ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΕΜΑΣ, που η εφηβεία τους ξεκίνησε επίσημα με το τέλος της θριαμβευτικής πορείας του Κώστα Γκουσγκούνη στη σκοτεινή αίθουσα, τον μάθαμε καταρχάς από το οπισθόφυλλο του πρώτου δίσκου των Μουσικών Ταξιαρχιών, όπου απεικονίζεται μαζί με την μπάντα στο φωτογραφείο του στον Χολαργό.
Αργότερα, συνομήλικοι γνωστοί που προέρχονταν από το συμπαθές προάστιο –όπως και ο Τζίμης Πανούσης, άλλωστε– θα μου έλεγαν ότι όλος ο Χολαργός εκεί έβγαζε κάποτε φωτογραφίες ταυτότητας, συχνά αγνοώντας την ενδόξως σκανδαλιστική προϊστορία του μεσήλικα φωτογράφου με τη χαρακτηριστική απόλυτη καράφλα, τα πεταχτά αυτιά και το ευδιάθετο μειδίαμα.
Και μόνο η λοξή αυτή σύνδεση με ένα τόσο συναρπαστικό σχήμα που είχε γίνει διάσημο (ή διαβόητο) για την επεισοδιακά ανατρεπτική και ελευθεριακή του προδιάθεση, για τις διώξεις που είχε υποστεί και για τον ηθικό πανικό που προκαλούσε, για την «πανκ» στάση του εν γένει, ήταν αρκετή για να ενταχθεί ξαφνικά ο «Γκουσγκούνης» (ως πρόσωπο, ως ιδέα και ως κλισέ) σ’ ένα εναλλακτικό λούμπεν πάνθεο όπου βασιλεύουν επίλεκτοι περιφερειακοί αντιστάρ.
Ο ίδιος ο Πανούσης είχε δηλώσει τότε: «Προσπαθούμε να παίξουμε στη μουσική τον ρόλο που παίζει ο Γκουσγκούνης στον κινηματογράφο. Ο Γκουσγκούνης, αν και παρεξηγημένος, έχει κάνει πολλά πράγματα, γιατί καταργεί την τέχνη. Αυτό θέλουμε να κάνουμε κι εμείς, να καταργήσουμε την τέχνη».
Εκ των υστέρων μπορούμε να χλευάζουμε όσο θέλουμε, όταν είσαι νέος όμως κάτι τέτοια φαίνονται εξόχως ανατρεπτικά και υπέροχα.
Δεν ανήκει πάντως στα ‘80s o Γκουσγκούνης, όχι μόνο επειδή περιφερόταν στα (mainstream) κινηματογραφικά πλατό από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήδη, αλλά επειδή η δράση του ως απροσδόκητου γκουρού της τσόντας και της εμφιαλωμένης αγορίστικης εκτόνωσης ξεκινά στη χούντα και κορυφώνεται στην μεταπολίτευση.
Στο μεταξύ, είχαμε πληροφορηθεί από άρρενες εκπροσώπους των προηγούμενων γενιών (οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν είχαν προλάβει «μικτά» γυμνάσια) σχετικά με τη σημασία που είχε για την ανάπτυξή τους η εξάσκηση της λατρείας του διάσημου καρατερίστα στα πορνοσινεμά.
Ψάχναμε ακολούθως κι εμείς να ανακαλύψουμε κάτι από όλη αυτή τη μυθολογία στα βιντεοκλάμπ, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Αργότερα ανακαλύψαμε, με κάποια απογοήτευση, ότι στην πραγματικότητα μία ήταν μόνο η ταινία που εμφανίζεται να «δρα» ο Κώστας Γκουσγκούνης ως κανονικός πορνοστάρ (Ο ηδονοβλεψίας, γνωστό και ως Ο μεγάλος εραστής του 1984).
Γενικά, ο χρόνος δεν υπήρξε πολύ καλός με την εγχώρια βιομηχανία σκληρού πορνό, ειδικά των ‘80s, ενώ αντιθέτως τα εξαγώγιμα ελληνικά «σοφτ» της δεκαετίας του ’70 μοιάζουν συγκριτικά με cult κομψοτεχνήματα υψηλής αισθητικής (και συχνά εξαιρετικής μουσικής επένδυσης).
Δεν ανήκει πάντως στα ‘80s o Γκουσγκούνης, όχι μόνο επειδή περιφερόταν στα (mainstream) κινηματογραφικά πλατό από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ήδη, αλλά επειδή η δράση του ως απροσδόκητου γκουρού της τσόντας και της εμφιαλωμένης αγορίστικης εκτόνωσης ξεκινά στη χούντα και κορυφώνεται στην μεταπολίτευση.
Υπήρξε μια αθωότητα σε όλο αυτό που δικαιολογεί, εν μέρει τουλάχιστον, τους αυθόρμητα τρυφερούς και νοσταλγικούς αποχαιρετισμούς που διαβάζουμε από χθες: ο Γκουσγκούνης όχι ως πορνοστάρ (που δεν ήταν ακριβώς, έτσι κι αλλιώς) αλλά ως κάτι ανάμεσα σε πορνοβοσκό - περφόρμερ και σε λαϊκό σύμβολο.
Γι’ αυτό ίσως και δεν είχε τη σκοτεινή μοίρα που ακολούθησαν κάποιοι κανονικοί εγχώριοι πορνοστάρ. Θυμάμαι μου είχε κοπεί οριστικά κάθε «cult» προδιάθεση με τις ελληνικές τσόντες των ‘80s όταν πριν από καμιά δεκαριά χρόνια είχε δημοσιευτεί η είδηση ότι ένας από τους πιο επιφανείς πορνοστάρ της εποχής, ο «Παύλος Καρανικόλας» (το πιο γνωστό από τα καλλιτεχνικά ψευδώνυμα του Κωνσταντίνου Σαμαριτάκη), αυτός με το μουστάκι, που είχε παίξει σε καμιά εικοσαριά (!) τσόντες μεταξύ 1982 και 1986, ευρισκόμενος σε κατάσταση αμόκ λόγω υπερβολικής κατανάλωσης ψυχοφαρμάκων, είχε δολοφονήσει με 30 μαχαιριές την τοξικομανή φίλη του και στη συνέχεια την κατακρεούργησε και την τοποθέτησε στην μπανιέρα του σπιτιού του μέχρι που τον βρήκαν δύο μέρες μετά.
Σαν εφιαλτικό τριπ από ταινία του Νικολαΐδη έμοιαζε η είδηση, και σε κάθε περίπτωση σαν από άλλο εντελώς σύμπαν από αυτό που έμοιαζε να κατοικεί, στη συνείδηση των πολλών, ένας γνήσιος ήρωας μιας υπόγειας ηθογραφίας όπως ο Γκουσγκούνης.