Aν έπρεπε να επιλέξουμε τι είναι το πιο σημαντικό από τα τόσα σημαντικά για τη σύγχρονη τέχνη που το queer κίνημα μας προσέφερε και που επιπλέον μας έκανε το απαραίτητο φροντιστήριο μέχρι να τα κατανοήσουμε και να τα αποδεχτούμε, μάλλον θα ήταν ότι απαιτείται ένας καλύτερος «φωτισμός» των καλλιτεχνών και των διεκδικητικών στρατευμένων καλλιτεχνικών πρακτικών τους που κατά παράδοση η κοινωνία και η πολιτική επιδιώκουν να «αορατοποιήσουν».
Κι αν είχαν ένα μόνο χρέος σήμερα οι ιστορικοί και οι θεωρητικοί της τέχνης που ενδιαφέρονται για το queer κίνημα, και το αξιολογούν θετικά, θα ήταν να παρέμβουν όχι απλώς στο τώρα αλλά και στην κανονιστική Ιστορία της Τέχνης πού θέλει να αναγνωρίζεται ως αντικειμενική, ενώ είναι εκ γενετής πατριαρχική, φαλλοκρατική και εδραιωμένη στην ετεροκανονικότητα που όριζε (και ορίζει) τα περισσότερα πράγματα στη ζωή και στην τέχνη.
Η παρέμβασή τους, λοιπόν, στην Ιστορία της Τέχνης δεν θα έπρεπε να γίνει μέσω μιας απλής «αποκάλυψης» ότι ο τάδε καλλιτέχνης ή η τάδε καλλιτέχνις ήταν ομοφυλόφιλοι, άρα αυτό από μόνο του ερμηνεύει την τέχνη που μας έχουν παραδώσει. Το ζητούμενο θα ήταν να γίνει μια μελέτη και καταγραφή των έργων που δημιουργήθηκαν για να αμφισβητήσουν την ίδια την εικονογραφία στην οποία θεμελιώνονται ο δυτικός πολιτισμός και ο τρόπος με τον οποίο τον αντιλαμβανόμαστε και τον οικειοποιούμαστε.
Πρόκειται για δύο πεδία που το επίκεντρό τους, ακόμα και σήμερα, τοποθετείται αποκλειστικά και μόνο στην καρδιά του φάσματος της ετεροκανονικότητας, διατηρώντας πάντα σε περιθωριακή θέση την queer καλλιτεχνική πρακτική.
Με τον τρόπο αυτό η queer αισθητική δημιουργεί «νέους δεσμούς συγγένειας» μεταξύ ανθρώπων, ιδεών και κοινοτήτων, οι οποίοι δεν έχουν προηγούμενο.
Η λέξη «queer» σημαίνει παράξενο, αλλόκοτο. Αυτό το νόημα, λοιπόν, διατηρεί και ο όρος «queer» στη σύγχρονη τέχνη. Η λέξη αυτή χρησιμοποιούνταν με προσβλητικό σκοπό εναντίον των κοινωνικών μειονοτήτων φύλου και γένους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 την κακόσημη αυτή λέξη οικειοποιήθηκαν οι ίδιες οι μειονότητες κατά τη διάρκεια των αγώνων τους για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και του τρόπου ζωής τους την περίοδο που ήταν και τα δύο ιδιαιτέρως ευάλωτα λόγω της επιδημίας του AIDS και της ηθικής καταδίκης που τους επέβαλλε η κοινωνία ως θεωρούμενους φορείς της επιδημίας. Χάρη σ’ εκείνη την ανανοηματοδότηση και την οικειοποίησή της από τις μειονότητες, λοιπόν, η λέξη «queer» απέκτησε πολιτική σημασία προτού αρχίσει να ταυτίζεται όχι μόνο με μια σεξουαλική ταυτότητα αλλά και με μία που θα την καθόριζε η προβληματική της διαφοράς των φύλων.
