Μακρόν η Ευρώπη γλίτωσε τα χειρότερα (και η Ελλάδα μπορεί να αισθάνεται πιο ήσυχη). Η εκλογή της Μαρίν Λεπέν, με τον διακηρυγμένο ευρωσκεπτικισμό της –και παρά τις όποιες μεταλλάξεις της–, πιθανότατα θα προκαλούσε αποσταθεροποίηση στην Ευρώπη, και μάλιστα σε μια χρονική περίοδο πολλαπλών κρίσεων. Η γεωπολιτική κρίση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η ενεργειακή-πληθωριστική κρίση που συμπιέζει όλη την Ευρώπη, τα απόνερα της πανδημίας, καθιστούν τον κοινό βηματισμό των ευρωπαϊκών χωρών πιο αναγκαίο από ποτέ.
Το τελευταίο που χρειαζόταν η Ευρώπη σε ένα τέτοιο περιβάλλον ήταν στην ηγεσία της ισχυρότερης στρατιωτικής και μοναδικής πυρηνικής δύναμης της Ε.Ε. να βρεθεί μια πολιτικός με τα χαρακτηριστικά της Μαρίν Λεπέν.
Συνακόλουθα, την εκλογή Μακρόν επιθυμούσε και η Ελλάδα. Μια χώρα με το δικό μας μέγεθος, τα δικά μας οικονομικά δεδομένα και με ανοιχτά εξωτερικά ζητήματα είναι σημαντικό να συντονίζει τον βηματισμό της με το πανίσχυρο –όταν είναι ενωμένο– ευρωπαϊκό (και γενικά δυτικό) μπλοκ, προκειμένου να προστατεύσει κυρίως τα δικά της συμφέροντα. Επίσης, το γεγονός ότι ο Μακρόν είναι ο Πρόεδρος που δρομολόγησε την ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία και στήριξε τη χώρα μας σε πολλές περιπτώσεις σίγουρα δημιουργεί μια ασφάλεια ότι η πολιτική αυτή (που ασφαλώς στηρίζεται και σε κοινά συμφέροντα) δεν θα αλλάξει.
Οι βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν σε ενάμιση μήνα θα είναι πολύ κρίσιμες, καθώς θα είναι η τελευταία ευκαιρία επιβίωσης των παραδοσιακών κομμάτων
Δεύτερον, η γαλλική πολιτική σκηνή αλλάζει και τριχοτομείται. Η εκλογή Μακρόν ανέτρεψε το κλασικό δίπολο της 5ης Δημοκρατίας, με βασικούς πυλώνες την «γκολική» δεξιά (με την όποια πολυσυλλεκτικότητά της) και το ιστορικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Μακρόν το 2017 εξαΰλωσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο απορρόφησε έχοντας εισροές και από τη δεξιά. Στη διάρκεια της θητείας του, με τα ανοίγματα προς τη δεξιά και σε πρόσωπα και σε πολιτικές, ουσιαστικά έγινε ο εκφραστής της και στις πρόσφατες εκλογές απορρόφησε και το κόμμα των Ρεπουμπλικανών. Ο Μακρόν, κυριαρχώντας διαδοχικά στον «συστημικό» χώρο των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων, χάρη στο διευρυμένο «κέντρο» που δημιούργησε, άφησε περιθώρια αντιπολίτευσης στον χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς και δεξιάς αντίστοιχα.
Αυτή η τριχοτόμηση μπορεί να βόλεψε τον κεντροδεξιό και κεντροαριστερό χώρο και το ’17 και το ’22, αλλά μελλοντικά μπορεί να αποδειχθεί παγίδα. Ήδη η τριχοτόμηση που καταγράφηκε στην πρόσφατη προεδρική αναμέτρηση έχει οριακούς συσχετισμούς και είναι εξαιρετικά πιθανό η παραδοσιακή κεντροδεξιά στις επόμενες εκλογές, αν δεν καταφέρει να διατηρήσει τον «μακρονικό» χώρο, παίρνοντας πίσω και ένα κομμάτι της ριζοσπαστικής δεξιάς, να βρεθεί στη θέση να επιλέξει στον β’ γύρο το «μικρότερο κακό».
