Επιστρέφοντας (για τα καλά) στην Ιστορία

Επιστρέφοντας (για τα καλά) στην Ιστορία Facebook Twitter
Ένας από τους μεγάλους πειρασμούς των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ειρήνης και δημοκρατικής πλήξης είναι να γλιστρούν αθόρυβα έξω από τα συλλογικά πεπρωμένα.
0

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ στην Ευρώπη μάς οδηγεί πάλι στα ουσιώδη. Όταν ξαναεισβάλλουν στη σκηνή ο θάνατος και η απεχθέστερη βία, δεν μπορεί κανείς να συνεχίζει σαν να μην υπάρχει Ιστορία. Γιατί ένας από τους μεγάλους πειρασμούς των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ειρήνης και δημοκρατικής πλήξης είναι να γλιστρούν αθόρυβα έξω από τα συλλογικά πεπρωμένα. Έτσι χάνεται η αίσθηση της αμοιβαίας εξάρτησης της «δικής μου ειρήνης» από την κατάσταση των άλλων, της σχέσης που έχει η δική μας τεχνητή νηνεμία με τις καταιγίδες που λυσσομανούν λίγο πιο έξω από το σπίτι μας. 

Υπάρχει όμως ένα δύσκολο και σχεδόν άλυτο θέμα με τις κοινωνίες μας: δεν μπορεί να νοηθεί στα σοβαρά η ιδέα ενός πολεμικού φιλελευθερισμού. Σε αντίθεση με άλλες εκδοχές πολιτικής και ιδεολογίας –όπως αυτή που προβάλλει ο Πούτιν για τη Ρωσία–, οι δικές μας κοινωνίες θα ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να παραιτηθούν από το ιδεώδες μιας ειρηνικής, «εμπορικής» καθημερινότητας. Στηρίζονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε μια εικόνα του ατόμου που έχει πολλά πράγματα να κάνει πέρα και έξω από το να διεξάγει αγώνες και να θυσιάζεται για συλλογικούς σκοπούς.

Αυτό το στοιχείο, ανεξάρτητα από το αν παραμερίστηκε σε κάποιες ακραίες περιόδους (όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος), είναι σταθερό γνώρισμα του πολιτισμού μας. Και παρά το ότι πάνω από έναν αιώνα τώρα υπάρχουν κάμποσες προτάσεις ριζοσπαστικής αντικατάστασης του φιλελεύθερου πολιτισμού από άλλα σχήματα ζωής, οι κοινωνίες μας, με κάποιον τρόπο, διατηρούν τη θεμελιώδη ειρηνική, ηδονιστική και εμφανώς αντιπολεμική τους κλίση. Μπορούν να την τροποποιούν, να την αναστέλλουν προσωρινά, αλλά όχι να καταργήσουν την κλίση τους στη συμβατική «μεσοαστική» ζωή.

Τόσο στην πανδημία όσο και τώρα με τον πόλεμο τα δημοκρατικά έθνη έδειξαν ότι, παρά τις μεγάλες αδυναμίες και τα λάθη τους –τα κενά πολιτικής–, είναι άξια υπεράσπισης.

Οι αντίπαλοι αυτού του πολιτισμού έχουν, λοιπόν, κατά νου το εξής σενάριο: ο πόλεμος και γενικά η ανύψωση του επιπέδου των συγκρούσεων και των κινδύνων θα οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, πολλούς πολίτες της Δύσης σε μια ψυχολογία πανικού μπροστά στην απώλεια της ρουτίνας και της ησυχίας τους. Η πτώση της αγοραστικής δύναμης, η μιζέρια που φέρνει η ακρίβεια και η δημόσια ατμόσφαιρα μιας πυρηνικής απειλής θα ωθήσουν σε αλλαγή στάσης την κοινή γνώμη.

Προς τα πού; Προς την κατεύθυνση της παραιτημένης λιποψυχίας, του στεγνού ρεαλισμού ή μιας θολής αντισυστημικής και αγανακτισμένης αντίδρασης. Έτσι, και επειδή οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι κοινωνίες ευαίσθητες στις μεταβολές της κοινής γνώμης, η κόπωση και η βιοτική δυσαρέσκεια των ανθρώπων-καταναλωτών θα «δουλέψουν» προοπτικά υπέρ των αναθεωρητικών, αντιδυτικών δυνάμεων.  

Αν όμως ένας «πολεμικός», σθεναρός φιλελευθερισμός είναι αδύνατος ή εφικτός μόνο συγκυριακά, φαίνεται πως ο χρόνος δουλεύει υπέρ των εχθρών του. Οι αυταρχικές μηχανές δεν ενδιαφέρονται για την αδράνεια ή την κόπωση των πολιτών γιατί βασίζονται στο ψέμα και την τρομοκράτηση. Είναι μάλιστα στο στοιχείο τους όταν απειλούν ή επιτίθενται, οπότε μπορεί να επενδύουν στους φόβους του «δυτικού καταναλωτή» για την πτώση του επιπέδου ζωής του και για την ασφάλεια του μικρόκοσμού του. 

