ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΡΑΔΕΧΤΩ κάποτε, κατόπιν άγριων βασανιστηρίων, ότι στην πραγματικότητα η αγαπημένη μου ελληνική ταινία δεν είναι κάποιο σπουδαίο επίτευγμα του ντόπιου καλλιτεχνικού σινεμά, αλλά η «Δεσποινίς Διευθυντής» (και πόσο ταιριαστός μοιάζει ο τίτλος στην έμφυλη ευελιξία των καιρών μας, παρά τη φαλλοκεντρική του έμπνευση).
Αν όμως διάλεγα μια σκηνή στη μνήμη της αιωνίως αγαπημένης Τζένης Καρέζη, θα ήταν μια βινιέτα της ταινίας «Η Αθήνα τη νύχτα» του 1962, όπου εμφανίζεται ως σπέσιαλ γκεστ σταρ και παίζει τον εαυτό της.
Προς το τέλος αυτού του ντοκιμαντέρ (πασπαλισμένου με ολίγη από μυθοπλασία), που αποτελούσε μια νυχτερινή ξενάγηση στα κέντρα και τα θέατρα και τα κλαμπ της πρωτεύουσας, με κύριο στόχο το κοινό της επαρχίας, που μόνο στο πανί μπορούσε να δει τα μεγαλεία της φανταχτερής μεγαλούπολης, τη βλέπουμε να εμφανίζεται σ’ ένα κινηματογραφικό πλατό όπου πρόκειται να ξεκινήσει γύρισμα.
Σύντομα όμως η επαγγελματική συνθήκη δίνει τη θέση της σ’ ένα αυτοσχέδιο πάρτι (γιατί έτσι είναι οι καλλιτέχνες, έτσι είναι ο σινεμάς) στο οποίο παίρνει μέρος όλο το συνεργείο, και στο κέντρο του χορού βρίσκεται, μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη, η Καρέζη – ανέμελη, στιλάτη, πανέμορφη, με μια ανεπαίσθητη σχεδόν δόση αυτοσαρκασμού.
Έχω σκεφτεί με κάποια δόση διαστροφής ότι θα ήθελα να υπήρχε μια εκδοχή του «Αχ αυτή η γυναίκα μου» όπου το πρωταγωνιστικό ζεύγος δεν θα ήταν Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ αλλά Καρέζη - Καζάκος. Μάλλον όχι τελικά, φριχτή ιδέα τώρα που το ξανασκέφτομαι πιο νηφάλια.
Στ’ αλήθεια, βέβαια, ήταν πάντα εύκολο να είσαι φαν της Καρέζη. Πώς γίνεται να μην είσαι; Τρομάζει κανείς και μόνο στην ιδέα του τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε υπάρξει. Μπορεί και να είχε επικρατήσει πλήρως το ακατανόητα παρτσακλό υπόδειγμα της Αλίκης.
Τούτου λεχθέντος, έχω σκεφτεί με κάποια δόση διαστροφής ότι θα ήθελα να υπήρχε μια εκδοχή του «Αχ αυτή η γυναίκα μου» όπου το πρωταγωνιστικό ζεύγος δεν θα ήταν Βουγιουκλάκη - Παπαμιχαήλ αλλά Καρέζη - Καζάκος. Μάλλον όχι τελικά, φριχτή ιδέα τώρα που το ξανασκέφτομαι πιο νηφάλια.
Φυσικά η αξία της δεν ήταν μόνο ως το («δικό μας») σοφιστικέ αντίπαλο δέος στην επέλαση της υπερκινητικής ξανθιάς. Η δήθεν αντιπαλότητά τους άλλωστε ήταν ένα προφανές κατασκεύασμα επωφελές και για τις δύο.
Ο πρώτος σύζυγός της πάντως, ο Ζάχος Χατζηφωτίου (ας μην κρίνουμε, όλοι κάνουμε πειράματα και λάθη, κάποιοι αποκλειστικά, άσε που προσωπικά δεν τρελαίνομαι ούτε για τον δεύτερο, αφού όμως εκείνη ήταν ευτυχισμένη δεν μου πέφτει λόγος, εννοείται) είχε πει: «Στον γάμο μας η Τζένη δεν την κάλεσε [την Αλίκη]. "Θα μου καταστρέψει τον γάμο" έλεγε».
Θυμάμαι παλιά έναν οικογενειακό γνωστό που κατά τις «επισκέψεις» στο σπίτι («δεν πρόλαβα να διαβάσω χθες, Κυρία, είχαμε επίσκεψη») έψαχνε κάθε φορά κάποια αφορμή, κάποια απότομη στροφή της κουβέντας από τα πολιτικά στα καλλιτεχνικά, για να αφηγηθεί στην ομήγυρη το ίδιο περιστατικό.
Η ιστορία είχε να κάνει μ’ εκείνη τη φορά πριν από χρόνια που είχε δει την Καρέζη στα πέριξ της Επιδαύρου μαζί με τη Ρόμι Σνάιντερ και για λίγο έμεινε αποσβολωμένος από τη διπλή λάμψη μην μπορώντας να πιστέψει ότι ξαφνικά είχε βρεθεί τόσο κοντά στις δύο σταρ (και στο «σταρ σύστεμ του φτωχού» αποτελούσαν ισότιμα μεγέθη, ασχέτως αν η μία ήταν εθνική και η άλλη διεθνής).
Εκεί που ήθελε να καταλήξει όμως ήταν στη μεγάλη επιφοίτηση που είχε εκείνο το βράδυ, σα να είδε το φως το αληθινό, και κάθε φορά που επαναλάμβανε την ιστορία την έκανε να ακούγεται όλο και πιο πολύ σαν παραβολή που θα έπρεπε κάτι να μας διδάξει (υποθέτω ότι το ξένο δεν είναι απαραίτητα πιο γλυκό ή πιο βαθύ ή πιο ωραίο).
Μόλις λοιπόν συνήλθε κάπως από το σοκ και το δέος, κατελήφθη αίφνης από μια εθνική υπερηφάνεια καθώς απεφάνθη (με εντελώς αντικειμενικά κριτήρια, όπως σημείωνε κάθε φορά) πως «η δική μας ήταν πιο όμορφη!». Κάποιες φορές υπερθεμάτιζε ο ίδιος προσθέτοντας με ενθουσιασμό: «Πολύ πιο όμορφη!». Συνήθως όμως έμενε στην πρώτη και πιο νηφάλια αξιολόγηση, σα να επρόκειτο για μια νίκη «αντικειμενική» μεν, που είχε κριθεί όμως στα σημεία.
Απόσπασμα από την ταινία «Η Αθήνα τη Νύχτα» (1962)