Υπό την έννοια αυτή οι βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν σε ενάμιση μήνα θα είναι πολύ κρίσιμες, καθώς θα είναι η τελευταία ευκαιρία επιβίωσης των παραδοσιακών κομμάτων. Μπορεί να συνετρίβησαν στις προεδρικές τόσο οι Ρεπουμπλικάνοι (κεντροδεξιοί) όσο και οι Σοσιαλιστές, αλλά σε τοπικό επίπεδο διαθέτουν ακόμα αξιοσημείωτες δυνάμεις. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας του γαλλικού συστήματος (εκλογές δύο γύρων, με δικαίωμα συμμετοχής στον β’ γύρο και του τρίτου σε δύναμη υποψηφίου, αν έχει περάσει το 12,5%), έχουν μια τελευταία πιθανότητα να παραμείνουν «ζωντανοί».
Τρίτον, η «αντισυστημικότητα» δημιουργεί συγκλίσεις και νέες διαιρέσεις. Το είδαμε στην περίπτωση του Τραμπ, ο οποίος είχε κυριαρχήσει στους «blue collar» εργαζόμενους που κάποτε στήριζαν μαζικά το Δημοκρατικό Κόμμα. Το είδαμε στο Brexit, όπου οι πιο φτωχές περιοχές του Βορρά που παλιότερα ήταν προπύργιο των Εργατικών, ψήφισαν υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε, και στις τελευταίες εκλογές στήριξαν τους Συντηρητικούς του Μπόρις Τζόνσον. Η ίδια η Λεπέν την τελευταία δεκαετία δεν ισχυροποιήθηκε τόσο στις παραδοσιακά δεξιές περιοχές όσο στα προπύργια της γαλλικής αριστεράς (ιδίως του γαλλικού Κ.Κ.), στις εργατικές συνοικίες και στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους όπου κάποτε σάρωνε το Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Και στις τρεις περιπτώσεις δε, εκτός από την εισοδηματική διαίρεση, πολύ ευδιάκριτη ήταν και η γεωγραφική. Ο Τραμπ, το Brexit, η Λεπέν (παρά τις διαφορές, προφανώς, κάθε περίπτωσης, αλλά με κοινό «αντισυστημικό λόγο) κυριάρχησαν στην επαρχία, σε μικρές πόλεις και χωριά. Δείγμα και αυτό μιας νέας διαίρεσης απ’ όσους αισθάνονται απειλούμενοι από έναν τρόπο ζωής που αλλάζει ραγδαία.
Το συμπέρασμα ότι «η άνοδος της Λεπέν οφείλεται κυρίως στην πολιτική Μακρόν» (που ακούστηκε κυρίως από αντιπάλους του Μακρόν) είναι έωλο. Η άνοδος της Λεπέν προηγήθηκε της εκλογής Μακρόν, συντελέσθηκε κυρίως επί προεδρίας Ολάντ και καταγράφηκε κυρίως στα πάλαι ποτέ προπύργια της ευρύτερης αριστεράς.
Αν κάτι πρέπει να απασχολήσει την αριστερά είναι το γεγονός ότι σε μια περίοδο αυξημένης κοινωνικής ανασφάλειας οι έννοιες της εθνικής ταυτότητας, της παράδοσης, της «προστατευτικής» περιχαράκωσης ακόμα προτιμώνται ως «ασφαλές καταφύγιο» σε σχέση με τις διεθνιστικές και «ταξικές» προσεγγίσεις στις οποίες η ίδια εμμένει. Όπως αντίστοιχα θα πρέπει να απασχολήσει πολύ σοβαρά και τη «συστημική»/μετριοπαθή δεξιά, η οποία καλείται να ισορροπήσει μεταξύ των ιστορικών θεμελίων της (πατρίδα και ελευθερία) και του ρεαλισμού του κυβερνητισμού σε ένα ανταγωνιστικό διεθνοποιημένο περιβάλλον. Ανάμεσα στην εξωστρέφεια και τον «κοσμοπολιτισμό» μερίδας υποστηρικτών της αλλά και στις βαθιές καταβολές της πιο συντηρητικής κοινωνικής βάσης της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.