ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ, αλλά ιδιαίτερα ευγενικός στην άλλη άκρη της γραμμής, ο Nick Mason δεν φαίνεται να συμπαθεί ιδιαίτερα τις συνεντεύξεις. Μιλάει σπανίως και συνήθως δεν λέει πολλά, ίσως επειδή η προσοχή ήταν πάντα στραμμένη στα δυο πιο διάσημα μέλη των Pink Floyd, τον Roger Waters και τον David Gilmour. Ή, απλώς, επειδή έχει μεγαλώσει. Αφορμή γι’ αυτήν τη συνέντευξη είναι το νέο του πρότζεκτ που θα φέρει για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο Gazi Live, το Σάββατο 4 Ιουνίου, το «Nick Mason’s Saucerful of Secrets». Το συγκεκριμένο σχήμα ξεκίνησε το 2018 και αποτελείται από τον κιθαρίστα Lee Harris, τον μπασίστα και συνεργάτη των Pink Floyd, Guy Pratt, τον Dom Βeken των Orb και τον Gary Kemp των Spandau Ballet στα φωνητικά. Πολύ σημαντικά ονόματα της ποπ ιστορίας, τα οποία μαζεύτηκαν για να παίξουν τα πρώιμα, ψυχεδελικά κομμάτια των Pink Floyd. Μετά από παύση δύο χρόνων, λόγω της πανδημίας, ξεκινούν ξανά τις περιοδείες.
Δύο πράγματα τον οδήγησαν στην απόφαση να φτιάξει το συγκεκριμένο σχήμα. «Το πρώτο ήταν το ότι συνειδητοποίησα πως ήταν σχεδόν αδύνατο για τους Pink Floyd να βγουν ξανά σε περιοδεία», λέει, «και το δεύτερο ότι μου αρέσει ακόμα να παίζω μουσική. Ο Lee Harris μου πρότεινε να κάνουμε κάτι, αντί να καθόμαστε, και σκεφτήκαμε μαζί ότι θα είχε πλάκα να παίξουμε τα πρώτα τραγούδια των Floyd, πριν από το “Dark side of the moon”, επειδή βρίσκονται σε λιγότερο γνωστά άλμπουμ. Έτσι δεν χρειαζόταν να είμαστε πιστοί στο ορίτζιναλ υλικό, μπορούσαμε να εξερευνήσουμε τη μουσική, όχι απλώς να την παίξουμε».
Νομίζω ότι η μουσική έχει παραμείνει η ίδια. Υπάρχουν ακόμα καλοί μουσικοί και συνθέτες. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που διανέμεται. Είναι πολύ πιο δύσκολο να βιοποριστείς από τη μουσική απ’ ό,τι πριν από σαράντα-πενήντα χρόνια.
Πώς αποφάσισε να συνεργαστεί με τους συγκεκριμένους μουσικούς; «Ήταν κάτι που δεν το αποφάσισα εγώ, εκείνοι αποφάσισαν να γίνουν μέλη του γκρουπ. Ήταν άνθρωποι που γνώριζα ήδη, έτσι δεν κάναμε οντισιόν. Ενθουσιάστηκαν με το πρότζεκτ, ιδιαίτερα ο Guy, που δουλεύαμε μαζί πολύ καιρό. Θεώρησε ότι ήταν καλή ιδέα κι αυτό μου έδωσε την αυτοπεποίθηση να το βάλω μπρος».
Το πρότζεκ, πάντως, δεν κάνει tribute στον Syd Barrett. O Mason είναι από τα ιδρυτικά μέλη των Pink Floyd και δεν έχει σταματήσει να είναι μέλος τους από το 1965, παρά τις φιλονικίες και τις κακοτυχίες. «Νομίζω ότι πάντα περνούσα καλά με το γκρουπ» εξηγεί. «O κόσμος ίσως πιστεύει ότι ήταν δύσκολα τότε, αλλά ήταν ωραίες εκείνες οι πρώτες ημέρες γιατί όλοι είχαμε τους ίδιους στόχους. Νομίζω ότι όλες οι περίοδοι των Floyd ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Για να πω την αλήθεια, απόλαυσα κάθε στιγμή. Επίσης, δεν νομίζω ότι μου λείπει κάποια συγκεκριμένα, είναι όλες πολύ διαφορετικές. Ίσως αναπολώ τη συντροφικότητα που υπήρχε προτού τα σόου γίνουν μεγάλα και από τις μικρότερες συναυλίες μου λείπουν πράγματα όπως το catering», λέει γελώντας. «Και τα ταξίδια είναι πλέον ευκολότερη υπόθεση». Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Mason έχει ακόμη καλές σχέσεις με τον Waters, παρά την αποχώρησή του από γκρουπ το 1985 και τις δικαστικές διαμάχες που είχαν για τα δικαιώματα των τραγουδιών.