Κατ’ επέκταση, η έννοια «queer τέχνη» συνάζει μια πλειάδα καλλιτεχνικών πρακτικών που άλλες είναι φεμινιστικής πρόθεσης, άλλες αντικαπιταλιστικής ή αντιρατσιστικής, αλλά γενικότερα πάντα αντι-ηγεμονικής θέσης, με κάθε μέσο και σκοπό. Συνενώνει, δηλαδή, κάθε πιθανή πρακτική που θεωρείται ότι ασκεί κριτική στην κοινωνία. Ως εκ τούτου, αυτή η τόσο πολύ διευρυμένη έννοια της queer τέχνης στις μέρες μας επιβάλλει να ξεκαθαρίσουμε και να αποδεχτούμε ότι ένας καλλιτέχνης που τοποθετεί τον εαυτό του στην ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα της περιοχής που τον αφορά δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάνει και queer τέχνη. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα.
Το πιο ενδιαφέρον σε όλα αυτά, που αξίζει να το αντιληφθούμε ως κοινωνία και να το αποδεχθούμε, είναι ότι η queer τέχνη είναι πάντα ένα εργαλείο ανατροπών. Έχει την πρόθεση και πιθανόν τη δύναμη να ανατρέψει την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη και μέσω αυτής της ανατροπής να εξωθήσει την κοινωνία σε αλλαγές που θα την πάνε λίγο παρακάτω. Είναι μεν ένα «δηλητήριο» για την κοινωνία, το οποίο όμως είναι ταυτόχρονα και το «αντίδοτο» που θα τη θεραπεύσει.
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, η queer τέχνη δεν δημιουργεί μία μοναδική και ενοποιητική αισθητική. Αντίθετα, γεννιέται από την προσωπική αισθητική του εκάστοτε καλλιτέχνη που τοποθετεί τη δουλειά του στο φάσμα της. Ο καθένας προτείνει τις δικές του εναλλακτικές ουτοπίες και εξακριβώνει διαφορετικές δυστοπίες εντός της πιο τετριμμένης, πιο κοινότοπης και πιο μεγάλης πληθυσμιακά από τις πολιτισμικές «χορδές» μιας κοινωνίας. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει ακόμα και θέσεις παρατήρησης της κοινωνίας που βρίσκονται στο φάσμα του «εκτός νόμου», που αφομοιώνουν π.χ. κάποιο μέρος της εγκληματικότητας ή μια κοινωνικοποίηση η οποία επί τούτου κρύβεται σε ένα σκοτεινό βάθος (για παράδειγμα, το dark web).
Με τον τρόπο αυτό η queer αισθητική δημιουργεί «νέους δεσμούς συγγένειας» μεταξύ ανθρώπων, ιδεών και κοινοτήτων, οι οποίοι δεν έχουν προηγούμενο. Επιπλέον, είναι σε μεγάλο ποσοστό καθοριζόμενη από τον τόπο στον οποίο γεννιέται, επειδή οι queer καλλιτεχνικές πρακτικές διαφοροποιούνται πάντα με βάση το εθνικό, θρησκευτικό και γενικότερα πολιτισμικό συγκείμενο από το οποίο ξεπηδούν. Το μόνο σημείο που θα μπορούσε κάποιος να αποδεχτεί ως «ενοποιητικό» και «ομογενοποιητικό» στην queer τέχνη θα ήταν το ότι βασίζεται κυρίως στο φύλο, το γένος και τη φυλή, συνεπώς στον τρόπο που την αντιλαμβάνεται η κοινωνία και κάθε άτομο ξεχωριστά, όπως επίσης και στην αποδοχή των επιθυμιών (σεξουαλικών και μη) που εκείνη δεν αναγνωρίζει ως δικές της.
Ως εκ τούτου, κάθε καλλιτέχνης που αποδέχεται την ένταξη του έργου του στο φάσμα της queer τέχνης οφείλει με κάποιον τρόπο να της δώσει και έναν δικό του προσδιορισμό που εκφράζει το πεδίο των δικών του ενδιαφερόντων όσον αφορά τις κοινωνικές μεταβολές που θα ήθελε να υπάρξουν ως αντίκτυπο του έργου του.
