«ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ είμαστε για τον εθνικισμό ό,τι είναι οι καλλιεργητές της παπαρούνας για τους ηρωινομανείς: παρέχουμε τις βασικές πρώτες ύλες για την αγορά» είναι η περίφημη ρήση του Έρικ Χομπσμπάουμ (όπως ήθελε ο ίδιος να προφέρεται το όνομά του αντί για το βρετανικό Χόμπσμπομ) που επιλέγει, όχι τυχαία, ο διευθυντής της Ιστορικής Βιβλιοθήκης Βαγγέλης Καραμανωλάκης στο εκδοτικό σημείωμα της σημαντικότατης, post mortem έκδοσης του βιβλίου Για τον εθνικισμό με κείμενα του Βρετανού ιστορικού αναφορικά με το θέμα σε ακριβή μετάφραση του Γιάννη Μπαλαμπανίδη και επιμέλεια και εισαγωγή του Ντόναλντ Σασούν.
Πρόκειται κατ’ ουσίαν για την επιλογή είκοσι τριών κειμένων που συγκέντρωσε ο φίλος και μελετητής του έργου του Χομπσμπάουμ, Σασούν, για τον εθνικισμό, τα οποία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αναφορών σε ένα μακρύ διάστημα διανοητικής διαδρομής του συγγραφέα από το 1962 έως το 2005.
Οι σχετικές θεωρίες είχαν αναδειχθεί, ως γνωστόν, ήδη μέσα από τα πασίγνωστα έργα του Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα (μτφρ. Χρύσα Νάντρις, Καρδαμίτσα) αλλά και τις Εποχές (Εποχή των Αυτοκρατοριών 1875-1914, μτφρ. Κωστούλα Σκλαβενίτη, ΜΙΕΤ / Εποχή του κεφαλαίου 1848-1875, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ), καθώς και μέσα από το κείμενό του Για την Ιστορία (μτφρ. Παρασκευάς Ματάλας, Θεμέλιο), μόνο που εδώ παρατίθενται με τρόπο εναργή μέσα από μια καλειδοσκοπική θεώρηση της Ιστορίας.
Όλες οι θεωρίες του Χομσπμπάουμ για τον εθνικισμό, που έτσι κι αλλιώς δεν πίστευε ότι είναι έννοια άτεγκτη ούτε ενιαία –από τις διαφορετικές εκδοχές των εθνικισμών και την αντίθεση μεταξύ του φιλελεύθερου εθνικισμού των αυτονομιστικών επαναστατικών κινημάτων του 1848 και του πιο ακροδεξιού εθνικισμού που διαμορφώθηκε μετά το 1870 ως αποτέλεσμα της επιβολής των εθνικών κρατών έως τις διαδεδομένες απόψεις του για τις «επινοημένες» παραδόσεις–, ενυπάρχουν σε αυτόν τον πολύτιμο τόπο.
Η χρήση του όρου «εθνικισμός», που παραμένει προβληματικός, όπως αποδεικνύει ο Χομπσμπάουμ, διευρύνθηκε τον εικοστό αιώνα με την άμεση σύνδεσή του με το έθνος-κράτος, δηλαδή τη συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια στην οποία στόχευε και οδήγησε σε αντίστοιχες εθνικές εκκαθαρίσεις και εθνοκαθάρσεις.
Καταρχάς, το πρώτο που επισημαίνει ο Βρετανός ιστορικός είναι πως, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, τα έθνη δεν υπήρχαν ανέκαθεν, προ αμνημονεύτων χρόνων, και συνιστούν μια άκρως καινοφανή, νεωτερική σύλληψη που άρχισε να κατασκευάζεται τον δέκατο ένατο αιώνα, αρχικά μέσα από τη θεωρία των εθνών και κατόπιν μέσα από τους άκρως ιδεολογικοποιημένους εθνικισμούς.
Συνήθιζε, μάλιστα, να επισημαίνει ότι ο εθνικισμός, εκτός από ένα πρόσφατο προϊόν της «διπλής επανάστασης», δηλαδή της Γαλλικής και της βρετανικής βιομηχανικής επανάστασης, ήταν κυρίως ευρωπαϊκός με εξαίρεση τα εθνικιστικά κινήματα στην Ιαπωνία. Απόδειξη ότι τα αντιαποικιακά κινήματα της Λατινικής Αμερικής ήταν ταυτόχρονα σοσιαλιστικά και πατριωτικά, αλλά όχι εθνικιστικά.
Πάντως, η χρήση του όρου «εθνικισμός», που παραμένει προβληματικός, όπως αποδεικνύει ο Χομπσμπάουμ, τόσο στη σύλληψη όσο και στην ανάλυσή του, διευρύνθηκε τον εικοστό αιώνα με την άμεση σύνδεσή του με το έθνος-κράτος, δηλαδή τη συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια στην οποία στόχευε και οδήγησε σε αντίστοιχες εθνικές εκκαθαρίσεις και εθνοκαθάρσεις.
