ΕΓΙΝΕ ΛΟΓΟΣ για εκκεντρικότητα, λαϊκισμό, «ατσούμπαλο» στιλ, για τη ροπή του πρώην δημοσιογράφου Μπόρις Τζόνσον προς τα μισά ψέματα και τη θεατρικότητα, ιδιότητες που, υποτίθεται, χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη περσόνα και την πορεία της μέσα στο χρόνο.
Κάτι άλλο όμως έρχεται στον νου σαν υποψία, κάτι που μπορεί να σχετίζεται με τα παραπάνω αλλά είναι και διαφορετικό συνάμα: ο Τζόνσον στάθηκε απλώς ένας που έκανε outing για ένα γνώρισμα της γενιάς του – η οποία τυγχάνει να είναι και η δική μου γενιά.
Το χαρακτηριστικό αυτό είναι η αδιάψευστη επιμονή τρόπων και κυρίως σκέψεων της εφηβικής περιόδου, η παράταση ενός ύφους από τα χρόνια του σχολείου. Δεν είναι τυχαία τα πάρτι του Τζόνσον εν μέσω καραντίνας, πάρτι που, όπως φαίνεται, δεν άντεχε να τα αναβάλει έστω για μία χρονιά. Φαντάζεται κανείς πως αυτά τα πάρτι θα μπορούσαν κάλλιστα να περιλαμβάνουν «μπουγέλωμα» και φάρσες αντίστοιχες αμερικανικής κωμωδίας για εφήβους, σαν αυτές που έκαναν μεγάλη καριέρα στις δεκαετίες του '80 και του '90.
Αν οι προηγούμενες γενιές –όπως αυτή του ΄70 που πατάει τώρα τα εβδομήντα!– έπεσαν στο μέλι των πολιτικών και σεξουαλικών οργίων, οι επόμενες, που η εφηβεία τους έτυχε να συναντηθεί με το φάντασμα του AIDS και την αποθέωση των ιδεολογιών της ατομικής επιτυχίας, βρέθηκαν καθηλωμένες σε μια ασεξουαλική, πλακατζίδικη και κατά βάθος μελαγχολική νεότητα, σε μια αμήχανη μαθητική «φάση». Και αυτή η διάσταση μάλλον διαπέρασε και τα ταξικά ανώτερα περιβάλλοντα, έστω με τις ιδιαιτερότητες που έχουν τα βιογραφικά σε κύκλους σνομπ νέων σαν αυτούς του Τζόνσον.
Καθόλου τυχαία ο Τζόνσον κατηγορείται για τα πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ και για την τύφλωσή του απέναντι σε σεξουαλικά σκάνδαλα άλλων (όχι δικά του). Κατά βάθος, το πρόβλημα είναι η αδυναμία και η απουσία συναίσθησης της σοβαρότητας των καταστάσεων, όχι η κακότητα. Είναι μια επιπολαιότητα που στον Τζόνσον κατάφερε να γεννήσει ακόμα και θετικές στιγμές, ας πούμε την ολόψυχη και θερμή στράτευσή του στην υπόθεση της Ουκρανίας.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός μοιάζει λοιπόν να αποκαλύπτει μια σκανδαλώδη αλήθεια για τα συναισθηματικά κενά και τους ηθικούς μετεωρισμούς πολλών νέων του ύστερου εικοστού αιώνα, νέων που δεν έχουν, φαινομενικά, πολλά κοινά με τον Μπόρις Τζόνσον. Κυρίως και κατά βάση ανδρών. Τους τυχαίνει κάτι και δεν μπορούν να το εξηγήσουν: δεν πείθουν ως σοβαρά, ενήλικα υποκείμενα.