Ζητήσαμε, λοιπόν, από τρεις Έλληνες καλλιτέχνες να απαντήσουν στο ερώτημα τι είναι γι’ αυτούς queer τέχνη και τι είδους παρεμβάσεις επιδιώκουν μέσω αυτής. Ιδού οι απαντήσεις τους.
Οι Vaskos είναι αυτό που με έναν πολύ κλισέ όρο θα περιγραφόταν ως «καλλιτεχνικό δίδυμο» αλλά θα ήταν ίσως πιο ακριβές αν τους αντιλαμβανόμασταν ως μια «σύντηξη σε μια επινοημένη οντότητα» των εικαστικών Βασίλη Νούλα και Κώστα Τζημούλη. Λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο από το 2014, έχουν κάνει ατομικές εκθέσεις και συμμετέχουν σε πολλές ομαδικές. Επίσης έχουν εκδώσει δύο καταλόγους με τη δουλειά τους.
Σχετικά με το queer κίνημα λένε τα εξής: «Το ονομάζουμε έτσι: το queer ημών το επιούσιον. Σαν να λέμε το ψωμί. Το βασικό. Η βασική τροφή αλλά και το καθημερινό. Ναι, το ψωμάκι. Αλλά και κάτι ιερό; Ταυτόχρονα έχει και κάτι βέβηλο. Το queer έχει κάτι βέβηλο. Οπότε και ιερό με την έννοια ότι συχνά τα αντίθετα επικοινωνούν. Μπορεί να βρεις το ιερό μέσα στον βέβηλο χαρακτήρα του queer. Παίρνεις μια φράση από μια προσευχή και την κάνεις κάτι άλλο… ούτως ή άλλως αυτό είναι μια ανίερη κίνηση.
Σε ένα εκκοσμικευμένο περιβάλλον θα το ’λεγες ειρωνικό, σαρκαστικό, θα το ’λεγες παιχνιδιάρικο, περιπαικτικό, ανατρεπτικό όλο αυτό που κάνουμε, αυτήν τη διάθεση για παιχνίδι που υπάρχει, για το αποκλίνον, το λοξό. Η έλλειψη σοβαροφάνειας. Πάντως η έκφραση “το καθημερινό μας queer” (το επιούσιον) υποδηλώνει και μια έκπτωση στο κοινότοπο, στο μπανάλ. Η μόδα του queer; Η ρηχότητά του. Ή η επίκληση στην πανταχού παρουσία του.
Ναι, για το καλύτερο ή για το χειρότερο! Ό,τι και να κάνεις όμως αυτό θα διαφεύγει. Ναι, είναι ρευστό, συχνά δύσκολα οριζόμενο, με την έννοια πως είναι ενάντια σε ό,τι είναι παγιωμένο, καθαρά αναγνωρίσιμο, ενάντια στις ταυτότητες. Το υβριδικό, το μπάσταρδο. Το queer είναι εγγενώς ακτιβιστικό γιατί επιδεικνύεται, κραυγάζει και διεκδικεί».
Η Βέρα Χοτζόγλου είναι εικαστικός και κινηματογραφίστρια. Ζει στην Αθήνα και το Βερολίνο. Το έργο της έχει μια εντυπωσιακή αποδοχή από τον κόσμο, δεδομένου ότι έχει αποσπάσει το Βραβείο Κοινού για την ταινία της S W E A T στο 22ο Thessaloniki International GLAD Film Festival το 2021 και για την ταινία της Munich almost killed me ½ στο 2ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πειραιά το 2018. Της έχει απονεμηθεί ακόμα το Βραβείο Υποστήριξης Νέων Καλλιτεχνών (Artworks Fellows) του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος το 2019. Μιλώντας για το τι είναι για κείνην queer, λέει:
«Τα εφηβάκια που δεν τα νοιάζει πλέον αν θα είναι cis. Tα αγόρια που βάφουν τα νύχια τους και φοράνε όμορφες φούστες ή στενά λεοπάρ παντελόνια και δεν φοβούνται να βγουν στον δρόμο. Τα κορίτσια που δεν τα νοιάζει πόσες τρίχες έχουν, που έχουν ξυρισμένα κεφάλια και πολύχρωμα μαλλιά, που δεν τα νοιάζει εάν θα μοιάζουν με το εξώφυλλο της “Vogue” και εάν θα πάρουν “δώρο το ξυραφάκι” με το τεύχος. Οι τρανς γυναίκες. Τα τρανς αγόρια. Τα άτομα.