Εθνικιστικά φαινόμενα συνεχίζουν, όπως φαίνεται, να παρατηρούνται και σήμερα, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε ο Χομπσμπάουμ, σε όλο τον πλανήτη. Μάλιστα, όλα όσα ο ίδιος αποδίδει στον σλαβικό εθνικισμό της Ρωσίας ή στον αυτοκρατορικού τύπου εθνικισμό της Βρετανίας δεν μπορούν παρά να φέρνουν στον νου όσα βιώνουμε σήμερα.
Και οι δύο εκδοχές ανατρέχουν ταυτόχρονα σε ένα υποτιθέμενα ένδοξο παρελθόν για να νομιμοποιηθούν: «Το παρελθόν προσδίδει νομιμοποίηση. Προσφέρει ένα υπόβαθρο πολύ πιο λαμπρό απ’ ό, τι ένα παρόν που δεν έχει και πολλά να περηφανεύεται», γράφει με ανατριχιαστική ακρίβεια ο Χομπσμπάουμ σε ένα από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στον τόμο, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι οι εθνικισμοί εξακολουθούν να κυριαρχούν στη διασαλευμένη παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Ωστόσο, η σύλληψη του εθνικισμού δεν ήταν ποτέ ενιαία καθώς τα φιλελεύθερα, επαναστατικά κινήματα του 1848 που παρατηρήθηκαν σε διαφορετικές περιοχές της Ευρώπης ελάχιστη σχέση έχουν, κατά τον Χομπσμπάουμ, με τον κοινώς διαδεδομένο «εθνικισμό», καθώς στόχο είχαν να κατασκευάσουν ένα πολιτικό τεχνούργημα που δεν αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένο εθνικό κράτος αλλά μάλλον προερχόταν από τη διαμόρφωση μιας κοινής συνείδησης φανταστικών κοινοτήτων που άρχισε να διαμορφώνεται τότε – στο σημείο αυτό ο Χομπσμπάουμ συναντά τις θεωρίες του Μπένεντικτ Άντερσον για τις φανταστικές κοινότητες.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνει την Ιταλία, που συνενώθηκε μεν από τον βασιλιά της Σαβοΐας αλλά σε ένα κράτος ειδικού τύπου, με τους κατοίκους του να μη μιλούν καν ιταλικά, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τη Γερμανία του Μπίσμπαρκ, όπου τα πριγκιπάτα διέθεταν ελάχιστη έως καθόλου εθνική συνείδηση. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, ήταν αποτέλεσμα των διεκδικήσεων που προέβαλαν τα πιο συρρικνωμένα, μορφωμένα, μεσοαστικά μέρη του πληθυσμού, καθώς ο κυρίαρχος τότε αναλφαβητισμός δεν επέτρεπε την κατίσχυση ενός διευρυμένου εθνικιστικού σχεδίου.
Πολύ καίρια ο Χομπσμπάουμ επισημαίνει ότι η μικροαστική τάξη που διαμορφώθηκε αργότερα είναι που στήριξε τις πιο ξενοφοβικές εκφράσεις του εθνικισμού. Θεωρεί, μάλιστα, ότι ο λόγος που ο εθνικισμός ασκούσε ευρύτερη έλξη στο υπό διεύρυνση σώμα των μεσοστρωμάτων ήταν ότι τους έδινε μια συλλογική ταυτότητα που δεν είχε καταφέρει να τους δώσει το κοινωνικό στάτους. «Ο πατριωτισμός ήταν το αντιστάθμισμα της κοινωνικής τους κατωτερότητας», γράφει χαρακτηριστικά.
Μέχρι τότε τα φιλελεύθερα αστικά κινήματα είχαν απλώς την κοινή συνείδηση ενός απελευθερωτικού σκοπού, συνήθως από ξένους κατακτητές, και στηρίζονταν στο αίσθημα της κοινότητας και σε μια πατριωτική μυθολογία. Αυτό συνέβη με τους Γάλλους όταν βρέθηκαν απέναντι στους Γερμανούς κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Απόδειξη ότι οι εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων στα Βαλκάνια από τους «κατά κανόνα ανυπότακτους ορεσίβιους λαούς στα νότια και στα δυτικά» δεν είχαν εθνικιστικό πρόσημο, με μοναδική εξαίρεση, κατά τον Χομπσμπάουμ, την περίπτωση της Ελλάδας.
Σημαντικό ρόλο στο σημείο αυτό θεωρεί ότι διαδραμάτισαν όχι μόνο κορυφαίες προσωπικότητες όπως ο λόρδος Βύρων αλλά και όλες οι μορφωμένες τάξεις των Βαλκανίων που πίστεψαν σε έναν τέτοιο κοινό εθνικοαπελευθερωτικό σκοπό, παίρνοντας μάλιστα με το μέρος τους, κάτι σπάνιο στην Ιστορία, «όλο το άναρχο σύμπαν των τοπικών ληστών-ηρώων, των παρανόμων και των φυλάρχων στα ελληνικά βουνά (ιδίως στην Πελοπόννησο) και δη με μεγαλύτερη επιτυχία (τουλάχιστον μετά το 1818) απ’ ό,τι οι Καρμπονάροι στη νότια Ιταλία, που είχαν επίσης επιχειρήσει να προσηλυτίσουν στην υπόθεση τους δικούς τους ντόπιους ληστές (banditti)».