Ας φανταστούμε για παράδειγμα τον Τζόνσον ή τον Κάμερον ή τον Γκι Φερχόφστατ πλάι στον πενηνταπεντάρη Μιτεράν (ήδη «γέρο») ή στην πενηντάχρονη Θάτσερ (έτοιμη να τους βάλει τις φωνές σαν μάνα, όχι σαν συνομήλικη). Οι βιντεοταινίες με σαχλά Σαββατοκύριακα, το να πίνει κανείς σφηνάκια βότκα μετά την πίτσα, η αδυναμία να σταθούν αξιοπρεπώς μέσα στη συναισθηματική σύγχυση που έφερε η εποχή, η περιφρόνησή τους για τα πρωτόκολλα όχι λόγω επαναστατικότητας (όπως στους αμφισβητίες του ΄60) αλλά από αμηχανία ή βαθύτερη έλλειψη δέους για τα πράγματα, όλα αυτά που γέννησαν την «ακρότητα» Μπορίς Τζόνσον είναι πολύ πιο διαδεδομένα στις γενιές μας: σε εκείνες δηλαδή τις γενιές που μεγάλωσαν ανάμεσα στα απελευθερωτικά οράματα των μεγαλύτερων και στα ηθικά παράπονα των μιλένιαλ.
Καθόλου τυχαία ο Τζόνσον κατηγορείται για τα πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ και για την τύφλωσή του απέναντι σε σεξουαλικά σκάνδαλα άλλων (όχι δικά του). Κατά βάθος, το πρόβλημα είναι η αδυναμία και η απουσία συναίσθησης της σοβαρότητας των καταστάσεων, όχι η κακότητα. Είναι μια επιπολαιότητα που στον Τζόνσον κατάφερε να γεννήσει ακόμα και θετικές στιγμές, ας πούμε την ολόψυχη και θερμή στράτευσή του στην υπόθεση της Ουκρανίας.
Δεν πιστεύω πως το έκανε μόνο για να «αποπροσανατολίσει», να αυξήσει τη δημοτικότητά του, να αλλάξει την ατζέντα κ.λπ. Ήθελε, ονειρευόταν και μάλλον πίστεψε προς στιγμήν πως ήταν Τσόρτσιλ. Εκεί στους δρόμους του Κιέβου, με τις ξανθιές τούφες και τα πόδια του, που σαν πιρόγες έσκιζαν τα νερά μιας φανταστικής Μάγχης, πλάι στον Ζελένσκι με τη χακί φανέλα, ο Τζόνσον έζησε τη στιγμή της εμπροσθοφυλακής του free world απέναντι στους εχθρούς της ελευθερίας.
Όλα αυτά δεν είναι μόνο η ιδιαίτερη θεατρικότητα ενός χαρακτήρα ή τα καπρίτσια ενός «λαϊκιστή πολιτικού». Στον Τζόνσον βλέπει κανείς εκείνους τους τύπους που στο τέλος του πάρτι συνέχιζαν να πίνουν σφηνάκια ή έτρωγαν από το ψυγείο άνοστα, κατεψυγμένα τέρατα και έπειτα προσπαθούσαν να καταλάβουν γιατί φεύγει όλος ο κόσμος, γιατί μένουν ολομόναχοι μέσα στο χάος. Δεν έγιναν κατανοητοί, παρά το ότι είχαν μεγάλη επιτυχία στο να διασκεδάζουν για λίγο το πλήθος, πριν τους βαρεθούν.
Η Δύση στα χρόνια του ηδονιστικού καπιταλισμού ενθάρρυνε τη μαζική αυτομόληση από τη «γεροντική» και πατρική κουλτούρα της ευθύνης. Μπορούσες πια να είσαι παιδί για δεκαετίες και νέος ες αεί.
Έβλεπα προχτές τον Ρίνγκο Σταρ, γεννημένο το 1940, να γιορτάζει τα 82 του μοιάζοντας από την άποψη της εμφάνισης τριάντα χρόνια νεότερος και ενδυματολογικά ένας τριαντάρης. Αυτός ο κόσμος βοήθησε με κάποιο τρόπο να βγει στο φως και η ατίθαση χρυσή τούφα του Μπόρις, περισσότερο όμως η αίσθησή του πως δεν έκανε κάτι λάθος, πως οι άλλοι παρεξήγησαν την καλή του πίστη ή μια δικαιολογημένη, ανθρώπινη χαλαρότητα.
Αν όμως θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ας παραδεχτούμε πως με όλη της τη βρετανική εκκεντρικότητα και την Τόρι γενεαλογία του, ο Τζόνσον έχει κάτι από τη θεμελιώδη αστοχία μιας γενιάς που δεν μπόρεσε να αποδεχτεί ποτέ το πένθος της ενηλικίωσης και την είσοδο σε έναν κόσμο με λιγότερες χαρές από εκείνον των αναμνήσεων.