Ίσως από τις τελευταίες επαναστάσεις και διεκδικήσεις που μας απέμειναν για ορατότητα πέρα από τη νόρμα της κάθε εποχής. Tο queer δεν είναι πάντα αυτοσκοπός στο έργο μου αλλά είναι ένας τρόπος με τον οποίο βλέπω και αντιμετωπίζω τα πράγματα.
Άλλωστε, η δουλειά μου είναι τις περισσότερες φορές ένα διαρκές ντοκουμέντο ζωών το οποίο, παρότι queer άτομο, προσπαθώ και θέλω να το αντιμετωπίζω με ανοιχτότητα. Στις queer θεματικές μου οι παρεμβάσεις μου αφορούν κυρίως την ελευθερία και το safe space που έχουν ανάγκη τα queer άτομα και σώματα».
Ο Αντωνάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978, όπου ζει και εργάζεται. Η δουλειά του περιλαμβάνει ζωγραφική, φωτογραφία, κολάζ, κεραμική και βίντεο. Έχει παρουσιάσει δουλειά του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Μέσα από διάφορες ενότητες έργων του αναφέρεται σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές.
Σχετικά με το queer στοιχείο στην τέχνη του λέει τα εξής: «Queer για εμένα σημαίνει προσπάθεια απενοχοποίησης, αποδοχής ταυτότητας και εικόνας από εμένα τον ίδιο πρωτίστως. Είναι το πλαίσιο όπου μπορώ να κινούμαι ανενόχλητος, η θέση μου στον κόσμο και η σχέση μου με το σώμα μου, η συνεχής αμφιταλάντευση ανάμεσα σε μια παρανοημένη αρρενωπότητα και μια θηλυκότητα σχεδόν κατακριτέα, η πάλη μεταξύ ασφάλειας και πρόκλησης. Ίσως μια απάντηση απέναντι στον φόβο. Τι βλέπω εγώ και τι οι άλλοι; Τι σημαίνει κανονικό; Τι είναι αλλόκοτο;
Αναπόφευκτα η δουλειά μου εμπεριέχει queer χαρακτηριστικά. Ίσως όχι τόσο ευδιάκριτα εξαρχής, κυρίως γιατί είναι βιωματικά. Ένα παράδειγμα είναι τα αυτοπορτρέτα της Σίλβερ. Το 2010 καταπιάστηκα με μια έφηβη τηλεοπτική ηρωίδα μιας αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς. Ξεκίνησα να εξερευνώ τον κόσμο της σε βάθος και κατέληξα να τη χρησιμοποιώ ασυνείδητα ως άλλον ιδανικό εαυτό. Έκανα μια σειρά από έργα, τα προαναφερθέντα αυτοπορτρέτα, όπου πάνω σε θολές δικές μου φωτογραφίες ζωγράφιζα με λαδοπαστέλ τα χτενίσματα και τα ρούχα της Σίλβερ από κάθε σκηνή της σειράς.
Τα συγκεκριμένα έργα είναι ίσως η πρώτη απόπειρα να εκθέσω την queer φύση μου μέσω της δουλειάς μου. Μάλλον όχι απόλυτα συνειδητοποιημένα, σίγουρα νιώθοντας πολύ άβολα, αλλά ταυτόχρονα ανακουφισμένος».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.