Θα πει κανείς: μήπως εδώ περιγράφουμε ένα αδιέξοδο; Μήπως προδιαγράφουμε αυτά που ισχυρίζονται (με αλαζονεία) οι δικτάτορες και οι ιμπεριαλιστές-αναθεωρητές για την αναπόφευκτη ήττα της δυτικής «μαλθακότητας» και «παρακμής;».

Δεν είναι όμως καθόλου απαραίτητο να αποδεχτεί κανείς τους όρους αυτής της προσέγγισης. Τόσο στην πανδημία όσο και τώρα με τον πόλεμο τα δημοκρατικά έθνη έδειξαν ότι, παρά τις μεγάλες αδυναμίες και τα λάθη τους –τα κενά πολιτικής–, είναι άξια υπεράσπισης. Όσο και αν σοκάρει τους τιμητές, κάποιους ψευδο-καταραμένους καλλιτέχνες και τους οπαδούς της εξίσωσης των δεινών, δεν είναι ίσα και όμοια η Δύση και οι αντίπαλοί της.

Η ιδέα πως μεταξύ του Πούτιν και, για παράδειγμα, του Μακρόν δεν υπάρχει ουσιώδης διαφορά ή ότι μεταξύ του σημερινού ΝΑΤΟ και του ρωσικού στρατού πάλι η διαφορά είναι επουσιώδης («όλα τα κοράκια κράζουν» κλπ) είναι αγράμματη ιστορικά και πολιτικά γελοία. Οι περισσότεροι πολίτες το ξέρουν, ακόμα κι εκείνοι που επιλέγουν να επιμένουν στον ναρκισσισμό της γενικής άρνησης, σε ένα «εγώ δεν είμαι με κανέναν».

Οι ελαττωματικές πλευρές του οικονομίστικου, καταναλωτικού φιλελευθερισμού πρέπει να παραμεριστούν και να ξεπεραστούν δημιουργικά. Όχι όμως από τις προβοκάτσιες όσων θέλουν να διαλύσουν την Ευρώπη, να συρρικνώσουν τις ελευθερίες και να κατασκευάσουν ξανά υποτελή έθνη και αυτοκρατορικούς ζωτικούς χώρους. Μεταξύ των κοινωνιών του φόβου και των δικών μας κοινωνιών των προβλημάτων και της δυσφορίας υπάρχει πάντα ένα χάσμα.

Καμιά γενικόλογη καταδίκη των συστημάτων και των δομών, κανένας καλλιτεχνικός εξάψαλμος εναντίον «όλων των ιμπεριαλισμών» δεν μπορεί να παραγνωρίσει αυτήν τη διαφορά ουσίας. Και το καταλαβαίνουμε με πικρό τρόπο στις οριακές στιγμές και στις δύσκολες αποφάσεις. Όπως τώρα που η πρόκληση της ρωσικής βαρβαρότητας στην Ουκρανία μάς υποχρεώνει, πάλι, να μετρήσουμε με ποιους μπορούμε να συμπορευτούμε (με τις διαφορές μας) και με ποιους γίνεται αδύνατη η ομαλή πολιτική συμβίωση.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Οπτική Γωνία
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΤΑΡΤΗ 11/05 - ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΗΡΑΜΜΑΤΙΣΤΕΙ-Εκτός από τον πόλεμο του Πούτιν υπάρχει και αυτός του Μπάιντεν

LiFO politics / Εκτός από τον πόλεμο του Πούτιν υπάρχει και αυτός του Μπάιντεν

Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου μιλάει στη Βασιλική Σιούτη για τις επιδιώξεις του Πούτιν με την εισβολή στην Ουκρανία και εξηγεί γιατί θεωρεί πως «αυτή τη στιγμή έχουμε δύο πολέμους, τον άδικο πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία και τον τυχοδιωκτικό πόλεμο του Μπάιντεν απέναντι στη Ρωσία».
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΟΥΤΗ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Στις ΗΠΑ οι πολίτες ψηφίζουν για την οικονομία, όχι για τη woke ατζέντα»

Διεθνή / «Στις ΗΠΑ οι πολίτες ψηφίζουν για την οικονομία, όχι για τη woke ατζέντα»

Γιατί η εργατική τάξη υποστήριξε τον Τραμπ; Μιλά στη LiFO ο καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Κέντρου για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, Τζέφρι Σακς.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