Οι Έλληνες ήταν από τις ελάχιστες εξαιρέσεις ακραιφνώς εθνικών κινημάτων, μαζί με αυτό των Ιρλανδών με μπροστάρη τον Φέργκους Ο’Κόνορ, στο οποίο κάνει διεξοδική αναφορά ο Χομπσμπάουμ, καθώς ήταν ιδιαίτερα μετριοπαθής σε σχέση με τους ηγέτες αντίστοιχων κινημάτων που ακολούθησαν.
Εντελώς διαφορετικά ήταν, ωστόσο, τα κινήματα που ακολούθησαν από το 1870 και μετά, με πιο δεξιά στροφή και ακραία ιδεολογική κατεύθυνση, αφού είχαν αρχίσει ήδη να δημιουργούνται τα νέα μεγάλα εθνικά κράτη (Γερμανία και Γαλλία) και να διαμορφώνονται νέα κινήματα που είχαν ως βάση τον σοβινισμό, την ξενοφοβία και την εξιδανίκευση της εθνικής επέκτασης μέσω του πολέμου, σε αντιδιαστολή με εκείνα του αστικού φιλελευθερισμού που προηγήθηκαν.
Προκειμένου να στηρίξουν το ιδεολόγημά τους στο πέρας των χρόνων τα εθνικά κράτη εφαρμόζουν κοινά εκπαιδευτικά συστήματα με κοινή γλώσσα και στοχευμένο εκπαιδευτικό curriculum, ενώ κεντρικό ρόλο παίζουν στο σημείο αυτό οι «επινοημένες» παραδόσεις, δηλαδή οι γενικευμένες συνήθειες που υποτίθεται ότι προέρχονται από το απώτατο παρελθόν, ενώ συνιστούν καινοφανείς πρακτικές των νεοσύστατων κοινοτήτων.
Σε αυτές ακριβώς βασίστηκαν, κατά τον Χομπσμπάουμ, οι κατοπινές «εθνικές» παραδόσεις με τα κοινά σύμβολα, τις εθνικές αργίες, σημαίες και γιορτές που καλλιεργούσαν στους πολίτες τη λογική του έθνους-κράτους και όχι απλώς της κοινωνίας των πολιτών (état civil).
Οι δημόσιες τελετές και αυτού του τύπου οι γιορτές ενίσχυσαν και σίγουρα συνόδευσαν το μοντέλο του εθνικού κράτους που στόχο είχε να διαμορφώσει αποκλειστικές ταυτότητες και γεωγραφικά δεδομένα. Και αυτά είχαν ως αποτέλεσμα την εθνική αφοσίωση, τον ρεβανσισμό και τη διάχυτη ξενοφοβία. Στην πραγματικότητα όμως κανείς πολίτης δεν μπορεί να νιώθει επιβεβαιωμένος κάτοικος ενός εθνικού κράτους, αφού και οι διάσπαρτες καταγωγές δεν βοηθούν και οι τακτικές αφομοίωσης είναι εντελώς ανώφελες.
Ως απόδειξη ο Χομπσμπάουμ φέρνει το προσωπικό παράδειγμα της εβραϊκής, κοσμοπολίτικης ταυτότητάς με διαφορετικές καταγωγές και γλώσσες αλλά και με προβληματική σχέση με την κυρίαρχη θρησκεία. Σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνει και ο ίδιος, «είμαστε όλοι άνθρωποι ξεριζωμένοι», για να τονίσει στη συνέχεια πως «το αίσθημα αυτό δεν είναι αποκλειστικά για τους “μυημένους”», λέγοντας πως «θα έκανα λάθος, επομένως, εάν από προσωπικό αίσθημα έβγαζα το συμπέρασμα (όπως κάνει ο εθνικισμός) ότι τα συμφέροντα των προσφύγων και των μεταναστών είναι πάνω από οτιδήποτε άλλο».
Γνωρίζει, ωστόσο, ότι πρόσφυγες μπορούμε να γίνουμε ανά πάσα στιγμή, μια προφητική σκέψη αφού «ό,τι κατουρήσαμε στη θάλασσα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το βρίσκουμε στο αλάτι» – πρόσφατο είναι το παράδειγμα της Ουκρανίας. Πρόκειται για μια πικρή διαπίστωση, μαζί με το ότι «το να προστεθούν μερικές ακόμη δεκάδες κράτη-μέλη στον ΟΗΕ επ’ ουδενί δεν θα τα κάνει περισσότερο κυρίους της μοίρας τους απ’ ό,τι πριν ανεξαρτητοποιηθούν».
Το μέλλον, όπως και να το εκλάβει κανείς, είναι δυσοίωνο, τα σημεία των καιρών προβληματικά και δυστυχώς ο Χομπσμπάουμ δεν είναι εδώ για να τα αναλύσει. Είναι, ωστόσο, εύκαιρες και διαθέσιμες οι πολύτιμες αναλύσεις του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.