Η τελευταία του δουλειά με τους Pink Floyd ήταν πρόσφατα, στο κομμάτι «Hey, Hey, Rise-Up!» που κυκλοφόρησαν για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Είχαν να γράψουν κάτι καινούργιο πάνω από είκοσι οκτώ χρόνια. «Ήταν μια ιδέα του David Gilmour, επειδή ο γιος του είναι παντρεμένος με μια Ουκρανή», λέει. «Ήταν κάτι προσωπικό για εκείνον. Είμαι ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Όλη η Ευρώπη έχει τρομάξει με αυτό που συμβαίνει. Είναι φρικτή η εισβολή σε μια χώρα, όπως και η απώλεια των ανθρώπων. Είναι δύσκολο να μη σοκαριστείς επειδή συμβαίνει δίπλα στο σπίτι σου και όχι μακριά, σε χώρες της Μέσης Ανατολής». Στην Αθήνα έχει να παίξει πάνω από είκοσι χρόνια.
Στα εβδομήντα οκτώ του σκέφτεται καθόλου την κληρονομιά που θα αφήσει πίσω του με τους Floyd; «Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό. Ακόμη κι αν οι νεότερες γενιές ανακαλύπτουν τώρα τους Pink Floyd και τους αρέσουν ή μας θεωρούν ένα περίεργο είδος στα χιλιάδες χρόνια μουσικής ιστορίας, δεν νομίζω ότι με απασχολεί ιδιαίτερα. Μου αρέσει περισσότερο η ιδέα τού να έχω ένα κοινό και να παίζω ζωντανά».
Όσον αφορά τη μουσική σήμερα, είναι αισιόδοξος και απαισιόδοξος ταυτόχρονα. «Νομίζω ότι η μουσική έχει παραμείνει η ίδια. Υπάρχουν ακόμα καλοί μουσικοί και συνθέτες. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος που διανέμεται. Είναι πολύ πιο δύσκολο να βιοποριστείς από τη μουσική απ’ ό,τι πριν από σαράντα-πενήντα χρόνια. Οι δισκογραφικές δεν μπορούν να σε στηρίξουν όπως παλιά ή να σου δώσουν τις ίδιες ευκαιρίες. Πρέπει να τα κάνεις όλα μόνος σου μέχρι ένα σημείο, για να δείξουν ενδιαφέρον και να σε βοηθήσουν. Βλέπω τις νεότερες μπάντες και αισθάνομαι ότι όλα είναι πολύ δύσκολα γι’ αυτές, δεν υπάρχει τρόπος να τις βοηθήσει κανείς». Και ενώ ακούει αρκετά καινούργια πράγματα, δεν τα ακούει προσεκτικά, όπως διευκρινίζει. Όταν θέλει να ακούσει μουσική για την προσωπική του ευχαρίστηση, επιστρέφει στους μουσικούς με τους οποίους μεγάλωσε και έπαιξε μαζί τους, όπως ο Jimi Hendrix, οι Cream, οι Who.
Για να κλείσουμε τον ρωτάω ποιο είναι το αγαπημένο του τραγούδι απ’ όλη τη δισκογραφία των Floyd. Είναι η μόνη ερώτηση που δεν πολυσκέφτεται.
«Θα διάλεγα το “Comfortably Numb”. Πέρα από μια υπέροχη σύνθεση, είναι αρκετά ευχάριστο να το παίζεις στα ντραμς. Ξεκινάει κάπως αργά και σταθερά και μετά το κιθαριστικό σόλο έχεις τη σπάνια ευκαιρία να παίζεις διαφορετικά ντραμς κάθε φορά».
Οι Nick Mason’s Saurceful of Secrets θα εμφανιστούν το Σάββατο 4 Ιουνίου στο Gazi Live.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.